Μέννο Σχίλτχαϋζεν - Προκαταρκτικά...

Μέννο Σχίλτχαϋζεν - Προκαταρκτικά...

...ναι, η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή και, ναι, είπα ναι, θα πω Ναι.

Τζέιμς Τζόυς, Οδυσσέας

Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Ολλανδίας στεγαζόταν σ’ ένα ψηλό, σπηλαιώδες κτίριο στο ιστορικό κέντρο του Λέιντεν. Στο αμφιθέατρό του, που εκτεινόταν σε δύο επίπεδα πάνω από ένα πελώριο κλιμακοστάσιο, πολλές γενιές φοιτητών βιολογίας παρακολούθησαν μαθήματα ζωολογίας. Κατά τη διάρκεια των όχι και τόσο συναρπαστικών αναφορών στη δομή των ποδιών των καρκινοειδών ή στην οδόντωση του κελύφους των μαλακίων, το πιθανότερο είναι πως το βλέμμα τους περιπλανιόταν στα δύο χαρακτηριστικά που έκαναν αξέχαστη τούτη την αίθουσα διαλέξεων: πρώτον, στα πάμπολλα ―εκατοντάδες, για την ακρίβεια― κέρατα από ελάφια, αντιλόπες και άλλα οπληφόρα ζώα που κρέμονταν στους τοίχους· και δεύτερον, στον τεράστιο πίνακα του 1606 που δέσποζε πάνω απ’ το αναλόγιο.

Ο πίνακας απεικονίζει μια φάλαινα-φυσητήρα που έχει ξεβραστεί σε κάποια, ασήμαντη κατά τ’ άλλα, ολλανδική παραλία. Ο Λεβιάθαν κείτεται με το στόμα ορθάνοιχτο και την πλαδαρή γλώσσα του ν’ αγγίζει την άμμο. Λίγοι καλοντυμένοι Ολλανδοί του 17ου αιώνα στέκονται γύρω του, ενώ σε περίοπτη θέση, και πιο κοντά στο νεκρό ζώο, βρίσκεται ένας κύριος με τη γυναίκα του. Χαμογελώντας πρόστυχα και στρέφοντας το κεφάλι προς τη μεριά της, ο άνδρας δείχνει το μήκους δύο  μέτρων πέος της φάλαινας που προεξέχει ξεδιάντροπα από το πτώμα και γεννά ένα βλέμμα αμηχανίας στα μάτια της συντρόφου του ― η αμηχανία είναι τέτοια που δεν μπορεί να την κρύψει ούτε το μαυρισμένο από καπνούς αιώνων βερνίκι που καλύπτει τη φιγούρα της.

Τούτες οι λίγες τετραγωνικές παλάμες καμβά, τοποθετημένες στρατηγικά στη χρυσή τομή του πίνακα, αναδεικνύουν δύο πράγματα. Πρώτον, το αδιαμφισβήτητο γεγονός (που το υποστηρίζουν χιλιετίες γκράφιτι σε τουαλέτες, αιώνες υπαινικτικών καρτ-ποστάλ και δεκαετίες φωτογραφιών στο διαδίκτυο) ότι οι άνθρωποι βρίσκουν τα γεννητικά όργανα άκρως συναρπαστικά ― τα δικά τους, αλλά και κατ’ επέκταση των άλλων πλασμάτων. Η εκπληκτική ποικιλομορφία ως προς το σχήμα, το μέγεθος και τη λειτουργία των αναπαραγωγικών οργάνων των ζώων προκαλούσε ανέκαθεν μεγάλη κατάπληξη ― χάρη στην οποία το βιβλίο Η σεξουαλική ζωή των άγριων ζώων (The sexual life of wild animals, 1953), η αφίσα τοίχου στις σχολικές αίθουσες της δεκαετίας του 1980 «Πέη του ζωικού βασιλείου» (Penises of the animal kingdom), η οποία μάλιστα πουλήθηκε σε περισσότερα από είκοσι χιλιάδες αντίτυπα, αλλά και η σειρά «Green porno» του καναλιού Sundance (σειρά ταινιών μικρού μήκους με πρωταγωνίστρια μια αναψοκοκκινισμένη Ιζαμπέλλα Ροσελλίνι, που αναπαριστά τη σεξουαλική επαφή διαφόρων ζώων), έγιναν όλα μπεστ-σέλλερ.

