Ανρί Μπαρμπύς - Ο δάσκαλος

Ανρί Μπαρμπύς - Ο δάσκαλος

Κάνει ζέστη. Ακούγονται οι μύγες που πατάνε και έτσι όπως έρχονται, σύννεφο, χλωμιάζουνε τη φλεγόμενη ατμόσφαιρα. Οι διαβάτες προσπαθούν να κρατηθούν, καθώς περπατάν, στην γραμμή της σκιάς που ρίχνουν στο πεζοδρόμιο τα γκρίζα σπίτια' βρισκόμαστε στην πλατεία του Καβάδα, ενός χωριού της επαρχίας του Σαντάντερ. Μοιάζει και αυτό σαν πολλά ισπανικά χωριά, από αυτά που βρί­σκονται κυρίως στη χώρα των Βάσκων.

Άλλη φορά, την εποχή που οι κάτοικοι φορούσαν τις τοπικές τους φορεσιές, το χωριό ήταν πολύ γραφικό, όμως και τώρα κρατάει ακόμα την γραφικότητά του και αυτή η χαρακτηριστική φωτεινή ξερασιά που επικρατεί στην Ισπανία με τις χτυπητές γωνιές και με  τους βαριούς τύ­πους των ανθρώπων, εδώ σε τούτο το μέρος φτάνει πραγματικά στο κορύφωμά της.

Ξέχωρα από το βουητό που κάνουν οι μύγες, ένα μεγάλο μουρμουρητό ρυθμικά και μονότονο, διαπερνάει τους τοίχους. Είναι το σχολειό. Το εσωτερικό τούτου του σχολείου, μοιάζει και αυτό, όπως τα εσωτερικά όλων των σχολείων του κόσμου: Τοίχοι καταθλιπτικοί, αυστηροί (δεν θ’ αλλάξει τούτο το καβούκι του σχολειού, παρά μόνον όταν, κάποτε, τα καταφέρει και η κοινωνία να αλλάξει το δικό της) , μικρά, μαύρα τραπεζάκια, τοποθετημένα σε σειρές, μικρά κεφαλάκια, μαύρα κι εκείνα (κύκλοι πάνω σε τετράγωνα) , και μέσα εκεί, ανάμεσα, ένας άνθρωπος που φαντά­ζει σα γίγαντας: ο δάσκαλος.

Αναπτύσσει σαν όλους του τους συναδέλφους όλης της γης, καταπληκτική εφευρετικότητα και υπομονή, για να τα καταφέρει να αρπάξει και να συγκεντρώ­σει, μια σταλιά, την προσοχή τριάντα μικρών κεφαλιών και να καταφέρει να βάλει μέσα τους ένα μικρό κομματάκι από την πελώρια εικόνα της πραγματικότητας.

Ο δάσκαλος του Καβάδα ονομαζόταν Μπαλνταμέρο Ζόρι .Ήταν ένας άνθρω­πος ήρεμος, απαλός, γλυκός, και όλοι λέγανε γι’ αυτόν: είναι ενσυνείδητος. Μέσα στο στενό περιβάλλον του χωριού, η ακρίβεια του είχε γίνει παροιμιακή. Αν τύχαινε να ’φτάνε κάποτε αργοπορημένος στο σπίτι του, ο καθένας θα ’βγάζε το συμπέρασμα πως το ρολόι του δεν πήγαινε καλά.

Καθώς είχαν οι ιδέες του την ίδια ακριβώς ειλικρίνεια που είχε και η ζωή του, αυτές οι ιδέες δεν άρεσαν σε όλους, κυρίως όσες είχαν σχέση με την αλληλεγγύη και την συνεργασία, και μερικοί λέγαν: Αυτός είναι κόκκινος. Ακόμα όμως και εκείνοι που δεν μπορούσαν καθόλου να καταλάβουν στο μέσα τους, κείνο το φτωχό τους «μέσα», των σκλάβων, πως γινόταν παράλληλα να ’ναι κόκ­κινος και έντιμος, τους ήταν αδύνατο να μην τον εκτιμάνε τούτον τον Μπαλνταμέρο Ζόρι.

