H ελεύθερη οικονομία και η κατανομή του πλούτου

H ελεύθερη οικονομία και η κατανομή του πλούτου

Στο παρόν άρθρο θα ήθελα να διατυπώσω μία εναλλακτική άποψη αναφορικά με το κριτήριο διανομής του πλούτου που παράγεται σε μια οικονομία, παίρνοντας ως όρια τα κριτήρια όπως διατυπώνονται από τον Καρλ Μαρξ από τη μία : «Από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του» και από το κριτήριο διανομής πλούτου βάσει των ικανοτήτων των ατόμων, όπως υπαγορεύεται μέσα από τα όρια που θέτει η εξειδίκευση της εργασίας και η κυρίαρχη τάση του ωφελιμισμού στα πλαίσια της ελεύθερης οικονομίας.

Είναι αλήθεια ότι η εξεύρεση ενός γνώμονα βάσει του οποίου θα επιτύχουμε δικαιοσύνη, ισότητα, αξιοκρατία, αγγίζει τα όρια του ιδεατού και αισθητικού. Είναι κατά κάποιο τρόπο δηλαδή ενστικτώδης και αξιωματική η στάση μας είτε επιλέξουμε τη μία ή την άλλη πλευρά ως την πιο δίκαια. Διότι και οι δύο απόψεις, φαντάζουν αρχικά ως επαρκή κριτήρια για τη διανομή του πλούτου. Είναι βέβαια ξεκάθαρο, ότι το βασικό μας πρόβλημα, παρά τις αγνές μας προθέσεις να δομήσουμε μία ιδεατά δίκαιη κοινωνία, είναι ότι τα δύο παραπάνω κριτήρια είναι αμοιβαία αποκλειόμενα. Όσο επαρκή κι αν φαντάζουν και τα δύο από τη δική τους οπτική γωνία το καθένα, μας είναι αδύνατο να εφαρμόσουμε πλήρως και τέλεια και τις δύο αυτές αρχές ταυτόχρονα και καθολικά.

Το να αμείβεται ο καθένας αναλόγως των δυνατοτήτων του, ενέχει ένα στοιχείο ανταποδοτικότητας. Αυτό που ο καθένας δικαιούται να απολαύσει αναφορικά με την ικανοποίηση κάποιων αναγκών, δε μπορεί να είναι άλλο από αυτό που ο καθένας προσφέρει κατ’ αντιστοιχία και ο ίδιος αναφορικά με την ικανοποίηση των αναγκών των υπολοίπων. Η ίδια η οικονομία στο σύνολό της είναι αυτή που βρίσκεται στο ρόλο του κριτή και αξιολογητή της προσφοράς του καθενός στη ζήτηση του συνόλου. Αποκλειστικός παράγοντας καθορισμού και εκτίμησης της χρησιμότητας του καθενός, είναι η συνολική οικονομία, όπως αυτή διαμορφώνει την αμοιβή κάποιου, την τιμή του αγαθού ή υπηρεσίας που προσφέρει και αντίστοιχα, το πλήθος των αγαθών και υπηρεσιών που το άτομο θα έχει τη δυνατότητα να απολαύσει μέσα από τα σχετικά μεγέθη μεταξύ των τιμών και του μισθού του (της αμοιβής του, ή του κέρδους του).

Η θεώρηση αυτή των πραγμάτων, υπονοεί κάτι το πολύ σημαντικό και βασικό. Υπονοεί ότι, η αξία του καθενός, δε μπορεί να αξιολογηθεί με κανένα άλλο τρόπο παρά μόνο με την προσφορά του μέσα στο σύνολο. Υπονοεί ότι η κοινωνία-οικονομία είναι υπεύθυνη για την ευτυχία και ευημερία του ατόμου αυτού, στο βαθμό που αυτό έχει κάποια χρησιμότητα. Το θετικό για μένα της άποψης αυτής, είναι καταρχάς ότι κατεβάζει τις ιδέες, τις αξίες, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ατόμου και της κοινωνίας από τη σφαίρα του ιδεατού, του άυλου, του μεταφυσικού, στη σφαίρα του πραγματικού. Η φιλελεύθερη θεώρηση, ηθελημένα ή άθελα προκαλεί μία απαξίωση και αποέμφαση των αξιών που φαίνεται να υπαγορεύονται άμεσα ή έμμεσα από κάποια ανώτερη δύναμη, από κάποια προαιώνια ιδανικά. Η θεώρηση αυτή παραγκωνίζει την επιτακτικότατα να υπηρετεί ο άνθρωπος προαιώνιες εντολές και ιδέες και καθιστά το οικονομικοκοινωνικό γίγνεσθαι αποκλειστικό ρυθμιστή των τυχών των ατόμων που το απαρτίζουν, μέσα από τις ισορροπίες που επιτυγχάνονται από τη συνισταμένη των επιμέρους δυνάμεων.

