Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ - Μακεδονία και Θεσσαλονίκη

Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ - Μακεδονία και Θεσσαλονίκη

Η καλή τύχη της σύγχρονης Αθήνας ως πρωτεύουσας οφείλεται κυρίως στη συνέχιση του πολιτιστικού μύθου που ενσάρκωνε η αρχαία Αθήνα. Στερημένοι οι Νεοέλληνες από τη φυσική τους πρωτεύουσα [αναφέρομαι στην Κωνσταντινούπολη] -να πούμε παρενθετικά ότι είναι οι μόνοι από τους Βαλκανίους που δεν απελευθέρωσαν την κοιτίδα του γένους τους— ανέδειξαν σε πρωτεύουσα πόλη την Αθήνα, οικειοποιούμενοι έτσι μια αρχαία δόξα που είχε όμως από καιρό εκλείψει, και παραγνωρίζοντας το μεγαλείο μιας χιλιόχρονης αυτοκρατορίας της οποίας διέσωζαν, κατά δύναμη, στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας τα ηθικά και τα πολιτιστικά διδάγματα: εννοώ το Βυζάντιο, τη Ρωμιοσύνη, δηλαδή την ορθοδοξία, τη γλώσσα και την πίστη.

Να πούμε διαφορετικά ότι η Αθήνα στον ιστορικό της βίο παρουσιάζει ρήγματα συνέχειας [εκτός από τις αυξομειώσεις και τις διακυμάνσεις της έκτασης και του πεδίου δράσης της] που φτάνουν ως την εξαφάνιση σχεδόν της πόλης. Κάποτε σηματοδοτείται μόνο χάρη στο κάστρο της, την Ακρόπολη δηλαδή, και διασώζει μόνο το όνομά της στα φραγκικά κείμενα παραλλαγμένο σε Setina. «Πού των Αθηναίων το κλέος; Πού των φιλοσόφων ο λήρος », ψέλνει ειρωνικά η εκκλησία και στους χαιρετισμούς ακούγεται το «χαίρε η των Αθηναίων τας πλοκάς διασπώσα», για να υπογραμμίσει την κατάπτωση της χριστιανικής, της βυζαντινά δηλαδή Αθήνας, όταν η Θεσσαλονίκη έπαιζε κιόλας τον ρόλο μιας ευρωπαϊκής βυζαντινής πολιτιστικής πρωτεύουσας.

Η Θεσσαλονίκη είναι ίσως η μόνη πόλη του ελληνικού χώρου που εκφράζει σε όλη τη μακρόχρονη ιστορία της ένα δυναμικό σφρίγος, μια πορεία ανιούσα, ακόμη και μέσα στις πιο αντίξοες συνθήκες των σλαβικών επιδρομών και, θα έλεγα, ακόμα υστερότερα, κατά τη μακρόχρονη δουλεία.

Η βυζαντινή Θεσσαλονίκη είναι αναμφισβήτητα άλλωστε η πρώτη πόλη που έχει τα χαρακτηριστικά της Ευρώπης. Και αυτό γιατί πρώτη αυτή, όντας ελληνογεννημένη, έχοντας ένδοξο ρωμαϊκό παρελθόν [η ύπαρξη των μνημείων της το αποδεικνύει], πρώτη στην Ευρώπη, η ελληνορωμαϊκή αυτή πόλη δέχθηκε το ευαγγέλιο του χριστιανισμού από τον Απόστολο των Εθνών Παύλο, συμπληρώνοντας έτσι τα στοιχεία που απαρτίζουν τον ευρωπαϊκό κόσμο.

Και αυτό γιατί Ευρώπη είναι εκεί όπου το όνομα του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα, του Κικέρωνα και του Οράτιου, του Παύλου και του Μωυσή έχουν βάρος και σημασία. Αυτά γράφει, όχι κάποιος Έλληνας ή ελληνοκεντρικός μελετητής, αλλά ο Paul Valery, προκειμένου να δώσει τον λειτουργικό και πολιτιστικό ορισμό της Ευρώπης. Η Ευρώπη πολιτιστικά, κατά τον Valery, στηρίζεται και τρέφεται από το αρχαιοελληνικό ορθολογιστικό επίτευγμα, από τη ρωμαϊκή οργανωτική και νομοθετική διευθέτηση και από την ιουδαϊκοχριστιανική πνευματικότητα. Χαρακτηριστικά δηλαδή τα οποία ο ιστορικός βίος της Θεσσαλονίκης κράτησε ως τις μέρες μας και που κάνουν έτσι τη Θεσσαλονίκη πολιτιστικά το πρώτο αναμφισβήτητα ευρωπαϊκό πόλισμα.

Η εισαγωγή αυτή, όχι για να τονίσω τα γνωστά και αυτονόητα, αλλά για να ψέξω έμμεσα και βιαστικά τους φίλους Ευρωπαίους που με το υπό σύσταση «Μουσείο της Ευρώπης» ετοιμάζονται να διαπράξουν το κατεξοχήν σκάνδαλο· να παραχαράξουν δηλαδή την ιστορική αλήθεια, παραγνωρίζοντας τη σημασία του Βυζαντίου για τη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι. Εκφράζεται δυναμικά η παρουσία της Θεσσαλονίκης σχεδόν χωρίς διακοπή στον οικονομικό και στον πνευματικό τομέα και ακτινοβολεί σε χώρους ευρύτερους της άμεσης περιοχής της, δηλαδή πέρα από τη Μακεδονία και τη Θράκη, σε όλα σχεδόν τα Βαλκάνια. Ο ελληνοπρεπής χώρος των λεγάμενων Βαλκανίων γνωρίζει από τον 4ο αιώνα το βυζαντινό μόρφωμα και αυτό παραλαμβάνουν οι νεήλυδες βαρβαρικοί πληθυσμοί που θα εγκατασταθούν προοδευτικά εκεί. Πρώτα ως σύμμαχοι (φοιδεράτοι) των Βυζαντινών και έπειτα ως ανεξάρτητοι και αντιμαχόμενοι την αυτοκρατορία.