Μα δεν ήταν το ίδιο με δυο σπουδαίες προσωπικότητες του Καβάδα, δύο ανθρώπους σκοτεινούς ,τον εφημέριο και τον βικάριό του .Αυτοί οι δυο τόσο περισσότερο μισούσαν το δάσκαλο, όσο πιο πολύ τους ήταν αδύνατο να ανακαλύψουν, κάτι εναντίον [εκτός βέβαια από τις αρχές του, τις σατανικές για την ελευθερία και τη γενική ευημερία]

Ο εφημέριος και ο βικάριος επαγρυπνούσαν στο σχολειό (που βέβαια είναι το εργαστήρι όπου δημιουργείται η επερχόμενη γενιά. Πρέπει λοιπόν να το κρατάς γερά στα χέρια, αν δεν θέλεις από αυτά τα χέρια να σου ξεφύγει το μέλλον).

Κάποτε είχε φανεί ένας άνθρωπος που τον λέγανε Φραντσίσκο Φερέρ και ήθελε να γλυτώσει τα σχολειά της Ισπανίας από την παλιωμένη σκιά των παπά­δων. Ο Φερέρ ντουφεκίστηκε. Τα βόλια του λιώσαν το κορμί προτού καλά - καλά προφτάσει να φωνάξει γιά τελευταία φορά ολόκληρη ετούτη τη φράση που στά­θηκε η υπέρτατη κραυγή όλης του της ζωής: Ζήτω το σχολειό!

Μετά από αυτή τη νίκη, οι παπάδες της Ισπανίας ρίχτηκαν με μεγαλύτερη λύσσα στο σχολειό, στηριγμένοι φυσικά στη βασιλική δυναστεία, που ολόκληρη η σειρά των πορτραίτων τους δείχνει την πλέον ντροπιασμένη και την πλέον εκπληκτική συλλογή από έκφυλους που φάνηκε ποτέ στην ιστορία έπειτα, στη συνέχεια, στηριγμένοι στην δικτατορία. Εκεί όπου οι στρατιωτικοί είναι βασι­λιάδες, βασιλεύουν οι παπάδες.

Να, λοιπόν, ένας τόπος, όπου όλος αυτός ο κόσμος ξαναγυρίζει στην εποχή της Ιερής Εξέτασης. Αυτοί οι θαυμάσιοι ρήτορες που θέλουν να πείσουν τους ανθρώπους του λαού, ότι έξω από τον νόμο της απαράγρα­πτης προόδου γίνονται όλο και πιο ελεύθεροι και πιο ευτυχισμένοι, καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια να μπορέσουν να στυλώσουν αυτές τις απαίσιες ανοησίες. Ο Εφημέριος και ο βικάριος, που ήταν η σκιά του εφημέριου, υποσχέθηκαν μίσος θα­νάσιμο σε τούτο το δάσκαλο, τον τόσο ειλικρινή και τόσο ανεξάρτητο, που επειδή ο κόσμος τον συμπαθούσε, γινόταν γι' αυτούς ακόμα πλέον επικίνδυνος. Και καθώς δεν μπορούσαν να βρουν τίποτα, ο,τι και να κάναν, ούτε στις ενέργειές του, ούτε στα λόγια του, που να είναι πραγματικά ανατρεπτικό, προσπαθούσαν να τον αρπάξουν με άλλον τρόπο.

Στην δύστυχη σημερινή Ισπανία, οι εφημέριοι έχουν το δικαίωμα να μπαί­νουν μέσα στα σχολειά και να παρακολουθούν την διδασκαλία που γίνεται. Την ημέρα ετούτη που σας μιλάω, την ώρα του μαθήματος, άνοιξε η πόρτα και από το φωτισμένο τετράγωνο που ζωγραφίστηκε μέσα στην σκοτεινιασμένη αίθουσα, μπήκανε δύο μαύροι άνθρωποι. Στάθηκαν εκεί και άκουγαν.

Ο Ζόρι συνέχισε ατάραχος το μάθημα που έκανε. Ρωτούσε τον μικρό Χουανίτο που επειδή ντράπηκε — και ίσως δεν είχε και πολύ καλά ακούσει — τραύλιζε:

—Η δικαιοσύνη... Η Ισότητα...

Ο εφημέριος έκανε δυο μεγάλες δρασκελιές και στάθηκε μπρος από τον μικρό.

—Τι είναι αυτά; ρώτησε εξωφρενών.

Και ενώ ο Χουανίτο, ταραγμένος και παραλυμένος, καθόταν με το στόμα ανοιχτό, ο Ρουίθ, που ήταν δεκατεσσάρων χρόνων και μαζί ο καλλίτερος μαθητής της τάξης, θέλοντας να δείξει πω είχε και ακούσει και συγκρατήσει αυτό που του είχαν πει, σηκώθηκε και είπε με ύφος:

—Οι άνθρωποι είναι όλοι ίσοι, Δέσποτά μου.

