Η εθνική αποταμίευση και η ανάπτυξη

Η εθνική αποταμίευση και η ανάπτυξη

Το παρόν κείμενο αναφέρεται συνοπτικά και απλουστευτικά σε μια μελέτη μου που μπορείτε να βρείτε εδώ, με θέμα τους παράγοντες που προσδιορίζουν της εθνική αποταμίευση στην Ελλάδα κατά την τελευταία εικοσαετία και ποια μέτρα θα πρέπει να ληφθούν για την ανάπτυξη. Παρ' όλη την κριτική στην οικονομική επιστήμη στις μέρες μας και τις κατηγορίες κατά τεχνοκρατών, αναγκαίο είναι να παρατηρούμε τα συνολικά μεγέθη των οικονομιών και τους τρόπους που αλληλοεξοντώνονται όταν επιχειρούμε να ασκήσουμε κριτική σε πολιτικές λιτότητας και νομισματικής συστολής.

Το κείμενο έχει ως σκοπό να παρουσιάσει μια απλουστευτική προσέγγιση των αιτιών της παρούσας κρίσης στην Ελλάδα, αλλά και της εφαρμοζόμενης λιτότητας που στοχεύει στην κάμψη της κατανάλωσης. Σε αντίθεση με επικρατούσες πεποιθήσεις των τελευταίων ετών, οι οποίες περιορίζονται ως επί το πλείστον στην περιγραφή της κρίσης ως αποτελέσματος πολλών μεμονωμένων παραγόντων, το αποτέλεσμα της κρίσης μπορεί να συντελέστηκε κατά ένα μεγάλο βαθμό από μια μεταβλητή που λίγο αναφέρεται στο δημόσιο διάλογο, αλλά όμως επέχει θέση βασικού ρυθμιστή της ανάπτυξης. Η μεταβλητή αυτή είναι η εθνική αποταμίευση, η οποία συνδέεται επανειλημμένα στη βιβλιογραφία με την ανάπτυξη, η έλλειψη της οποίας εξάλλου είναι και αυτή που ορίζει την ύφεση.

Ως δημοφιλείς αιτίες της παρούσας κρίσης και ύφεσης στην Ελλάδα, αναφέρονται συχνά η υπερβάλλουσα ιδιωτική κατανάλωση, το υψηλό χρέος, οι υψηλές δαπάνες του δημοσίου τομέα, το ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο, ο πληθωρισμός, η μετάδοση της διεθνούς κρίσης του 2007-2008 και τέλος τα διάφορα συνωμοσιολογικά σενάρια που κατά καιρούς ακούγονται. Αφήνοντας κατά μέρος τη συνωμοσιολογική εκδοχή, η οποία ούτε μετρήσιμη είναι, ούτε ελέγξιμη και απορρίψιμη, εστιάζουμε συχνά στους μεμονωμένους αυτούς παράγοντες οι οποίοι συντέλεσαν στο τελικό αποτέλεσμα της κρίσης. Μπορεί κανείς να βρει πλούσια βιβλιογραφία σχετικά με τη σύνδεση των επιμέρους παραγόντων που προαναφέρθηκαν (ή και άλλων) με την αναπτυξιακή πορεία μιας χώρας και ακολούθως, εξετάζοντας τους παράγοντες αυτούς σε συνάρτηση με τους ρυθμούς ανάπτυξης να μπορέσει να αποδώσει την κρίση και την ύφεση σε συγκεκριμένα αίτια, είτε μεμονωμένα, είτε αθροιστικά.

Σκοπός παρόλα αυτά του παρόντος άρθρου, δεν είναι να επιβεβαιώσει την εγκυρότητα των επιμέρους υποθέσεων σχετικά με τη σύνδεση των διαφόρων παραγόντων με την ανάπτυξη (ή την έλλειψή της, που είναι η ύφεση), αλλά να εξετάσει κατά βάση ένα μοναδικό παράγοντα, ο οποίος και συνοψίζει κατά μεγάλο βαθμό όλους τους υπόλοιπους και ίσως είναι και από τους τελευταίους κρίκους της αιτιατής αλυσίδας που οδήγησαν στην ύφεση. Μελετώντας λοιπόν τη σχέση των επιμέρους παραγόντων με την εθνική αποταμίευση (αντί της σχέσης με την ανάπτυξη), μπορεί κανείς να παρατηρήσει την αμεσότητα της επίδρασης αυτών στα επίπεδά της. Στη συνέχεια, δε μένει παρά να μελετηθεί η σχέση μεταξύ αποταμίευσης και ανάπτυξης και να εξετάσουμε κατά πόσο τα επίπεδα της ύφεσης που βιώνει η Ελλάδα σήμερα δικαιολογούνται από τη μειωμένη εθνική της αποταμίευση σε σχέση με τα παρελθόντα έτη.