Ποια άλλη καλύτερη απόδειξη των λεγομένων μου από το ότι τα πρώτα επίσημα κείμενα του νεοσύστατου βουλγαρικού κράτους είναι γραμμένα ελληνικά [μιλώ βέβαια για τις πρωτοβουλγαρικές λεγάμενες επιγραφές που, ειρωνεία της τύχης, μνημονεύουν ακριβώς βουλγαρικές νίκες κατά του Βυζαντίου].

Έγινε, ελπίζω, αντιληπτό ότι η ελληνογενής πολιτιστική εμπειρία, η εμπλουτισμένη με το ρωμαϊκό διοικητικό βίωμα που διατηρεί το Βυζάντιο στα εδάφη αυτά ως τη «βαρβαροποίησή» τους -χρησιμοποιώ τον όρο καταχρηστικά, για να δηλώσω τα χρόνια της Τουρκοκρατίας- αποτελεί την πρώτη πολιτιστική ομοιογένεια των πληθυσμών της χερσονήσου του Αίμου, που αφήνει βέβαια τα χνάρια της στις μετέπειτα εξελίξεις και ανακατατάξεις της περιοχής.

Επιφανής λοιπόν η θέση της Θεσσαλονίκης από την ίδρυσή της σχεδόν, φτάνει στο κορύφωμα της αίγλης κατά τη βυζαντινή περίοδο, τότε ακριβώς που η Αθήνα, για να συνεχίσω τη σύγκριση, μετατρέπεται σε ένα «λασποχώρι» σχεδόν, όπως χαρακτηριστικά διατείνεται ο λόγιος μητροπολίτης της του τέλους του 12ου αιώνα Μιχαήλ Χωνιάτης, ο λανθασμένα λεγόμενος Ακομινάτος, αδελφός του τότε πρωθυπουργεύοντος Νικήτα. 

Όπως είναι γνωστό, η παρακμή του αρχαίου κόσμου στην Ελλάδα ταυτίζεται με την εξαφάνιση του αστικού βίου και τον αφανισμό πολυάριθμων αρχαίων πολισμάτων. Η μετατόπιση του άξονα της πολιτικής δράσης από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, με την ίδρυση της Βυζαντινής λεγάμενης αυτοκρατορίας, περιθωριοποίησε τα ελλαδικά εδάφη, που ως «Κατωτικά»τώρα μέρη βρέθηκαν έξω από τη σφαίρα των αποφάσεων αλλά και των ενδιαφερόντων της Κωνσταντινούπολης.

Εξαίρεση στον κανόνα αυτό αποτελεί η Θεσσαλονίκη και η άμεση περιοχή της, πρωτεύουσα τότε ακόμη του Ιλλυρικού [θα λέγαμε σήμερα των ρωμαϊκών Βαλκανίων] και σταθμός καίριος της Εγνατίας, της αρτηρίας που συνέδεε τις δύο αυτοκρατορικές πρωτεύουσες, την Κωνσταντινούπολη και Νέα Ρώμη με την Παλαιά και πάντα συμπρωτεύουσα αρχαία Ρώμη. Η στρατηγική αυτή θέση της Θεσσαλονίκης εξηγεί πολυπληθείς πτυχές της βυζαντινής ιστορίας της πόλης αυτής. Να αναφέρω συνοπτικά την αντίσταση που αποτελεσματικά αντέταξε στους από βορρά επιδρομείς. Εννοώ βέβαια τους Σλάβους ιδιαίτερα που είχαν καταφέρει να εγκατασταθούν στην περιοχή, αποδιοργανώνοντας τη βυζαντινή διοίκηση και αγροτοποιώντας τα πρώην περίλαμπρα αστικά κέντρα, χωρίς να πετύχουν ωστόσο, παρά τις πολυάριθμες πολιορκίες τους να κυριεύσουν τη Θεσσαλονίκη, που προστάτευε ακούραστος ο Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλύτης. Δικαιωματικά η βυζαντινή κατά βαρβάρων αντίσταση στη χερσόνησο του Αίμου έχει για αφετηρία, αλλά και για κέντρο τη Θεσσαλονίκη. 

Προοδευτικά, παρά τις επιδρομές που κατάφεραν τα κτυπήματα κατά της οικονομικής, της εμπορικής και της πνευματικής υπόστασης της πόλης, κτυπήματα που καταγράφονται και στην οικοδομική και πολεοδομική παρακμή της [π.χ. η παρακμή της Εγνατίας οδού και η οικοδομική χρήση του δαπέδου της], η Θεσσαλονίκη αποβαίνει ο ναυτικός και οδικός κόμβος της ευρύτερης περιοχής με όλα τα συνακόλουθα: την πληθυσμιακή και δημογραφική ανάπτυξη, τις επαφές με τον γύρω κόσμο και με την κοσμοπολίτικη θα λέγαμε χροιά του όλου βίου της. Σταθμός η Θεσσαλονίκη ανάμεσα στην Παλαιά και στη Νέα Ρώμη αναδεικνύεται στο κατεξοχήν σταυροδρόμι τού υπό επεξεργασία νέου ευρωπαϊκού κόσμου· το λιμάνι της είναι το μόνο επίνειο των χωρών της χερσονήσου του Αίμου. Αυτό τουλάχιστον δηλώνουν τόσο οι παράκτιες αρχές που έχουν έδρα τη Θεσσαλονίκη, εννοώ τους «αβυδικούς άρχοντες», εντεταλμένους στη ναυτική φύλαξη της πόλης και τους κομμερκιαρίους και λιμενοφύλακες τους επιφορτισμένους με τον εμπορικό έλεγχο.

