Συλλογικός Δεκέμβριος

Συλλογικός Δεκέμβριος

 

Στον Αλέξανδρο,

Ο μήνας με βρίσκει περιφερόμενο στο κέντρο της πόλης με 3 προφυλακτικά στην τσέπη προσπαθώντας να συνθέσω την περιγραφή ενός συλλογικού Δεκέμβρη. Άλλοι σκεφτόμαστε αυτά που κάναμε, αυτά που δεν κάναμε και πόσο οικτρά διέψευσε ο πανδαμάτωρ τις υποσχέσεις που δίναμε τέτοια μέρα, ένα χρόνο πριν, γενικότερα  τη χρονιά που αφήνουμε σιγά-σιγά πίσω, άλλοι τι και ποιους χάσαμε. Πάντως είναι ένας μήνας που σε βάζει σε μια διαδικασία σκέψης, αυτοκριτικής και περισυλλογής. Είναι ο αέρας του, είναι οι άνθρωποι, είναι που κάθε χρόνο βλέπεις τον εαυτό σου σε διαφορετικά στάδια; Είναι ο Δεκέμβριος.

Μέσα στη χλαλοή του κόσμου θυμάμαι τότε που έβαζα τα γέλια και τα κλάματα, ακράτητα πάντα και δεν νοιαζόμουν πότε και αν πρέπει να σταματήσω. Το μόνο που συγκρατώ είναι η ζέση της κούνιας μου. Η εύγεστη κρέμα μπισκότου και η αφρόκρεμα της στοργής. Ξέρω    -από αυτά που μου διηγούνται- ότι αυτόν το μήνα, κάποτε, όταν ήμουν ανέμελος και χαμένος στην παιδικότητα μου, που ρουφούσα ακόμα γάλα από το μπιμπερό, είδα και συνέλαβα πολλά πράγματα για πρώτη φορά, διακόρευσα τον κόσμο κατά κάποιον τρόπο. Το χιόνι, τις μεγάλες διαδρομές με το αυτοκίνητο και αυτό που έμελε να επιβιώσει σε κάθε Δεκέμβρη της ζωής μου, το οικογενειακό τραπέζι.

Μεγαλώνοντας άρχισα να τον εκτιμώ –πέρα από το να τον αγαπώ- περισσότερο τον τελευταίο στη σειρά. Ένα αναφαίρετο κομμάτι του μήνα και δικαίωμα για μένα ήταν η βοήθεια στο στόλισμα του δέντρου και το άναψε-σβήσε με όλα τα μοτίβο που έπαιζαν τα λαμπάκια. Αναπτύχθηκε η αντίληψή μου ως προς τα δώρα και ζητούσα αυτά που ήθελα και ήξερα ότι θα τα πάρω  ή στη χειρότερη είχα την αγωνία το τι θα βγάλει από μέσα το περιτύλιγμα που έσκιζα ενθουσιωδώς. Οι διακοπές των Χριστουγέννων ήταν ένα όχι ευκαταφρόνητο διάστημα και ο συνδυασμός αυτών των δυο επέτρεπε το πολύωρο παιχνίδι με τα playmobil που βασιζόταν στη δική μου καλπάζουσα φαντασία, η οποία έπλαθε ιστορίες για τον κόσμο τους, για να μην πλήττω εγώ στο δικό μου. Ευκαταφρόνητο δεν ήταν ούτε το ποσό που έβγαζα με τη χούφτα μου από τις τσέπες μετά τα κάλαντα. Χουβαρντάδες. Κοιτάζω από την αυλή ψηλά προς το δωμάτιό μου και βλέπω τον εαυτό  κουρεμένο ‘’καπελάκι’’, όπως το λέγανε, να κολλάει τα μούτρα του στο τζάμι του παραθύρου για να διακρίνει το αμάξι που φαίνεται στο δρόμο και έτσι να καταλάβει ποιος κατέφθασε στο πάρτυ του. Ήταν η ηλικία και το διάστημα, που είχε μαλλιάσει η γλώσσα μου να διατρανώνω πως θα γίνω γιατρός.