Για να αναδείξουμε τη σχέση μεταξύ της εθνικής αποταμίευσης και των επιμέρους παραγόντων, λάβαμε υπόψη ένα δείγμα που περιέχει τις περισσότερες χώρες της ζώνης του Ευρώ (έτη 1976-2012), αναλύοντας τη σχέση μεταξύ της πρώτης με τις υπόλοιπες συνολικά. Η ανάλυση έγινε ακολουθώντας έγκριτες στατιστικές μεθόδους, με κάθε επιφύλαξη για μη εγκυρότητα των υποθέσεων που απαιτήθηκαν για την εφαρμογή τους. Τα αποτελέσματα μας έδειξαν ότι, πέρα από την ιδιωτική κατανάλωση ή τις δαπάνες της γενικής κυβέρνησης που η σχέση τους είναι πασιφανής και αφαιρετική της αποταμίευσης, βρίσκουμε σημαντικές σχέσεις της αποταμίευσης με τις καθαρές εξαγωγές και με την ετήσια μεταβολή των δαπανών της γενικής κυβέρνησης. Αυξημένες καθαρές εξαγωγές και συρρικνώσεις στο μέγεθος του κράτους, έχουν θετικό αποτέλεσμα στην εθνική αποταμίευση κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη.

Το υπόδειγμα που ακολουθήσαμε δε θα έπρεπε να θεωρηθεί σαν επαρκές, ούτε είναι και το βέλτιστο που θα μπορούσε κάποιος να κατασκευάσει. Οι μεταβλητές επίσης που χρησιμοποιήσαμε είναι κάποιες ενδεικτικές που στόχο έχουν απλώς να σκιαγραφήσουν τη διαφορετική συμπεριφορά της Ελλάδας σε σχέση με τον υπόλοιπο ευρωπαϊκό μέσο όρο, όχι τόσο αναφορικά με τα επίπεδα καθ' αυτά της εθνικής αποταμίευσης, αλλά με αυτά που πραγματικά εμφανίζει σε σχέση με αυτά που θα της αντιστοιχούσαν δεδομένων των υπόλοιπων χαρακτηριστικών της. Κάνοντας μια προσομοίωση της εθνικής αποταμίευσης της Ελλάδας βάσει των χαρακτηριστικών της χρησιμοποιώντας το ευρωπαϊκό υπόδειγμα, παρατηρούμε ότι η πραγματική εθνική της αποταμίευση την τελευταία εικοσαετία είναι υψηλότερη από ότι το υπόδειγμά μας προβλέπει. Η ιδιαιτερότητα αυτή της Ελλάδας σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, έγκειται εν μέρει στο γεγονός της διαφορετικής σύστασης της εθνικής αποταμίευσης στην Ελλάδα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρωζώνη.

Ενώ η εθνική αποταμίευση στις υπόλοιπες χώρες αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από την εγχώρια αποταμίευση, η εθνική αποταμίευση στην Ελλάδα περιείχε επιπλέον ένα σημαντικό ποσοστό από τις καθαρές μεταβιβάσεις και το ισοζύγιο εισοδημάτων από την αλλοδαπή. Ενώ αυτά είναι δομικά στοιχεία της εθνικής αποταμίευσης για όλες τις χώρες, τα επίπεδα των τελευταίων σαν ποσοστά της συνολικής εθνικής αποταμίευσης στην Ελλάδα ήταν σημαντικά υψηλότερα. Αυτό είχε ως συνέπεια την απόκλιση της συμπεριφοράς της Ελλάδας αναφορικά με το ύψος της εθνικής αποταμίευσης, κατά τα τελευταία έτη, με αποτέλεσμα αυτή να απολαμβάνει ρυθμούς ανάπτυξης που δεν αντιστοιχούσαν στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Τα δομικά αυτά στοιχεία, δηλαδή το ισοζύγιο εισοδημάτων και καθαρών μεταβιβάσεων από την αλλοδαπή έβαιναν μειούμενα, με τελικό αποτέλεσμα τη σταδιακή προσαρμογή της αποταμίευσης και της ανάπτυξης στο παρόν σε επίπεδα που δικαιολογούν πλέον οι λοιποί προσδιοριστικοί της παράγοντες.