Και αυτό τέλος υπογραμμίζει ο βυζαντινοβουλγαρικός πόλεμος που ξέσπασε στα χρόνια του Λακαπηνού (10ος αιώνας) λόγω της μετακίνησης του βουλγαρικού εμπορίου από την Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη. Περιττό βέβαια να θυμίσω ότι η Θεσσαλονίκη είναι το βασικό στρατηγείο όλων των πολεμικών βυζαντινών δυνάμεων εντός ευρωπαϊκού εδάφους [ο Δομέστικος της Δύσεως έχει για έδρα του την πόλη], πράγμα που προσθέτει, λόγω της συχνής συγκέντρωσης μισθοφορικών δυνάμεων στην περιοχή, στον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της πόλης. Αυτός ακριβώς ο διεθνής θα μπορούσε να πει κανείς χαρακτήρας της διαφαίνεται επίσης από τα εμπορεύματα που συσσωρεύονται στην αγορά της. Πληροφορίες για αυτό παρέχουν άφθονες τα κείμενα που γράφτηκαν μετά τις αλώσεις της Θεσσαλονίκης και την καταστροφή της ευδαιμονίας της από διαφόρους εχθρούς της. Αναφέρομαι στο κείμενο του Καμενιάτη για την άλωση της πόλης από τους Άραβες πειρατές το 904· στο έργο του μητροπολίτη Ευσταθίου για την άλωσή της από τους Νορμανδούς (1185) και τέλος στον Ιωάννη Αναγνώστη που περιέγραψε την τουρκική επέλαση κατά της πόλης (1430).

Αυτή τη σπουδαιότητα, τόσο στον εμποροοικονομικό τομέα όσο και στον πολιτικό, στρατιωτικό και διπλωματικό, θα τη διατηρήσει η Θεσσαλονίκη καθ' όλη τη βυζαντική περίοδο της ιστορίας της, όπως αποδεικνύει όχι μόνο η δυναστική πολιτική των Παλαιολόγων [εννοώ την εγκατάσταση στην πόλη αυτοκρατορικών γόνων με ευρείες δικαιοδοσίες], αλλά και η παρουσία Ιταλών εμπό ρων Λατίνων βουργησιανών (αυτά και πριν από τη λεγάμενη Φραγκοκρατία) και βέβαια οι εμπορικές συναλλαγές που διεξάγονται στην αγορά της Θεσσαλονίκης και όταν είχε τελείως χαθεί για το Βυζάντιο η Μικρασία, με εμπόρους Φιλαδελφηνούς και Βενετικούς. 

Αναφέρομαι σε ένα σχεδόν άγνωστο συμφωνητικό εμπορικής υφής, που περιγράφει όχι μόνο ταξίδι προς Θεσσαλονίκη και Φιλαδέλφεια, αλλά και Σμυρναίους που υπάγονται σε Βενετικό βάιλον. Αυτά συμβαίνουν στην κλεινή Θεσσαλονίκη του 14ου αιώνα παρ’ όλη την αναταραχή που προκαλούν οι εκεί εμφύλιες συρράξεις. Μεταξύ άλλων το κίνημα των Ζηλωτών, που από τη φύση του προδίδει κοσμοπολίτικο χαρακτήρα [ίσως το μόνο που εκδηλώθηκε με αιτήματα κοινωνικά στο Βυζάντιο] και φαίνεται ότι το υποκίνησαν τα υποδεέστερα κοινωνικά στρώματα ξένης καταγωγής, όπως, π.χ., οι Γάσμουλοι(Φραγκοέλληνες) και οι Σέρβοι που κατοικούσαν στην πόλη.

Είμαστε οπωσδήποτε σε μια εποχή αναταραχών, από την 'οποία επωφελούνται τα ξένα στοιχεία, όπως, π.χ., οι Βενετοί όσον αφορά την οικονομική και πολιτική εκμετάλλευση, αλλά και οι διχαστικοί φορείς της βυζαντινής κοινωνίας, που αυτή την εποχή τη συνταράσσουν οι δυναστικές, αλλά και οι ενωτικές και οι ανθενωτικές έριδες. Να σημειώσω εδώ παρεμπιπτόντως ότι ο γειτονικός Αθως, ο οποίος αποτελεί ασίγαστη εστία θρησκευτικής διαμάχης, έχει άκρως συμβάλει στη διεθνοποίηση της περιοχής. Η διεθνοποίηση έχει ως αντίκτυπο τη συγκέντρωση στη Θεσσαλονίκη διανοουμένων (Θωμάς Μάγιστρος, Κυδώνης, Καβάσιλας), που με το έργο τους καθίστανται αντάξιοι απόγονοι του Λέοντα του μαθηματικού, και ακόμη των Αποστόλων των Σλάβων· εννοώ βέβαια τους Θεσσαλονικείς αδελφούς μοναχούς, τον Κύριλλο και τον Μεθόδιο.