Όπως βλέπουμε βέβαια, τα φαινομενικά θετικά στοιχεία του συστήματος αυτού, αποτελούν τη βάση της κριτικής του και η θεώρηση αυτή του κόσμου, ως του μοναδικού παράγοντα διαμόρφωσης των επιμέρους τρόπων συμπεριφοράς, είναι η βασική ένσταση των διαφωνούντων. Αποδομώντας το κύρος λοιπόν των προαιώνιων αξιών όπως αυτά θα μπορούσαν να εκφράζονται για παράδειγμα ως απαράβατα δικαιώματα κάθε ανθρώπου να απολαμβάνει ένα ελάχιστο αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, προσκολλάμε περισσότερο μεν στην ύλη ως αποκλειστικό παράγοντα ικανοποίησης της κάθε είδους έλλειψης που τα  άτομα αντιμετωπίζουν, αλλά αδυνατούμε να έχουμε ένα σταθερό και αμετάβλητο ελάχιστο κριτήριο, βάσει του οποίου θα μπορούσαμε να αξιολογήσουμε τη σωστή ή μη κατεύθυνση της κοινωνίας. Απορρίπτοντας δηλαδή οποιαδήποτε αυτόφωτη αξία, η οποία θα έπρεπε ατερμόνως να ικανοποιείται, χάνουμε αυτομάτως και οποιοδήποτε κριτήριο αξιολόγησης του παρόντος. Χωρίς κάποια δεδομένα πρότυπα δηλαδή, είναι θεωρητικά αδύνατον να εκφέρουμε κάποια άποψη θετική ή αρνητική για την πορεία της κοινωνίας. Και γιατί θα έπρεπε άλλωστε, όταν ούτε θεός υπάρχει που να υπαγορεύει κάτι, ούτε συνεπώς θα έπρεπε να παλεύουμε για να τον δημιουργήσουμε.

Η ισχυρότερη κριτική κατά τη γνώμη μου που θα μπορούσε να ασκηθεί στο ελεύθερο σύστημα οικονομίας, είναι το γεγονός ότι αυτή τοποθετεί ως αποκλειστικό αξιολογητή του ατόμου το δεδομένο χρονικό σημείο στο δεδομένο τόπο. Μπορεί να μην έχουμε κάτι περισσότερο στη διάθεσή μας να αξιολογήσουμε την αξία κάποιου παρά μόνο όπως περιγράφηκε πριν, τη χρησιμότητα κάποιου μέσα σε ένα δεδομένο οικονομικοκοινωνικό περιβάλλον μία δεδομένη στιγμή. Αλλά όμως με τον τρόπο αυτό, δεν αξιολογείται καθόλου ο δυναμισμός τόσο της κοινωνίας όσο και του ατόμου αναφορικά με τη μεταβλητότητα των χαρακτηριστικών του ο καθένας και το κατά πόσο οι μεταβαλλόμενες ανάγκες της κοινωνίας προκαλούν επαναξιολόγηση των ικανοτήτων κάποιου βάσει αυτών των αναγκών. Αντίστοιχα, ένα άτομο με σταθερές ικανότητες μέσα σε μια μεταβαλλόμενη κοινωνία, θα έβλεπε εξίσου μεταβολή (θετική ή αρνητική) στην αξιολόγησή του και στην ανταμοιβή του.

Η απάντηση βέβαια σε αυτό, αποτελεί μέρος της μαρξιστικής θεωρίας, που όπως είδαμε, επιχειρεί να αξιολογήσει την αξία κάποιου (και άρα την αυτοδίκαιη ικανοποίηση των αναγκών του) χωρίς να λαμβάνει υπόψη τη διάσταση του χρόνου. Ο άνθρωπος, έχει κάποιες ανάγκες. Αυτές δε μεταβάλλονται στο χρόνο και ούτε η κοινωνία δικαιούται να τις επαναπροσδιορίζει και επαναξιολογεί διαχρονικά. Η ιδιότητα του ανθρώπου έτσι, είναι ταυτισμένη με τις αξίες που ο ίδιος φέρει και ακολούθως με τα δικαιώματα που οφείλουν να προστατευθούν.

