Το όνομά μου είναι Ερυσίχθων

Το όνομά μου είναι Ερυσίχθων

Ο Ερυσίχθων ο Θεσσαλός ήταν βασιλιάς, εγγονός του Ποσειδώνα. Στον ύμνο του προς τη θεά Δήμητρα, ο Καλλίμαχος τον παρουσιάζει εγωιστή, ασεβή, υπερόπτη κι αδίστακτο. 

Κάποτε, ο Ερυσίχθων αποφάσισε να χτίσει καινούριο παλάτι στο μέρος όπου απ’ τον καιρό των Πελασγών βρισκόταν ένα άλσος αφιερωμένο στη Δήμητρα. Πήρε μαζί του είκοσι μεγαλόκορμους εργάτες και τους όπλισε με τσεκούρια κι αξίνες.

Ανάμεσα στα δέντρα που τους διέταξε να κόψουν, ήταν και μια λεύκα –  ἦς δέ τις αἴγειρος, μέγα δένδρεον αἰθέρι κῦρον, τῷ ἔπι ταὶ νύμφαι ποτὶ τὤνδιον ἑψιόωντο –  ένα δέντρο τεράστιο που άγγιζε τον ουρανό και στη σκιά του δροσίζονταν τα μεσημέρια οι νύμφες. 

Με την πρώτη τσεκουριά που δέχτηκε το μεγαλόπρεπο δέντρο, η Δήμητρα το αισθάνθηκε στο κορμί της και φώναξε: 

«Τίς μοι καλὰ δένδρεα κόπτει;» - ποιος κόβει τα όμορφά μου δέντρα; 

Κι εμφανίστηκε μπροστά στον Ερυσίχθονα με με τη μορφή της ιέρειάς της, της Νικίππης.

«Παιδί μου», του είπε, «σταμάτα τους ανθρώπους σου. Μην κάνεις τη θεά να οργιστεί.»

«Φεύγα από μπρος μου, μη φας εσύ την τσεκουριά!» της είπε έξαλλος από οργή ο Ερυσίχθων. «Μ’ αυτά τα ξύλα θα φτιάξω τη στέγη του παλατιού μου.»

Η Δήμητρα οργίστηκε και παρουσιάστηκε με την πραγματική της μορφή κι όλη της τη μεγαλοπρέπεια.

«Εντάξει, παλιόσκυλο», του είπε. «Φτιάξε τη στέγη σου. Φτιάξ’ την να ‘χεις να γλεντάς.»

Δεν έχασε καιρό η Δήμητρα, πήγε και βρήκε την Πείνα που ζούσε στη χώρα των Σκυθών και την έστειλε στον Ερυσίχθονα. 

Το βράδυ που κοιμόταν, ο βέβηλος βασιλιάς ονειρεύτηκε ότι πεινούσε. Κι ύστερα ξύπνησε κι η πείνα ήταν ακόμα εκεί, κι όσο περνούσε η ώρα τόσο μεγάλωνε και τόσο περισσότερο τον βασάνιζε. 

Ο Ερυσίχθων άρχισε να τρώει χωρίς σταματημό. Κι όσο έτρωγε, τόσο η πείνα του θέριευε και τόσο αδυνάτιζε κι έλιωνε ο ίδιος. Έφαγε όλα τα ζώα των κοπαδιών του, τη δαμάλα που προόριζε η μάνα του για θυσία στην Εστία, το άλογό του, τα μουλάρια της άμαξας, ακόμα και τη γάτα που είχαν για να πιάνει τα ποντίκια. Κι όταν δεν είχε μείνει στο σπίτι του τίποτ’ άλλο να φάει, βγήκε έξω και ζητιάνευε αποφάγια.

Δεν τον λυπήθηκε η Δήμητρα, ούτ’ ο Διόνυσος, ούτε καν ο παππούς του, ο βασιλιάς της θάλασσας.

Bauer Erysichthon Mnestra

Ο Ερυσίχθονας πουλά την κόρη του, Μήστρα, χαρακτικό του Γιόχαν Βίλχελμ Μπάουρ.

Κι ο Ερυσίχθων πούλησε την κόρη του, τη Μήστρα, για να μπορέσει ν’ αγοράσει πράγματα να φάει.

Στις «Μεταμορφώσεις», ο Οβίδιος λέει ότι η Μήστρα είχε την ικανότητα ν’ αλλάζει μορφές κι έτσι, κάθε φορά που την πουλούσε ο πατέρας της, αυτή μεταμορφωνόταν σε ζώο, ξέφευγε και γύριζε πίσω για να μπορέσει εκείνος να την ξαναπουλήσει. Ούτε η Μήστρα κατάφερε να σώσει τον Ερυσίχθονα, όμως.

Μη έχοντας τίποτα να φάει πια, στο τέλος έφαγε τις ίδιες του τις σάρκες.

Ο μύθος του Θεσσαλού Ερυσίχθονα – «αυτού που προκαλεί πληγή στη γη» - φαίνεται πως είναι το πρώτο ή ένα από το πρώτα οικολογικά μηνύματα στην ιστορία της ανθρωπότητας: Η πρώιμη συνειδητοποίηση ότι τελικό θύμα της καταστροφής της φύσης από τον άνθρωπο είναι ο άνθρωπος ο ίδιος.