Να θυμηθούμε ότι είναι αυτοί που πέτυχαντον εκχριστιανισμό των σλαβικών πληθυσμών, εντάσσοντας έτσι τα σλαβικά φύλα στον ευρωπαϊκό κόσμο, απαραίτητος αυτός όρος για την όποια Πολιτιστική ή πολιτική ενοποίηση της γηραιάς Ηπείρου. Ευστοχό τατα ο πάπας ανακήρυξε τον Κύριλλο και τον Μεθόδιο προστάτες Αγίους της Ευρώπης και η ημέρα του εορτασμού τους συμπίπτει με την ημέρα της Ευρώπης. Και μόνο αυτό το γεγονός θα αρκούσε για να αποδείξει με τον συμβολισμό ως καρδιά της Ευρώπης και όχι μόνο ως σταυροδρόμι της, την κλεινή, την «πολυδέγμονα» Θεσσαλονίκη.

«Ουκ αγνοείτε λοιπόν οποία και πηλίκη τυγχάνει η Θεσσαλονικέων μητρόπολις», ιδιαίτερα κατά την πιο ένδοξη εποχή της, τη βυζαντινή. Αρκεί να αναφέρουμε μερικά από τα ονόματα και τα επίθετα που χαρακτηρίζουν κατά καιρούς τη Θεσσαλονίκη, όπως τα πρεσβυτάτη και λαμπρότατη, πολυάνθρωπος και ευανδρής, επίθετα που οφείλει σε επισήμους και αφανείς θαυμαστές και μελετητές της, για να περιγράφουμε κατά τον λακωνικότερο τρόπο τους κυριότερους σταθμούς της ιστορίας της. Ωστόσο πρέπει πάνω από όλα να τονίσουμε ότι η Θεσσαλονίκη σε όλες τις εποχές του βίου της ταυτίζεται με την ιστορία της όλης Μακεδονίας, της οποίας ονομάζεται πρωτεύουσα και μήτηρ.

Είναι αναμφισβήτητο ότι η Θεσσαλονίκη είναι [σχεδόν από την ίδρυσή της και παρά την έγκριτη θέση της Πέλλης και των Αιγών κατά την εποχή των Μακεδόνων βασιλέων] το πιο περίλαμπρο αστικό κέντρο, καθώς και η κοινωνικοοικονομική, πνευματική αλλά και διοικητική αναφορά της όλης περιοχής. Από την άποψη αυτή δεν έπαψε να συγκρίνεται με την κατεξοχήν Βασιλίδα των πόλεων, εννοώ την Κωνσταντινούπολη, της οποίας τη θέση έφτασε κάποτε και να διεκδικήσει. Να θυμίσω παρεμπιπτόντως ότι η παράδοση θέλει τον Μεγάλο Κωνσταντίνο να διαλέγει αρχικά τη Θεσσαλονίκη για να κτίσει την πόλη του. Το σχέδιο αυτό δεν υλοποιήθηκε γιατί η τότε Ρωμαϊκή -αλλά Βυζαντινή πια - αυτοκρατορία αντιμετώπιζε τις επιθέσεις των βαρβαρικών φύλων που έφταναν από την Ασία και τον βορρά, αλλά και την απειλή τής τότε κραταιάς αντιπάλου της, της αυτοκρατορίας των Περσών Σασσανιδών. Για να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά οι επιθέσεις αυτές, έπρεπε να δημιουργηθεί στρατιωτικό κέντρο που θα μπορούσε να ελέγξει συγχρόνως τα εκ βορρά βαρβαρικά φύλα και τα εξ ανατολών στρατεύματα των Περσών: η θέση της Κωνσταντιντούπολης μεταξύ Ευρώπης και Ασίας απέβη ιδεώδης.

Οπωσδήποτε η Θεσσαλονίκη, που έχαιρε περιωπής και κατά την κυρίως ρωμαϊκή περίοδο, έμεινε σε όλο τον βυζαντινό βίο της αντάξια των εγκωμιαστικών επιθέτων. Στάθηκε δηλαδή τότε όπως είναι και σήμερα: μήτηρ πάσης Μακεδονίας, ευανδρής και περιφανής, των άλλων υπερτερούσα ασυγκρίτως, η πάνυ λαμπρόν φαίνουσα υπό ουρανόν, η μεγίστη και πολυάνθρωπος, η μεγαλούπολις, η πρεσβυτάτη και λαμπροτάτη, η θεόσωστος, η μαρτυροφύλακτος, η αγιοφύλακτος πόλις, η καλή Θεσσαλονίκη, η αρχαιοτέρα της Κωνσταντινουπόλεως, η έχουσα τα πρεσβεία απέναντι στη Βασιλεύουσα.

Ας συγκρατήσουμε από όλα τα ηχηρά και μεγαλόστομα ονόματα το ότι η πόλις-Θεσσαλονίκη είχε θέση πραγματικά αυτοκρατορική ανάμεσα στις άλλες πόλεις του Βυζαντίου. Το μαρτυρούν οι συχνές διαμονές εδώ των βυζαντινών αυτοκρατόρων, όπως, π.χ., του Μεγάλου Κωνσταντίνου και του Θεοδοσίου· ακολούθησαν σε αυτό τη ρωμαϊκή παράδοση. Το μαρτυρεί επίσης η ύπαρξη ανακτόρων που βρίσκονταν, όπως και στην Κωνσταντινούπολη, σε σχέση τοπογραφική με τον ιππόδρομο. Η αρχαιολογική σκαπάνη πλούτισε σημαντικά τα τελευταία χρόνια τις γνώσεις μας για τη Θεσσαλονίκη, μολονότι δεν έφερε ακόμη στο φως τα αδιάψευστα παλατινά κατάλοιπα.Έτσι η υπόθεση του J. Μ . Spieser, που νομίζει ότι η αψίδα του Γαλερίου και το Οκτάγωνο πρέπει να θεωρηθούν τμήματα του ανακτορικού χώρου, μου φαίνεται άξια προσοχής. Παρεμπιπτόντως ας θυμηθούμε ότι στον βίο του Αγίου Δομνίνου αναφέρεται ο αυτοκράτωρ Μαξιμιανός ως «κτίζων βασίλεια εν Θεσσαλονίκη».

