Ελένη Λαυρεντάκη
Γεννήθηκα και ζω στην Κρήτη. Είμαι γραφίστας - τυπογράφος και τα τελευταία χρόνια διοχετεύω τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) ανησυχίες μου στον Κλόουν.
Δεν πεινάω, δεν πονάω, δε βρωμάω
ίσως κάπου βαθιά να υποφέρω και να μην το ξέρω
κάνω πως γελάω
δεν επιθυμώ το αδύνατο
ούτε το δυνατό
τα απαγορευμένα για μένα σώματα
δε μου χορταίνουν τη ματιά.
«Μα όταν μοχτούσα να πάρω απόφαση, το μυαλό, θυμούμαι, αντιστέκουνταν πολύ.
Ήταν ακόμα τυλιμένο με το κίτρινο ράσο του Βούδα.
«Αυτό που σκοπεύεις να κάμεις», έλεγε στην καρδιά μου, «είναι μάταιο.
Λονταρίσια η τροφή που με τάισε ο Νίτσε στην πιο κρίσιμη, την πιο πεινασμένη στιγμή της νιότης' θράσεψα, δεν μπορούσα πια να χωρέσω στο σημερινό άνθρωπο, όπως τον κατάντησαν.
Α! φώναζα αγαναχτισμένος, η παμπόνηρη θρησκεία που μετατοπίζει τις αμοιβές και τιμωρίες σε μελλούμενη ζωή, για να παρηγορήσει τους σκλαβούς, τους κιότηδες, τους αδικημένους, και να μπορέσουν να βαστάξουν αγόγγυστα τη σίγουρη επίγεια ζωή και να σκύβουν υπομονετικά το σβέρκο στους αφεντάδες!
Να κ' η περίπτωση του Ηράκλειτου, που αποτραβήχτηκε στις ελεύθερες εκτάσεις και στα περιστύλια του τεράστιου ναού της Αρτέμιδος:
τούτη η "έρημος" ήταν, οπωσδήποτε, πιο άξια - τ' ομολογώ!
Γιατί να μην υπάρχουν και για μας τέτοιοι ναοί;
VIII
Στο βυθό της μουσικής
τα ίδια πράγματα σ' ακολουθούν μετουσιωμένα.
Η ζωή παντού μιμείται τον εαυτό της.
Τα ζώα μπορεί να φωνάζουνε και να πλακώνονται στις μπουνιές.
Ποτέ όμως δε χρησιμοποιούν τη σπιουνιά, τους μπάτσους, ή άλλα συγγενή ζώα για να λύσουν τις προσωπικές τους διαφορές, πράγμα που συνηθίζεται στην κοινωνία των ανθρώπων, που δεν είναι δυστυχώς ζώα.
Σαν παράδειγμα για τον σωστό τρόπο να βοηθάς τους φίλους ο κ. Κ. αφηγήθηκε τούτη την ιστορία:
Πήγαν κάποια παλικάρια σ’ έναν γέρο Άραβα και του είπαν:
«Ο πατέρας μας πέθανε. Μας άφησε κληρονομιά δεκαεφτά γκαμήλες και στη διαθήκη του ορίζει να πάρει ο μεγαλύτερος τις μισές, ο δεύτερος το ένα τρίτο και ο μικρότερος το ένα ένατο. Τώρα δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε στη μοιρασιά, βγάλε λοιπόν εσύ την απόφαση».
Ωρέ τι θα μπόραγα να κάνω αν δεν ήτανε το καθημερινό χαμαλίκι.
Θα μπορούσα νάχα πράξει αλλοιώς και να μην υπήρχε το χαμαλίκι.
Αλλά το ξέρω τότε δε θα μποροΰσα τίποτα να κάνω.
Γιατί δε θάμουνα εγώ.