Το δεύτερο σημείο που αναδεικνύει το πέος τούτης της φάλαινας-φυσητήρα του 17ου αιώνα είναι μια αλλόκοτη παρατήρηση: η καθολική γοητεία που ασκούν τα γεννητικά όργανα δεν συνοδευόταν, τουλάχιστον μέχρι πολύ πρόσφατα, από εξίσου έντονες επιστημονικές αναζητήσεις. Στα ψηλοτάβανα γραφεία στο βάθος του διαδρόμου που ξεκινούσε από το αμφιθέατρο του Μουσείου, ομάδες βιολόγων εργάζονταν ήσυχα πάνω στην ταξινόμηση της παγκόσμιας βιοποικιλότητας.

Ακολουθώντας τις κλασικές παραδόσεις της ταξινομικής, ζωγράφιζαν, μετρούσαν, φωτογράφιζαν και περιέγραφαν σχολαστικά όλες τις μικρολεπτομέρειες των γεννητικών οργάνων και των διακριτών χαρακτηριστικών τους από κάθε νέο έντομο, αράχνη ή σαρανταποδαρούσα που ανακάλυπταν· και παρ’ όλα αυτά, δεν αναρωτιόντουσαν ποτέ πώς εξελίχθηκαν τούτα τα «απόκρυφα μέρη».

Εκείνος τον οποίο θα μπορούσαμε να κατηγορήσουμε γι’ αυτό είναι ο Δαρβίνος. Στο δεύτερο σημαντικότερο βιβλίο του με τον τίτλο Η καταγωγή του ανθρώπου και η επιλογή σε σχέση με το φύλο (The descent of man, and selection in relation to sex, 1871) ο Δαρβίνος εξηγεί πώς τα δευτερεύοντα   σεξουαλικά χαρακτηριστικά ―π.χ. το χρωματιστό φτέρωμα των πουλιών, τα δίκρανα στα κεφάλια των σκαθαριών ή τα κέρατα των ελαφιών― έχουν διαμορφωθεί από τη φυλετική επιλογή, δηλαδή την προσαρμογή στις προτιμήσεις του άλλου φύλου, και όχι από τη φυσική επιλογή, δηλαδή την προσαρμογή στο περιβάλλον. Ο Δαρβίνος αρνείται να εισαγάγει στη θεωρία του τα πρωτεύοντα σεξουαλικά χαρακτηριστικά, δηλώνοντας κατηγορηματικά ότι η φυλετική επιλογή δεν ασχολείται με τα γεννητικά (ή πρωτεύοντα σεξουαλικά) όργανα ― τα οποία άλλωστε έχουν απλώς λειτουργικό, και όχι διακοσμητικό, ρόλο. Έτσι, μολονότι η ποικιλότητα όλων εκείνων των κεράτων στους τοίχους του αμφιθεάτρου του Μουσείου ήταν μέρος της παράδοσης της εξελικτικής βιολογίας από την εποχή του Δαρβίνου, η εξελικτική διερεύνηση της πρακτικής τους πλευράς (της οποίας ένα μόνο εξέχον παράδειγμα αποτελεί η κεντρική απεικόνιση του πίνακα με τη φάλαινα) δεν ήταν.

Χρειάστηκε να περάσουν πάρα πολλά χρόνια έως ότου η εξελικτική βιολογία αρχίσει να δίνει σημασία στα γεννητικά όργανα. Το 1979, ο Τζόναθαν Ουάτζ, ένας εντομολόγος από το αμερικανικό Πανεπιστήμιο Μπράουν, δημοσίευσε ένα σύντομο άρθρο στο περιοδικό Science για το πέος της λιβελούλας. Έδειξε ότι το μικροσκοπικό αυτό όργανο φέρει ένα πολύ μικρό κοχλιάριο, το οποίο, κατά τη διάρκεια του ζευγαρώματος, καθαρίζει τρόπον τινά τον κόλπο του θηλυκού, απομακρύνοντας τα όποια κατάλοιπα σπέρματος των αρσενικών που προηγήθηκαν. Η συγκεκριμένη αποκάλυψη λειτούργησε κάπως σαν καμπανάκι· για πρώτη φορά έρχονταν στο φως αποδείξεις ότι τα ζωικά γεννητικά όργανα δεν είναι απλώς κοινότοπα όργανα εναπόθεσης και πρόσληψης σπέρματος, αλλά θέσεις όπου γίνεται κάποιου είδους φυλετική επιλογή. Εξάλλου, κατά την εξέλιξη της λιβελούλας, τα αρσενικά με τα καλύτερα κοχλιάρια σπέρματος ήταν εκείνα που είχαν αφήσει τους περισσότερους απογόνους.