Είναι βέβαια γνωστή η εξέχουσα θέση που ανήκει στη Θεσσαλονίκη για ό,τι αφορά τα πράγματα του δυτικού βυζαντινού κό σμου. Δεν θα σταθώ λοιπόν σε αυτό το κεφάλαιο παρά μόνο για να τονίσω ακόμη μια φορά κάτι που συχνά οι βυζαντινολόγοι παραβλέπουν: τη βαθιά δηλαδή διαφοροποίηση μεταξύ της βυζαντινής Ανατολής και της βυζαντινής Δύσης, διαφοροποίηση που βρίσκουμε όχι μόνο στους διοικητικούς θεσμούς και στη γενική κρατική οργάνωση, αλλά κυρίως στις πολιτιστικές παραδόσεις, στις καλλιτεχνικές και πνευματικές γενικά πραγματώσεις, και βέβαια στις οικονομικές και κοινωνικές δομές και υποδομές. Και αυτό για να μη μιλήσω για τα διαφορετικά πληθυσμιακά ρεύματα, την πολυεθνική καταγωγή των πληθυσμών της αυτοκρατορίας, πράγμα που, τουλάχιστον στο Βυζάντιο, δεν αποτελεί εμπόδιο για την πλήρη συμμετοχή στα ελληνορωμαϊκά εκπολιτιστικά πρότυπα και επιτεύγματα.

Ας θυμηθούμε ότι με περηφάνια ο Τζέτζης, συγγραφέας του 12ου αιώνα, τονίζει τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της Κωνσταντινούπολης και του Βυζαντίου λέγοντας: «εισίν έθνους του σύμπαντος οι νέοντες την πόλιν Κωνσταντίνου». Η διάκριση μεταξύ βυζαντινής Ανατολής και βυζαντινής Δύσης επιτρέπει να τοποθετήσουμε τη Θεσσαλονίκη παράλληλα και απέναντι στην Κωνσταντινούπολη, απέναντι δηλαδή στο κατεξοχήν κέντρο του βυζαντινού κόσμου και βέβαια στον χώρο και στο ση μείο όπου τα πάντα συγκλίνουν και όπου τα πάντα αναφέρονται. 

Η Θεσσαλονίκη μέσα σε αυτά τα ιστορικογεωγραφικά δεδομένα, απέναντι δηλαδή στην Κωνσταντινούπολη, το περισσότερο που μπορεί να ονειρευτεί και να διεκδικήσει είναι ο δεύτερος ρόλος, να είναι δηλαδή η πρώτη μετά τη μεγάλη, όπως γράφει ο Κατακουζηνός και επαναλαμβάνει αργότερα ο Αναγνώστης, χωρίς εντούτοις η διεκδίκηση αυτή να είναι σύμφωνη, τουλάχιστον σε όλες τις εποχές της βυζαντινής ιστορίας, με τα ιστορικά δεδομένα. 

Άλλες σημαίνουσες πόλεις, κυρίως της βυζαντινής Ανατολής, διεκδικούσαν τα δευτερεία και μάλιστα θα έλεγα και τα πρωτεία απέναντι στην Πόλη [όπως, π.χ., η Αλεξάνδρεια], και αυτό παρόλο που η δραματική ιστορία της βυζαντινής Ανατολής, λόγω της αραβικής κατάκτησης, οδήγησε λίγο βιαστικά τους ιστορικούς να δεχθούν ασυζητητί τη διαπίστωση: Θεσσαλονίκη, δεύτερη πόλη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η θέση αυτή της Θεσσαλονίκης ως δεύτερης πόλης της αυτοκρατορίας είναι αναμφισβήτητη, κυρίως κατά τους ύστερους βυζαντινούς χρόνους και όταν η βυζαντινή Ανατολή αντιμετώπιζε πια την τουρκική ισλαμική πρόοδο. 

Οπωσδήποτε δεν μου φαίνεται η σύγκριση με την Κωνσταντινούπολη να προσθέτει κάτι το ουσιαστικό στη γνώση της θεσσαλονίκειας πραγματικότητας. Η σπουδαιότητα του χώρου και του αστικού κέντρου της Θεσσαλονίκης αξιολογείται άσχετα από την κατάσταση της βυζαντινής πρωτεύουσας. Μάλλον θα πρέπει να εξετασθεί και να ερευνηθεί από τη σκοπιά του ανοίγματος νέων οριζόντων δράσης που προσέφερε η Θεσσαλονίκη στο Βυζάντιο και στην πρωτεύουσά του. Νέες δυνατότητες σε πεδία και σε κλάδους νέους που, χωρίς το θεσσαλονίκειο έργο, θα έμεναν απροσπέλαστες για τον βυζαντινό κόσμο. Αναφέρομαι στον ρόλο που έπαιξε η Θεσσαλονίκη στην επιμήκυνση της ακτίνας δράσεως των Βυζαντινών προς λαούς και προς χώρους τους οποίους η Κωνσταντινούπολη δεν θα μπορούσε να επηρεάσει διαφορετικά. Μόνο με τον τρόπο αυτό μπορεί κανείς να δείξει πως κάποτε η Θεσσαλονίκη έπαιξε αυτόνομο ρόλο στην επαφή των διαφόρων περιοχών του ρωμαϊκού και βυζαντινού κόσμου, κυρίως όταν οι τύχες της Κωνσταντινούπολης βρίσκονταν σε ξένα χέρια [π.χ. στην εποχή των Σταυροφοριών] ή όταν οι στρατιωτικές συνθήκες, οι διοικητικές υποχρεώσεις, οι φορολογικές επιβαρύνσεις ανάγκαζαν αυτούς που είχαν για μέλημα τις κάθε είδους ανταλλαγές να αναζητήσουν δρομολόγια που αγνοούσαν ή που απόφευγαν τη βυζαντινή πρωτεύουσα με τους υπαλλήλους της και με τον γραφειοκρατικό λεπτολόγο μηχανισμό της. Οπωσδήποτε φυσική θέση της Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο του βυζαντινού κόσμου ήταν η Πρωτοκαθεδρία της πόλης αυτής σε ό,τι σχετίζεται με τα πράγμα τα της βυζαντινής Δύσης, πρωτοκαθεδρία που έκανε τον βιογράφο της αγίας Θεοδώρας να ονομάσει τη Θεσσαλονίκη, μητέρα των Εσπερίων, μητέρα της ηγεμονίας της Δύσεως. 