Εξελίχθηκε μετριότερα, χωρίς βέβαια να χάσει τη γιορτινή του σπιρτάδα. Οι πρώτες του μέρες –ειδικά κατά τα χρόνια του γυμνασίου- ήταν στιγματισμένες με την παράδοση της βαθμολογίας του τριμήνου. Τα πεντάρια και τα εξάρια στην Άλγεβρα  που απέκρυβα με δεξιοτεχνία και δουλεμένο ψέμα, αποκαλύπτονταν στους γονείς μου από τον καθηγητή που δεν είχε πρόθεση να συνωμοτήσουμε για να τη βγάλω λάδι. Και τότε ακόμη παρ’ όλο που η παιδικότητά μου εξαλείφετο, έβλεπα τις γιορτές που έρχονταν ως τερπνούς ζέφυρους, που διέλυαν κάθε δυσκολία ή βαρεμάρα, ακόμη και εκείνα τα χαζά λογοτεχνικά που έπρεπε ντε και καλά να διαβάσω και να γράψω την περίληψή τους. Ήταν οι μέρες που είχες το χρόνο να κυκλοφορήσεις με την κατά δυο χρόνια μεγαλύτερη γκόμενα για την οποία και κοκορευόσουν, φανερά ή ενδόμυχα. Θυμάσαι;

Αλλάζω συνειδητά πρόσωπο. Η πόλη είναι πιο δεκτική στους ανθρώπους. Δεν θέλεις να τη βλέπεις άδεια, σε αντίθεση με όλους τους άλλους μήνες. Ακόμη και τα κόκκινα φώτα των αυτοκινήτων από το σταμάτα-ξεκίνα έχουν επιστρατευθεί για να στολίσουν το σκηνικό. Ακόμη και αυτοί που όλο το χρόνο εξέπεμπαν μια απάθεια για τα πάντα, αυτό το μήνα είναι κάπως ανήσυχοι. Θεωρούν ότι μια χρονιά στραβή θα φύγει και θα έρθει μια πολύ καλύτερη. Ως επί το πλείστον δεν αλλάζει κάτι γι’  αυτούς και εξακολουθούν να δαγκώνουν ράθυμα το καλαμάκι του φραπέ. Πάντως ένα πράγμα συγκρατώ και επιβεβαιώνω. Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόχευτος. Δεν θα μας χωρέσει ούτε στα δοχεία του Πανός, του θεού του τραγοπόδαρου.

Άρχισα να χάνομαι μέσα στις  μνήμες χαζεύοντας τα ενημερωτικά φυλλάδια που μοίραζαν. Το Δεκέμβρη είχα κι έχω ακόμη την ευκαιρία να βουτήξω βαθιά στο πίαρ των πραγμάτων που επέλεγα και προτιμούσα περισσότερο. Παιχνίδι, φαγητό, διάβασμα, διάβασμα, τους ανθρώπους μου, τελείως γυμνός από το φράκο της δήθεν σκληρότητας και συναισθηματικής  απάθειας. Χαίρομαι που καταλαβαίνω περισσότερα. Δεν μου χρωστάει κανένας εκ γενετής, ούτε εγώ σε κανέναν.  Τα θέναρά μου είναι γεμάτα. Θέλω όλα να περνούν από τα χέρια μου, αλλά είναι και η τύχη ένας παράγοντας. Γιατί δεν χρειάζονται παρά λίγα δευτερόλεπτα για να γίνει ένας πολυέλαιος από γιορταστικός,  πένθιμος.  Πηδάω το ρείθρο του δρόμου, για να μη λερώσω παντελόνι και παπούτσια και χτυπάω του κουδούνι της γιαγιάς μου που μας έχει ετοιμάσει τραπέζι. Κάποτε καθόμουν σε διαφορετικό τραπέζι, ‘’ για τα παιδιά’’. Έκρινα απαραίτητο να με ακούνε όλοι, αλλά δεν γινότανε συνήθως. Τώρα θέλω να τους ακούω εγώ, όχι απαραίτητα για να αλλάξω κάποια πράγματα που έχουν λανθασμένα στο μυαλό τους, αλλά επειδή χαίρονται να τους ακούω.