Προτείνει λοιπόν η θεωρεία αυτή ένα γνώμονα, ένα κριτήριο αξιολόγησης αμετάβλητο στο χρόνο και στις εκάστοτε διαθέσεις της κοινωνίας, βάσει του οποίου τοποθετούμαστε ως προς κάποιο συλλογικό σκοπό. Και ο σκοπός αυτός δεν είναι άλλος από την ανάδειξη και προστασία των άχρονων και απανταχού παρόντων αξιακών  στοιχείων, όπως εκφράζονται στις επιμέρους οντότητες (που είναι και οι φορείς τους).

Μέσα στη θεοποίηση του γίγνεσθαι στην ελεύθερη οικονομία. Μέσα στην επικράτηση και δόξα της λογικής και του πραγματισμού από τη μία. Και την προσωποποίηση και ενσάρκωση των αιώνιων αξιών όπως τις συλλαμβάνουμε (ή νομίζουμε ότι το κάνουμε και δεν είναι απλώς θέμα αισθητικής ή καλαισθησίας η ικανοποίησή τους), υπάρχει ένας δρόμος εναλλακτικός. Υπάρχει ένας δρόμος που δε περνάει ούτε μέσα από την αόριστη επιβολή αξιών (από το κράτος, τις παραδόσεις, τη θρησκεία και την ιδεολογία), αλλά ούτε και μέσα από τη θεοποίηση του παρόντος και την επιβολή των νόμων της ελεύθερης οικονομίας  στο δυναμισμό που κρύβει το άτομο μέσα στο χρόνο. Κάθε ιδιαίτερο χαρακτηριστικό κάθε ατόμου αποτελεί μία εν δυνάμει ικανότητα άξια να εκτιμηθεί θετικά από την οικονομία όταν ο χρόνος τείνει στο άπειρο. Κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ανθρώπου δεν αποτελεί ικανότητα, παρά μόνο αν συμπέσουν οι προϋποθέσεις στο εξωτερικό περιβάλλον. Και όταν όλα μεταβάλλονται, μαζί και οι διαθέσεις του συνόλου, όλα τα ιδιαιτέρα χαρακτηριστικά του ατόμου, όλα εκείνα που προσδίδουν την ταυτότητά του, αποτελούν εν δυνάμει ικανότητες σε ένα δεδομένο χρόνο, κάποια στιγμή.

Το πεπερασμένο του χρόνου των ατόμων όμως, δε θα έπρεπε να τα καθιστά ανάξια αμοιβής. Μπορεί η χρησιμότητα κάποιου να συνδέεται με τις απαιτήσεις του συνόλου μια κάποια στιγμή, αλλά η συνολική του ικανότητα, δε μπορεί να αξιολογηθεί αντικειμενικά μόνο σε κάποια ορισμένη στιγμή. Από την άλλη, καμία θεία φώτιση δε μας έχει υπαγορεύσει ποιες ακριβώς είναι αυτές οι αξίες που διαμορφώνουν ένα αμετάβλητο πλαίσιο αναγκών προς ικανοποίηση. Ο δυναμισμός λοιπόν όπως εκφράζεται από τις άπειρες δυνατότητες του ατόμου, πνίγεται μέσα στο παρόν στην ελεύθερη οικονομία, ενώ από την άλλη, από τη μαρξιστική θεώρηση, πνίγεται μέσα στην καθολική υποταγή της κοινωνίας και των ατόμων που την απαρτίζουν στην επιτακτικότητα της ικανοποίησης των αξιών και ιδανικών που με οξύμωρο τρόπο το ίδιο το άτομο είναι φορέας τους. Για μένα η δικαιοσύνη, είτε υπαγορευμένη από το υπερφυσικό, είτε επιβεβλημένη εκ των πραγμάτων, είναι στα χέρια του μικρόκοσμου. Είναι στη βάση της αποδόμησης της κοινωνίας και στην επιχείρηση ανάδειξης των «άπειρων» δυνατοτήτων των ατόμων μέσα στο πεπερασμένο της ζωής τους.  Κάθε κίνηση προς την κατεύθυνση της απαξίωσης οποιουδήποτε πράγματος εκφράζει μάζα, σύνολο, ομάδα κοινών συμφερόντων, κοινής προέλευσης, κοινών πιστεύω, είναι κίνηση προς την κατεύθυνση ανάδειξης του ανθρώπου ως αποκλειστικού παράγοντα εξέλιξης. Οτιδήποτε άλλο είναι μετριασμός. Οτιδήποτε άλλο είναι η προσπάθεια να μπουν όρια σε κάτι που δεν έχει.