Η διαίρεση του βυζαντινού κράτους σε διοικητική μονάδα Δύσεως, δηλαδή της βυζαντινής Ευρώπης, και σε διοικητική μονάδα Ανατολής, δηλαδή της βυζαντινής Ασίας, όπως τονίζει ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος στο Περί θεμάτων, περιγράφει και αποκρυσταλλώνει τη διαφοροποίηση των δύο γεωγραφικών οντοτήτων της αυτοκρατορίας που είχαν διαφορετικές καταβολές όπως είπαμε, πράγμα το οποίο η ορθόδοξος εκκλησία γνώριζε ήδη από παλιά. Η διαίρεση αυτή μπορεί να απαλύνει, αλλά -και αυτό εξαρτάται από την εκάστοτε πολιτική κατάσταση- μπορεί και να οξύνει τις αντιθέσεις που πιθανώς χωρίζουν τους δυτικούς και τους ανατολικούς πληθυσμούς του κράτους, όπως, π.χ. συνέβη με την εικονομαχία.

Οπωσδήποτε ο ρόλος της Κωνσταντινούπολης ως γεωγραφικού και ως πολιτικού κέντρου ήταν να συντονίσει τη δημόσια ζωή όλων των μερών του βυζαντινού κόσμου και βέβαια να τους εξασφαλίσει την ομαλή και ειρηνική διαβίωση. Ο ρόλος του διαιτητού τον οποίο κλήθηκε να παίξει η Κωνσταντινούπολη ίσως βοήθησε στη διαμόρφωση άλλων κέντρων που στάθηκαν βασικοί φορείς των ελπίδων και των κατορθωμάτων των πληθυσμών των διαφόρων επαρχιών. Πόλεις της Δύσης καιτης Ανατολής αναγνωρίστηκαν από τους τοπικούς πληθυσμούς σαν αμύντορες των συμφερόντων τους εμπρός στη Βασιλεύουσα· και αυτό ώσπου αποκαρδιωμένες οι επαρχίες από την ατασθαλία της κωνσταντινοπολίτικης διοίκησης έθρεψαν τάσεις αυτονόμησης με πόλο πάντοτε το αστικό κέντρο που στους κόλπους του έκλεινε τον μηχανισμό της δημόσιας ζωής. Η φυγόκεντρος αυτή τάση χαρακτηρίζει βέβαια τις περιόδους παρακμής της κεντρικής εξουσίας.

Η Θεσσαλονίκη δεν απέφυγε τον πειρασμό της ανεξαρτητοποίησής της από την Κωνσταντινούπολη. Η Βασιλεύουσα όμως δεν παρέ- βλεψε τον πρωτεύοντα ρόλο της Θεσσαλονίκης στη Δύση, παρ’ όλους τους αναβρασμούς που γνώρισε η Μακεδονία ιδιαίτερα κατά τις δυναστικές κρίσεις του 14ου αιώνα και κατά το κίνημα των Ζηλωτών την ίδια εποχή.

Είναι αναμφισβήτητο οπωσδήποτε ότι η Θεσσαλονίκη έγινε στο πλαίσιο του βυζαντινού κόσμου το κέντρο της Δύσης, το κέντρο της βυζαντινής Ευρώπης, που είδε τόσο τα στρατιωτικά της συμφέροντα, την ασφάλεια, την άμυνα, την υπεράσπισή της γενικά, όσο και τα οικονομικά της ενδιαφέροντα, να βρίσκουν στην πόλη της Θεσσαλονίκης, όχι μόνο το κέντρο των διοικητικών αποφάσεων, αλλά και τη βάση για νέα ξεκινήματα εθνικού, κοινωνικού και οικονομικού περιεχομένου. Η ευανδρής και καλή Θεσσαλονίκη είχε το ανθρώπινο δυναμικό, το υλικό υπόβαθρο, κυρίως ύστερα από τον εκχριστιανισμό και τον εκβυζαντινισμό των γύρω σλαβικών φύλων, είχε τη δυνατότητα να παίξει όλο και πιο δυναμικά και σίγουρα τον ρόλο μιας δεύτερης πρωτεύουσας. Να θυμίσω ότι ο Μιχαήλ Σύρος θεωρεί τη Θεσσαλονίκη πρωτεύουσα της Ιταλίας. Κατάλοιπο ίσως αυτό της εποχής που ήταν πρωτεύουσα του Ιλλυρικού, όλης δηλαδή της χερσονήσου του Αίμου. Η διοικητική προσάρτηση της Μακεδονίας στην επαρχία του Ιλλυρικού, από την οποία εξαρτάται και η βυζαντινή Ιταλία και ιδιαίτερα η τοποθέτηση της έδρας του Ιλλυρικού στη Θεσσαλονίκη, δείχνει πράγματι τον σημαίνοντα ρόλο που διαδραματίζει η Μακεδονία ως πόλος μεταξύ Ευρώπης και Ασίας στην οργάνωση των πραγμάτων της ιουστινιάνειου εποχής, αλλά και μετέπειτα.

