Τα Χριστούγεννα που ήρθε ένας άγνωστος στο σπίτι του

Τα Χριστούγεννα που ήρθε  ένας άγνωστος στο σπίτι του

Το χριστουγεννιάτικο δέντρο στολισμένο στη γωνία αχνοφέγγει με τα πολύχρωμα λαμπάκια, οι κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα σε πιατέλες, η φάτνη του Χριστού κάτω από το δέντρο και η κάλτσα του Αγίου Βασίλη κρεμασμένη στο παράθυρο. Η ατμόσφαιρα τριγύρω γιορτινή, όλα λαμπυρίζουν στο φως, όμως αυτός μελαγχολικός.

Κάθεται στον καναπέ και κοιτά αδιάφορα από το τζάμι. Τα παιδιά, του χτυπάνε το κουδούνι να του πουν τα κάλαντα κι αυτός αλλάζει αδιάφορα κανάλι στην τηλεόραση. Κάποτε έλεγε κι αυτός τα κάλαντα στις γειτονιές. Κοντό παντελονάκι με τιράντες και μια τσίγκινη καραβάνα να πέφτουν μέσα τα κέρματα. Λάσπη και τρύπια παπούτσια. Μόλις είχε τελειώσει ο πόλεμος. Ο πατέρας δεν γύρισε ποτέ από το Μέτωπο. Είχε βάλει τότε το κεφάλι του μέσα στα χεράκια του και έκλαιγε κρυφά. Μόνο τις εορταστικές μέρες των Χριστουγέννων το λησμονούσε λίγο αυτό έχοντας το ωραίο αίσθημα της αναμονής, της λαχτάρας, της αδημονίας για αυτό που έρχεται.

Χθες πήρε το κοινωνικό μέρισμα και σκέφτεται τι δώρο να χαρίσει στα εγγόνια του.

Με αυτή τη αθώα, μαγική ματιά τους που περιμένουν το πεσκέσι από τον παππού. Είναι κιόλας στην εφηβεία. Βαριούνται τις «γλυκανάλατες» χριστουγεννιάτικες συνήθειες, δεν συμμετέχουν πλέον στο στόλισμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου, κοροϊδεύουν όσους πιστεύουν ακόμη στους   καλικάντζαρους, και το μόνο δώρο που αξίζουν, είναι ένα καινούργιο τάμπλετ.

Την Πρωτοχρονιά θα ταξιδέψουν στην Γερμανία να αλλάξουν τον χρόνο μαζί με τον πατέρα. Αυτός εργάζεται εκεί σε ένα εστιατόριο μακριά από την οικογενειακή εστία. Έγειρε στο μπράτσο του καναπέ και αποκοιμήθηκε. Κάποιος χτύπησε τότε την πόρτα. Σκέφτηκε ακούγοντάς την, πως μπορεί τούτα τα Χριστούγεννα να έρθει κάποιος και στο δικό του σπίτι! Παραμονή Χριστουγέννων. Νύχτα βαθιά. Μια γλυκιά προσμονή να περιμένει κάποιον έστω έναν άγνωστο. Άνοιξε την πόρτα και είδε έκπληκτος έναν άγνωστο. Τον καλοδέχτηκε. Μοιράστηκε μαζί του τη σούπα, το ψωμί, τη ζεστασιά του καλοριφέρ!

Από έξω ακούστηκε η καμπάνα της εκκλησίας. Πετάχτηκε με μιας επάνω. Ώστε ήταν όνειρο. Σηκώθηκε όρθιος και έκανε τον σταυρό του. «Χριστός γεννιέται! Πρέπει να ετοιμαστώ για την εκκλησία!», λέει χαρούμενα. Πού τη βρίσκει τη χαρά; Είναι λυπημένος που δεν ήρθε κανείς!

Στην εκκλησιά δεν προσέχει καθόλου τον παπά Γιώργη, ούτε τους ψάλτες! Έχει καρφώσει το βλέμμα του στο πάτωμα. Χαζεύει αδιάφορα το ξεθωριασμένο μάλλινο παλτό της διπλανής και τις πλεχτές κάλτσες!

Από το μυαλό του πέρασε κάτι που είχε πει ο ποιητής Γιώργος Δροσίνης:«η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στις αναμνήσεις και τις ελπίδες». Αλήθεια, υπάρχει ακόμη ελπίδα;