—Όχι, δεν είναι αλήθεια! ξεφώνισε άγρια ο μαυροντυμένος άνθρωπος και  διευθύνθηκε με ορμή προς τον καλό μαθητή, δείχνοντας την γροθιά του. Όχι, δεν είναι αλήθεια! Αυτό είναι αντίθετο με τα διδάγματα της εκκλησίας. Ποτέ δεν είπε ο θεός ότι οι άνθρωποι είναι ίσοι, και ο Άγιος Παύλος μιλώντας στο όνομά του είπε, αντιθέτως πως δεν είναι καθόλου ίσοι...

Φώναζε, και μια φλέβα φούσκωνε στα μηνίγγια του και το σάλιο σχημάτιζε θρόμβους στις γωνιές των χειλιών του. Ο βικάριος ως εκείνη την ώρα περιοριζότανε να χειρονομεί και να σηκώνει τα χέρια στον ουρανό .Ο δάσκαλος προχώρησε ήρεμος, σταθερός

—Μου επιτρέπετε, κύριε εφημέριε; ρώτησε.

—Τί να σάς επιτρέψω! ούρλιασε ο παπάς. Να λέτε ψέμματα και να τα διδά­σκετε κιόλας σ' αυτά τα παιδιά; Λέγοντας ότι οι άνθρωποι είναι ίσοι, εκστομίζετε · ένα ψέμα απαγορευμένο από το Θεό, το ακούτε;!... Καλά μου παιδιά, ακούστε εμένα: ο δάσκαλός σας ,σας λέει ψέματα!

—Σταματήστε! είπε ο δάσκαλος που είχε γίνει πολύ χλωμός. Το μάτι του είχε στυλωθεί και τα χέρια του τρέμανε.

Ο άλλος όμως ξανάρχισε να φωνάζει χειρότερα.

—Λέτε ψέματα. Κάνετε μαθήματα ψεύδους. Χλευάζετε την εκκλησία... Η δικαιοσύνη... Α, η δικαιοσύνη. Δεν επιτρέπεται να μιλάει κανείς για δικαιοσύνη στους Χριστιανούς αυτό δεν τους αφορά. Τι δικαιοσύνη είναι ο θεός. Μόνο για την πίστη και για την αγάπη πρέπει να μιλάει κανείς.

Έριξε αυτή τη λέξη, «αγάπη», με τέτοιο φρικτό μίσος στα μούτρα του δασκάλου, εκεί, μπρός στα παιδιά, που ο δάσκαλος πισωπάτησε κάτωχρος και με μάτια πεταγμένα. Τα παιδιά σηκώνονταν ταραγμένα. Για μια στιγμή αισθάνθηκε χαμένος και τραύλισε:

— Ήσαστε ένας άθλιος.

Μόλις ψιθύρισε αυτή τη λέξη, ο βικάριος ρίχτηκε πάνω του και του ακινητοποίησε τα χέρια, ενώ ο εφημέριος σήκωσε το χέρι για να τον χτυπήσει.

Ο βικάριος όμως δεν του κρατούσε καθόλου καλά τα χέρια, και ξαφνικά ακούστηκαν δυο πυροβολισμοί .Ο  Εφημέριος έπεσε κάτω και έμεινε εκεί, ένας όγκος ακίνητος, το ίδιο και ο βικάριος έπεσε σα να κατεδαφίστηκε.

Ο δάσκαλος αγριεμένος συνεφερμένος πια από την παραφροσύνη που τον χτύπησε, τράβηξε μια τρίτη πιστόλια κ’ έπεσε κι αυτός κοντά στους δυο άλλους.

Έτσι πέθανε τη χρονιά του 1926, σε ένα μεγάλο τόπο, ένας δάσκαλος τόλμησε να μιλήσει στα παιδιά για δικαιοσύνη.

Λίγοι το μάθανε τούτο το γεγονός, μερικές θαρραλέες εφημερίδες το δημοσίευσαν, μάταια όμως θα το αναζητούσε κανείς στις μεγάλες εφημερίδες. Οι μεγάλες ειδησεογραφικές εφημερίδες έχουν σκοπό, όπως το ξέρετε, να κρύβουν αυτά που συμβαίνουν.

***

Αποτέλεσμα εικόνας για henri barbusse

  Ο Ανρί Μπαρμπύς (Henri Barbusse, 17 Μαΐου 1873 - 30 Αυγούστου 1935) ήταν Γάλλος μυθιστοριογράφος.