Η χρονική συγκυρία υπήρξε τότε ιδεώδης για τη δημοσίευση. Όταν πήρα συνέντευξη από τον Ουάτζ με θέμα εκείνη την εποχή, θυμήθηκε ότι, στα χρόνια που οδήγησαν στην ανακάλυψη του κοχλιαρίου σπέρματος, είχε επηρεαστεί από την αθόρυβη επανάσταση που εξελισσόταν τότε στις βιολογικές σχολές όλου του κόσμου ― μια αλλαγή πλεύσης που ξεκίνησε από το βιβλίο Προσαρμογή και φυσική επιλογή (Adaptation and natural selection) του Τζωρτζ Κ. Ουίλλιαμς, αλλά και την εκλαϊκευμένη εκδοχή του, Το εγωιστικό γονίδιο (The selfish gene) του Ρίτσαρντ Ντώκινς. Ο κόσμος άρχισε τότε ν’ αφήνει πίσω του την εσφαλμένη αντίληψη ότι η εξέλιξη δουλεύει «για το καλό των ειδών» (έννοια ξεπερασμένη, απομεινάρια της οποίας μπορεί κανείς να συναντήσει ακόμα και σε σημερινά ντοκιμαντέρ με θέμα τη φύση). Αντ’ αυτού, άρχισε να βλέπει την εξέλιξη πιο σωστά, δηλαδή ως αποτέλεσμα ενός είδους αναπαραγωγικού εγωισμού, όπου εκείνο που έχει σημασία είναι μόνο η επιτυχία του ατόμου να μεταφέρει τα γονίδιά του στην επόμενη γενιά. Η εξέλιξη δεν «νοιάζεται» για τα είδη· αν δηλαδή ένα άτομο με κοχλιάριο σπέρματος καταπόντιζε τις πιθανότητες ανταγωνισμού με άλλα αρσενικά, τότε αυτό η εξέλιξη θα το ευνοούσε. Ο Ουάτζ ήταν λοιπόν ένας από τους πρώτους επιστήμονες που άρχισε να θέτει τα ουσιώδη ερωτήματα που αφορούν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η εξέλιξη· και, αφού η εξέλιξη έχει να κάνει με την αναπαραγωγή, ο ίδιος και άλλοι σύγχρονοι βιολόγοι θ’ άρχιζαν, αργά ή γρήγορα, να μελετούν εκ του σύνεγγυς και τα γεννητικά όργανα των ζώων.

