Ελένη Λαυρεντάκη
Γεννήθηκα και ζω στην Κρήτη. Είμαι γραφίστας - τυπογράφος και τα τελευταία χρόνια διοχετεύω τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) ανησυχίες μου στον Κλόουν.
Δεν μ’ αγαπάς πια.
Δέχεσαι να μ’ ακούς εδώ και μία ώρα, επειδή φέρεται κανείς με συγκατάβαση απέναντι σ’ αυτούς που εγκαταλείπει.
Με έδεσες και τώρα με λύνεις.
Είμ` ένας κύκνος στρογγυλός μες το ποτάμι,
είμ` ένα μάτι στα ψηλά καμπαναριά,
και μες στις φυλλωσιές
φαντάζω ψεύτικο φως της χαραυγής.
Αν δεν είχανε τα μάτια σου το χρώμα της σελήνης,
μιας μέρας από φωτιά, πηλό, δουλειά,
αν ακόμη και σε φυλακή δεν είχες του άνεμου τη χάρη,
αν δεν ήσουνα κεχριμπαρένια εβδομάδα,
Να σ’ αγναντεύω, θάλασσα, να μη χορταίνω,
απ’ το βουνό ψηλά
στρωτήν και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.
Φόβος ότι θα δω ένα περιπολικό να μπαίνει στο στενό όπου μένω
Φόβος ότι θα με πάρει ο ύπνος το βράδυ
Φόβος ότι δεν θα με πάρει ο ύπνος
Η θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη.
Γιατί έχει την όψη του ιδανικού.
Και τ' όνομά της είναι ένα θαυμαστικό.
Μπορείς στην Ιστορία να με διασύρεις
Με το στρεβλό σου ψέμα το πικρό
Στη λάσπη μέσα ίσως να με σύρεις
Αλλά σαν σκόνη εγώ θα σηκωθώ
Στις βραδινές βρεγμένες στράτες
Αχνίζει ένα φως θαλασσί
Πλατύ χέρι στην καρδιά
Βήματα ερειπωμένα
Τρεις εραστές διαβαίνουν απ΄ τα χέρια πιασμένοι.
Τον αριθμό του τηλεφώνου της δεν τον θυμάμαι πια.
Το μόνο που ξέρω ακόμα είναι ότι φορούσε μαύρο καπέλο μ' ένα καφετί φτερό.
Κι ότι ήθελα να ζήσω μαζί της, επίσης ότι κάποτε ήθελα να πεθάνω γι' αυτήν.