Λαμβάνοντας υπόψη αυτά, μένει να εξετάσουμε την επίδραση τόσο αυτών των εξωτερικών παραγόντων, όσο και της εγχώριας αποταμίευσης στην ανάπτυξη στην Ελλάδα. Για την ανάλυσή μας λάβαμε υπόψη ένα δείγμα 36 ετών (1976-2012) με στοιχεία μόνο από την Ελλάδα. Αυτό που βρήκαμε ήταν ενδείξεις θετικής επίδρασης τόσο της εγχώριας αποταμίευσης, όσο και των εισοδημάτων από την αλλοδαπή και των καθαρών μεταβιβάσεων στην ανάπτυξη (κινήσεις ίδιας κατεύθυνσης). Λαμβάνοντας υπόψη αυτό, μπορούμε να δούμε πώς η αρχική μείωση της εγχώριας αποταμίευσης και μετά σταθεροποίησή της κατά την τελευταία εικοσαετία και οι συνεχόμενες μειώσεις των επιπέδων των εισοδημάτων από την αλλοδαπή και των καθαρών μεταβιβάσεων κατά το ίδιο χρονικό διάστημα έπαιξαν κάποιο σημαντικό ρόλο στην εξανέμιση της ανάπτυξης και την είσοδο στην ύφεση.

Δεδομένων αυτών των ευρημάτων, μπορούμε να εστιάσουμε στα στοιχεία της αποταμίευσης και να γίνει αντιληπτός ευκολότερα ο ρόλος των δομικών της συστατικών στον ερχομό της κρίσης. Θα μπορούσαμε έτσι να αποδώσουμε την κρίση, όχι στην επίδραση των διαφόρων παραγόντων ξεχωριστά, αλλά στην επίδρασή τους στη διαμόρφωση μιας συνεχώς μειούμενης αποταμίευσης, συνδεδεμένης με μία συνεχή μείωση των επενδύσεων, η οποία τελικά επέφερε και την ύφεση. Η έξοδος από την κρίση συνεπώς, περνά μέσα από τη διαμόρφωση βιώσιμων επιπέδων αποταμίευσης και μέσα σε αυτά τα πλαίσια έχουν κάποιο νόημα οι συσταλτικές πολιτικές που εφαρμόζονται στην Ελλάδα σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Υπό το πρίσμα αυτό, επεκτατικές πολιτικές που έχουν ως στόχο την αύξηση της εσωτερικής ζήτησης, έχουν νόημα μόνο όταν η ζήτηση αυτή προκαλεί μία αύξηση των επενδύσεων και του ΑΕΠ επαρκή ώστε να υπερκεράσει τη μειωμένη αποταμίευση που προήλθε από την αυξημένη κατανάλωση και τις κρατικές δαπάνες.

Εναλλακτικά, τα αναφερθέντα στοιχεία της Ελλάδας, θα μπορούσαν να καταστούν βιώσιμα μέσω της προσέλκυσης και διατήρησης άμεσων ξένων επενδύσεων. Επειδή όμως το τελευταίο κατέστη αδύνατο, τόσο από πάνω, από το κλειστό φεουδαρχικό περιβάλλον που παραδοσιακά επικρατεί στην Ελλάδα, όσο και από κάτω, από τις αντιστάσεις της κυρίαρχης “αριστερίζουσας” ιδεολογίας, αλλά και του αφιλόξενου νομικού πλαισίου, το τίμημα καλείται να πληρώσει ο μέσος πολίτης μέσω μιας εξαναγκασμένης μείωσης της αγοραστικής του δύναμης ως μονόδρομο προσαρμογής για την αποταμίευση. Μία αποταμίευση που πλέον έχει καλώς ή κακώς απαλλαγεί από τα ενισχυτικά βοηθητικά χαρακτηριστικά της (εισοδήματα από την αλλοδαπή και τις καθαρές μεταβιβάσεις), που από εθνική κατέστη εγχώρια και γι΄ αυτό θα πρέπει εσωτερικά να επαναπροσδιοριστεί σε επίπεδα που θα αποφέρουν μια κάποια ανάπτυξη.