Η επιτυχία των σλαβικών επιδρομών κατά τον 7ο αιώνα [η Θεσσαλονίκη σώθηκε χάρη στις θαυματουργικές επεμβάσεις του Αγίου Δημητρίου, εξού και Μαρτυροφύλακτος] αποξενώνει κάπως το Βυζάντιο από τις δυτικές του κτήσεις και αποδυναμώνει για μια περίοδο τον ρόλο που η Μακεδονία, και ιδιαίτερα το ζωτικό της κέντρο, η Θεσσαλονίκη, είχε επωμισθεί στην αυτοκρατορική άμυνα.

Αυτό, ώσπου η αναζωογόνηση των βυζαντινών δυνάμεων να προσδώσει στην αυτοκρατορία τη δυνατότητα να αναλάβειτο βαθύτατο εκπολιτιστικό έργο του εκβυζαντινισμού των Σλάβων που είχαν εισδύσει στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Ο εκβυζαντινισμός αυτός οφείλεται κυρίως στον Μιχαήλ Γ', αλλά για λόγους οικογενειακής ματαιοδοξίας ο αυτοκράτορας Λέων ο Σοφός στα Τακτικά του θέλειτο έργο αυτό να είναι του πατέρα του, του Βασιλείου Α Μακεδόνα.

Οπωσδήποτε το εκπολιτιστικό αυτό έργο επιτεύχθηκε με την ένταξη τωνΣκλαβήνωνστη Θεματική βυζαντινή διοίκηση , με τον εξελληνισμό τους [την υιοθέτηση δηλαδή της ελληνικής γλώσσας], και πάνω απ’ όλα με τον εκχριστιανισμό των Σλάβων και των εκτός Βυζαντίου, χάρη στο αποστολικό έργο των Μακεδόνων ισαποστόλων Κυρίλλου και Μεθοδίου και των μαθητών τους. 

Στην ειρήνη που επικρατεί μετά τον εκβυζαντινισμό των εντός της αυτοκρατορίας Σκλαβήνων και χάρη στην επέκταση της βυζαντινής επιρροής προς τους εκτός της αυτοκρατορίας σλαβικούς πληθυσμούς [αποτέλεσμα του εκχριστιανισμού των Βουλγάρων κατά τα 863/4 και του ευαγγελισμού των Μ οράβων και των Ρώσων αυτής της εποχής, μολονότι οι Ρώσοι τοποθετούν για λόγους εθνικοπολιτικούς έναν αιώνα αργότερα τον εκχριστιανισμό τους], αλλά και χάρη στην εδραίωση της βυζαντινής εξουσίας στην Κάτω Ιταλία, η Μακεδονία και ιδιαίτερα η πρωτεύουσα πόλη της γίνονται από τα τέλη κιόλας του 9ου αιώνα κεντρικός πυρήνας του Βυζαντίου.

Η Εγνατία οδός, που οι σλαβικές επιδρομές είχαν οδηγήσει σε μερική εγκατάλειψη, ξαναβρίσκει τον ρυθμό διεθνούς αρτηρίας. Η Θεσσαλονίκη αναδείχνεται γρήγορα ως μεγάλο κοσμοπολίτικο κέντρο, διεθνής εμπορική αγορά, πραγματικό σταυροδρόμι οδικού δικτύου που ενώνει την Κωνσταντινούπολη με την Ιταλία, χάρη στην Εγνατία οδό, αλλά και του δρόμου που από τα παράλια του βόρειου Αιγαίου οδηγεί στις χώρες του Δούναβη και στην Κεντρική Ευρώπη. Ο διαβαλκανικός αυτός δρόμος από το Αιγαίο προς τον Δούναβη και την κεντρική Ευρώπη είναι γνωστός από ένα σπανιότατο γεωγραφικό κείμενο που διέσωσε χάρη στην αρχαιομανία του ο Κωνσταντίνος Ζ'Πορφυρογέννητος στο «Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν». Το κεφάλαιο 42 του DeAdministrando Imperio μας παραδίδει ακριβώς το οκταήμερο δρομολόγιο μεταξύ Θεσσαλονίκης και Βελιγραδιού, αλλά και τους διά του Δούναβη σταθμούς του ταξιδιού, όχι μόνο προς τον βορρά καιτην Ευρώπη, αλλά προς τη Ρωσία και προς τις χώρες του Εύξεινου Πόντου [την Κριμαία] και του Καυκάσου. Στον οριζόντιο δρόμο της Εγνατίας προστίθεται έτσι η κάθετη διαβαλκανική αρτηρία με προέκταση στις παρευξείνιες χώρες. Στη συνάντησή τους βρίσκεται η Θεσσαλονίκη · στο λιμάνι της συγκλίνουν επίσης οι ναυτικοί δρόμοι που από τηναιγαιακή Μικρά Ασία και τα λιμάνια της Ανατολής, βυζαντινής είτε αραβικής, οδηγούν στα Βαλκάνια και στην Ιταλία. Συναπάντημα των δρόμων που συνδέουν το Βυζάντιο με την Ιταλία και την κεντρική και δυτική Ευρώπη με τις σλαβικές χώρες, μη εξαιρουμένης της Ρωσίας, αλλά και με τον ανατολικό αραβικό κόσμο, η Θεσσαλονίκη γίνεται γρήγορα κέντρο που συναγωνίζεται σε κίνηση την ίδια την Κωνσταντινούπολη.