Την ίδια επαναστατική εποχή υπήρχαν και άλλοι νέοι βιολόγοι που άρχιζαν να έχουν παρόμοιους προβληματισμούς. Ένας απ’ αυτούς ήταν κάποιος προπτυχιακός φοιτητής βιολογίας, ο οποίος τη δεκαετία του 1960 εξασφάλιζε ένα μικρό επιπλέον εισόδημα κάνοντας μικροδουλειές στην αποθήκη του Μουσείου Συγκριτικής Ζωολογίας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Η δουλειά που του είχε ανατεθεί ήταν να συμπληρώνει μέχρι πάνω με αλκοόλη τα δοχεία που περιείχαν διατηρημένα ζώα και να οργανώνει τα αταξινόμητα είδη αραχνών. Βρίσκοντας διάφορους οδηγούς ταξινόμησης, ο συγκεκριμένος φοιτητής άρχισε ν’ αναρωτιέται γιατί τα είδη αραχνών διακρίνονται τόσο συχνά από τον τρόπο με τον οποίο σχηματίζονται τα γεννητικά τους όργανα. Ρωτώντας δεξιά κι αριστερά στο Μουσείο, του είπαν απλώς ότι «έτσι είναι». Τα γεννητικά όργανα στα διάφορα είδη ζώων, είτε πρόκειται για αράχνες είτε για κανθαρίδες (ισπανικές μύγες) είτε για κερκοποειδή, είναι συχνά πολύ διαφορετικά, ακόμη κι αν δύο είδη συγγενεύουν μεταξύ τους και εξωτερικά μοιάζουν. Οι προϊστάμενοί του του είπαν ότι πιθανότατα οι γενετικές διαφορές επηρεάζουν επίσης τυχαία το σχήμα των γεννητικών οργάνων ― γεγονός πολύ χρήσιμο αν θέλεις να ταυτοποιήσεις αράχνες, αλλά ενδεχομένως χωρίς ιδιαίτερη βιολογική σημασία. Ο φοιτητής μας, μολονότι δεν είχε πειστεί, αλλά και χωρίς να είναι σε θέση να επιχειρηματολογήσει για το αντίθετο, άφησε το ερώτημα να  ξεχαστεί σε κάποια κρυφή γωνιά του μυαλού του. Πήρε το πτυχίο του και σταδιακά έγινε ένας παραγωγικός και πετυχημένος τροπικός βιολόγος στο Ινστιτούτο Τροπικής Έρευνας του Ιδρύματος Σμιθσόνιαν (Smithsonian Institution’s Tropical Research Institute) στον Παναμά.

Το όνομα του εν λόγω φοιτητή ήταν Μπιλ Έμπερχαρντ.

Όταν, πολλά χρόνια αργότερα, το τεύχος του Science με το άρθρο του Ουάτζ για το πέος της λιβελούλας βρέθηκε στο γραφείο του, εκείνος ο παλιός γρίφος που τον είχε απασχολήσει ως προπτυχιακό φοιτητή επανεμφανίστηκε με τη μορφή μιας μικρής πνιχτής κραυγής που ξεπηδά μέσα από αλλεπάλληλες στρώσεις πνευματικής σύγχυσης. Μήπως τελικά τα γεννητικά όργανα, στις αράχνες όπως και σε άλλα ζώα, διαφέρουν τόσο πολύ επειδή το καθένα αποτελεί ένα διαφορετικό σάρωθρο σπέρματος;

Συμπτωματικά, εκείνη την περίοδο, ο Έμπερχαρντ ετοιμαζόταν να ξεκινήσει μια εξάμηνη θητεία ως επισκέπτης επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν. Αυτό του έδωσε την ευκαιρία να περάσει αρκετές εβδομάδες στη βιβλιοθήκη, όπου κατόρθωσε τελικά ένα από τα σπάνια επιτεύγματα ενοποίησης διαφορετικών βιολογικών θεωριών. Συχνά δεν γίνεται αντιληπτό ότι η κύρια πηγή έμπνευσης στη βιολογία ―η ατελείωτη ποικιλότητα της ζωής― είναι ταυτοχρόνως και ένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματά της. Οι βιολόγοι ―περισσότερο π.χ. από τους χημικούς ή τους μαθηματικούς― τείνουν να χωρίζονται μεταξύ τους από αθέατους φραγμούς που ορθώνονται ανάμεσά τους ανάλογα με την εξειδίκευση του καθενός σ’ ένα συγκεκριμένο είδος οργανισμού. Πολύ συχνά θεωρούν τον εαυτό τους εντομολόγο, αν δουλεύουν με έντομα, ή βοτανικό, αν αντικείμενό τους είναι τα φυτά ― ή ακόμα και κωπηποδολόγο, κολεοπτερολόγο ή κηκιδομυγολόγο (αν ασχολούνται με τα κωπήποδα, τα σκαθάρια ή τις κηκιδόμυγες, αντίστοιχα).  

Πέραν τούτου, κάθε τομέας που σχετίζεται μ’ έναν συγκεκριμένο οργανισμό έχει τα δικά του συνέδρια, τις δικές του επαγγελματικές κοινότητες και τα δικά του περιοδικά, κάτι που επιβεβαιώνει περαιτέρω τούτη την τάση διαχωρισμού.