Η ακμή της Μακεδονίας θα συνεχιστεί καθ’ όλη την περίοδο της λεγάμενης μακεδονικής δυναστείας, που κατάφερε, όπως λέει το επιτάφιο επίγραμμα του Βασιλείου Βουλγαροκτόνου, να φέρει τα αυτοκρατορικά σύνορα από την Ιταλία στον Ευφράτη και στον Καύκασο και πέρα από τον Δούναβη. Η νέα αυτή γεωγραφική διαμόρφωση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας καθιστά τη Μακεδονία κεντρώο χώρο στρατιωτικής ισχύος και πνευματικής ακτινοβολίας. Σύμφωνα με το αρχέτυπό της, την Κωνσταντινούπολη, και όπως έκανε και η ομόλογός της στην Ανατολή Αντιόχεια, για να μη μιλήσω για την'Εφεσσο, τη Σμύρνη και τις άλλες μεγάλες μικρασιατικές πόλεις, η Θεσσαλονίκη απέκτησε γρήγορα όψη κοσμοπολίτικου κέντρου, που από κόμβος του οδικού δικτύου που συνέδεε τις ευρωπαϊκές περιοχές μεταξύ τους — εννοώ κυρίως την Εγνατία οδό— έγινε γρήγορα το πραγματικό σταυροδρόμι ολό κλήρου του βυζαντινού κόσμου και, ακόμα περισσότερο, σταθμός και τέρμα των επικοινωνιών με τον έξω βυζαντινό χώρο, τη δυτική Ευρώπη, τις σλαβικές χώρες [χωρίς να εξαιρεθεί η Ρωσία] και τον αραβικό κόσμο, ασιατικό και βορειοαφρικανικό. Βέβαια αυτή ήταν η κατάσταση την εποχή που βρίσκει τη βυζαντινή Θεσσαλονίκη στην κορυφή της εξέλιξής της, όταν, όπως διαβάζουμε στονΤιμαρίωνα [κείμενο του 12ου α ιώνα], συνέρρεαν στα Δημήτρια, στη δεκαήμερη δηλαδή εμποροπανήγυρη που γινόταν στο τέλος του Οκτώβρη μαζί με τη γιορτή του Αγίου, «ου μόνον αυτόχθων όχλος και ιθαγενής, αλλά πάντοθεν και παντοίως Ελλήνων των απανταχού [είναι η πρώτη φορά που ο όρος'Ελλην δεν σημαίνει ειδωλολάτρης], Μυσών [δηλαδή των Βουλγάρων] των παροικούντων, γένη παντοδαπά Ίστρου μέχρι και Σκυθικής [δηλαδή Ρωσίας], Καμπάνων, Ιταλών, Ιβήρων, Λυσιτανών και Κελτών των επέκεινα των Άλπεων».

Αλλά και ας πάμε λίγους αιώνες πίσω, στις αρχές δηλαδή του ΐοου αιώνα, όταν ο Καμενιάτης μιλά ήδη για το προς τους Σκύθας διά των εμπορικών μεθόδων «συναμείγνυσθαι» και κυρίως μιλά για τον παμμιγή όχλον των τε αυτοχθόνων και των άλλων επιξενουμένων, «όχλος παμμιγής» που διοδεύει την αγορά και τους δρόμους της Θεσσαλονίκης για τις εμπορικές του συναλλαγές.

Η πλούσια αγορά της Θεσσαλονίκης όπου βρίσκει κανείς πραγματείες κάθε είδους αφθονίες της γεωργίας, λέει ο ίδιος συγγραφέας, και χορηγίες της εμπορίας, υφάσματα σηρικά (δηλαδή μεταξωτά) και εξ ερίων [δηλαδή μάλλινα], χρυσίου και αργυρίου και λίθων τιμίων, παμπληθείς θησαυρούς· η αγορά λοιπόν αυτής της πόλης συνδυασμένη με τη χάρη του Μεγαλομάρτυρα προσελκύει προσκυνητές εμπόρους από όλο τον κόσμο. Γίνεται όμως και στόχος πειρατικών επιδρομών, όπως, π.χ, το 904, όταν Άραβες κουρσάροι κατέκτησαν την πόλη και αιχμαλώτισαν πλήθος άμετρον των κατοίκων της. Ο Άγιος Φαντίνος θα φτάσει από την Καλαβρία της Ιταλίας στη Θεσσαλονίκη μέσω Αθηνών και Λαρίσης [δεν ακο λούθησε την Εγνατία οδό].

Ο επίσκοπος Θηβών της Αφρικής θα καταφύγει από την Ελλάδα στη Θεσσαλονίκη θαυματοσωσμένος από τον Αγιο Δημήτριο, ενώ αργότερα ο Θεόδωρος Στουδίτης (796) και ο Γρηγόριος Δεκαπολίτης (831-838) θα φτάσουν στη Θεσσαλονίκη από την Ασία και αυτό με φόβο να γνωρίσουν τον κίνδυνο των οδοστατών Σκλαβήνων του Στρυμόνος, Σκλαβηνούς που αναφέρει και ο πολύς Λουιτπράνδος, πρεσβευτής του Γερμανού αυτοκράτορα (αρχές 10ου αιώνα). Να συμπεράνουμε ότι η επικοινωνία της Θεσσαλονίκης με τον έξω κόσμο υπόκειται στις διακυμάνσεις των πολιτικών και των στρατιωτικών καταστάσεων, όχι μόνο της άμεσης περιοχής της Θεσσαλονίκης, αλλά και όλων των ιστορικών γεγονότων που διαδραματίζονται στη βυζαντινή Δύση;

***

Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ -  Γιατί το Βυζάντιο