Σε αντίθεση με τους φυσικούς, φέρ’ ειπείν, για τους οποίους ένα νετρόνιο είναι ένα νετρόνιο και τίποτε άλλο, οι βιολόγοι δεν είναι ποτέ σίγουροι για το κατά πόσον ό,τι ισχύει σε ένα είδος οργανισμού ισχύει και στα άλλα ― ή, ακόμη χειρότερα, δεν νοιάζονται καθόλου για την έννοια της ευρείας εφαρμογής. Όπως άλλωστε έλεγε με θλίψη ο οικολόγος Στήβεν Χάμπελ, αν ο Γαλιλαίος ήταν βιολόγος, θα είχε περάσει όλη του τη ζωή καταγράφοντας τις τροχιές διαφορετικών ζώων που ρίχνονταν από τον Κεκλιμένο Πύργο της Πίζας χωρίς να συλλάβει ποτέ την ιδέα της επιτάχυνσης της βαρύτητας.

Η βιολογία, όμως, προοδεύει ουσιαστικά όταν κάποιος τολμά να κάνει μια τομή σε όλα τα ποικίλα πεδία της και ν’ αναζητήσει τα γενικά πρότυπα. Αυτό ακριβώς έκανε ο Έμπερχαρντ όταν κλείστηκε στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν κι άρχισε να κατεβάζει απ’ τα ράφια βιβλία σχετικά με τα γεννητικά όργανα του ποντικού και του τυφλοπόντικα, των σαλιγκαριών και των φιδιών, των κουρκουλιονιδών και των φαλαινών. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1985, ό,τι ξεκίνησε σαν μια μικρή ευχάριστη ενασχόληση είχε μετατραπεί στην, κλασική πλέον, μελέτη 256 σελίδων που εκδόθηκε από το Harvard University Press με τίτλο Φυλετική επιλογή και γεννητικά όργανα των ζώων (Sexual selection and animal genitalia).

Στο έργο αυτό, ο Έμπερχαρντ αφενός καταπλήσσει τον αναγνώστη με μια μακροσκελέστατη παράθεση αξιοθαύμαστα σχηματισμένων ζωικών τσουτσουνιών και αφετέρου κάνει δύο σημαντικές παρατηρήσεις. Πρώτον, ότι τα γεννητικά όργανα είναι εξαιρετικά σύνθετα συστήματα, πολύ πιο σύνθετα από το να εκτελούν τη σχετικά απλή ενέργεια της εναπόθεσης  και πρόσληψης σταγονιδίων γεννητικών κυττάρων. Ο αρσενικός ψύλλος της κότας, λόγου χάρη, έχει ένα «πέος» που στην πραγματικότητα το απαρτίζουν μια πληθώρα από πλάκες, χτένια, ελατήρια και μοχλούς ― μοιάζει περισσότερο με ανατιναγμένο παλιό ρολόι παρά με σύριγγα (κάτι που θα αρκούσε αν ο μοναδικός ρόλος του ήταν απλώς να εκτοξεύει σπέρμα στο θηλυκό). Η δεύτερη παρατήρηση του Έμπερχαρντ ήταν ότι, στο ζωικό βασίλειο, κανένα μέρος του σώματος δεν εξελίσσεται τόσο γρήγορα όσο τα γεννητικά όργανα.

Στο βιβλίο του, ο Έμπερχαρντ υποστήριξε ότι τα αναπαραγωγικά όργανα των ζώων βρίσκονται υπό συνεχή, έντονη και πολλαπλών στόχων φυλετική επιλογή, συμπεριλαμβανομένης εκείνης που αποκάλυψε ο Ουάτζ, αλλά σαφώς δεν περιορίζεται σε αυτήν. Για τούτον ακριβώς τον λόγο είναι τόσο σύνθετα και διαφέρουν σε τέτοιον βαθμό από το ένα είδος στο άλλο ― κάτι που οι ταξινόμοι (η ειδική ομάδα βιολόγων που ασχολούνται με την οριοθέτηση, την περιγραφή, την ονοματοδοσία και την ταξινόμηση της βιοποικιλότητας) ευχαρίστως χρησιμοποιούσαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα ως έναν εύκολο τρόπο για να διακρίνουν μεταξύ τους τα είδη. Τα «απόκρυφα» των ζώων είναι ουσιαστικά η σκηνή πάνω στην οποία παίζεται μια εξελικτική οπερέτα που θα έκανε ακόμα και τον Δαρβίνο να κοκκινίσει ― μια εξελικτική οπερέτα που την παρέβλεπαν τελείως πολλές γενιές βιολόγων, παρότι τα γεννητικά όργανα είναι ίσως το καλύτερο μέρος του σώματος για να φανεί η δύναμη της εξέλιξης.

Οι ενδείξεις, παρ’ όλα αυτά, υπήρχαν ― και, στην κυριολεξία, μας κοιτούσαν κατά πρόσωπο. Οι άνθρωποι και τα συγγενικά τους πρωτεύοντα δεν εξαιρούνται από την επιταχυνόμενη εξέλιξη των γεννητικών οργάνων που περιέγραψε ο Έμπερχαρντ. Ξεχάστε λοιπόν τον πρόσθιο εγκέφαλο, τους κυνόδοντες και τα αντιτακτά μεγάλα δάχτυλα των ποδιών: οι  μεγαλύτερες ανατομικές διαφορές ανάμεσα σ’ εμάς και στον πλησιέστερο συγγενή μας, τον χιμπατζή, εντοπίζονται στα γεννητικά όργανα. Ο ανθρώπινος κόλπος πλαισιώνεται από δύο ζεύγη δερματικών πτυχώσεων, τα μικρά και τα μεγάλα χείλη. Η κλειτορίδα είναι μια διμερής δομή κατά μήκος των τοιχωμάτων του κόλπου· μόνο η σχετικά μικρή βάλανος είναι εξωτερικά εμφανής, καλυμμένη από την κλειτοριδική ακροποσθία και τοποθετημένη στο σημείο όπου τα μικρά χείλη ενώνονται. Ο κόλπος των χιμπατζήδων, από την άλλη, δεν έχει μικρά χείλη, φέρει κλειτοριδική βάλανο μεγαλύτερη και με κατεύθυνση προς τα κάτω, και περιέχει εξειδικευμένο ιστό που κάνει τα χείλη και την ακροποσθία της κλειτορίδας να πρήζονται πάρα πολύ κατά τη γόνιμη φάση του έμμηνου κύκλου, προκαλώντας διόγκωση του κόλπου και αύξηση του λειτουργικού του βάθους κατά 50%. Όμως και στην άλλη πλευρά του σεξουαλικού δίπολου, οι διαφορές ανάμεσα στα δύο αδελφά είδη δεν είναι λιγότερο εντυπωσιακές. Το ανθρώπινο πέος είναι παχύ και με στρογγυλοποιημένο άκρο, δεν φέρει οστά, έχει μια ταινία (όγκωμα) γύρω από τη λεία βάλανο και διαθέτει ακροποσθία. Έχει επίσης δύο σηραγγώδη σώματα (τον σπογγοειδή ιστό που διογκώνεται κατά τη στύση). Αντιθέτως, το πέος στους χιμπατζήδες είναι λεπτό και με μυτερό άκρο, φέρει ένα οστό (baculum) στο εσωτερικό του, δεν έχει βάλανο ούτε ακροποσθία, ενώ διαθέτει μόνο ένα σηραγγώδες σώμα. Επίσης, φέρει κατά μήκος των πλευρών του πολλές μικροσκοπικές και σκληρές άκανθες.

Με άλλα λόγια, η εξεζητημένη ποικιλότητα ―βιοποικιλότητα― των γεννητικών οργάνων, που ανέδειξε ο Έμπερχαρντ, φτάνει μέχρι και στο ανθρώπινο είδος. Και μολονότι τα στοιχεία για την ύπαρξη του συγκεκριμένου προτύπου στον ζωικό κόσμο είχαν καταγραφεί εκτενώς σε έγκριτους τόμους συγκριτικής ανατομικής και συστηματικής ζωολογίας του  19ου και του 20ού αιώνα, κανένας δεν είχε μπει στον κόπο να τα εξηγήσει πριν από τον Έμπερχαρντ.

***

Μέννο Σχίλτχαϋζεν - Γενετήσια παιχνίδια,
 
Τα γεννητικά όργανα των ζώων και οι ιδιοτροπίες της εξέλιξης
Μετάφραση: Μαριλένα Παπαϊωάννου
Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης