Χρῆστος Γιανναρᾶς: «Ὁ χαμένος παράδεισος ζεῖ μέσα μας στὶς στιγμὲς τῆς μεγάλης χαρᾶς...»
Τὸ ἀληθινὸ πάθος εἶναι ἡ μεγάλη καὶ ἀπεριόριστη δίψα τῆς ψυχῆς, ἡ τραγικὴ πάλη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ ξεπεράσει τὸ μέτριο καὶ τὸ συμβατικό.
Μοναξιὰ δὲν εἶναι ἡ ἔλλειψη τῆς συντροφιᾶς, ἀλλὰ ἡ βαθειὰ συναίσθηση μιᾶς τέλειας μοναχικότητας, ἕνα αἴσθημα ἐγκατάλειψης ἀπ᾿ ὅλους κι ἀπ᾿ ὅλα μέσα στὴ ζωή.
Ὁ χαμένος παράδεισος ζεῖ μέσα μας στὶς στιγμὲς τῆς μεγάλης χαρᾶς, στὸ πλησίασμα ἑνὸς ἀνθρώπου, μιᾶς ἀλήθειας, μιᾶς ἀγάπης ἢ μιᾶς ὀμορφιᾶς.
Οἱ στιγμὲς τῆς δυνατῆς ζωῆς μᾶς πείθουν πὼς ὁ χαμένος παράδεισος δὲν ἔχει ἀνεπανόρθωτα χαθεῖ.
Μανώλης Ρασούλης | Ιούλιος στη Σαντορίνη
Θυμήσου Ιούλιο στη Σαντορίνη
πάνω σου έσκυβα και ήσουν νερό
όπου σ’ αγκάλιασα κάτι έχει μείνει
Χνάρι από μύθο αλλοτινό
Διονύσης Καρατζάς | Ιούλιος
Λουδοβίκος των Ανωγείων | Ιούλιος κι ο άνεμος
Νικηφόρος Βρεττάκος | Αν σου λείψω μια νύχτα
Μάγια Αγγέλου | Άυπνη (INSOMNIAC)
Κώστας Ταχτσής | Ποιος
Ποιος να μου τόλεγε
ότι σήμερα
θα γράψω αυτό το ποίημα
τόσο μικρό ποίημα
για να γιορτάσω την απουσία σου…
Samuel Beckett, Ποιήματα συνοδευόμενα από σαχλοκουβέντες
Τι θα ‘κανα χωρίς αυτόν τον κόσμο
χωρίς πρόσωπο
χωρίς απορίες
όπου η ψυχή δε ζει παρά μια στιγμή
όπου κάθε στιγμή
χάνεται στο κενό
Γιάννης Ρίτσος | Περσεφόνη
Την απώλεια μόλις την ένιωσα στην άκρη των χειλιών μου
που ξαφνικά στεγνώσαν· — δε σχημάτιζαν φθόγγο ή διάθεση φθόγγου,
μονάχα η μακρινή, σκοτεινή ελευθερία, ανταμωμένη
σώμα με σώμα — εγώ κι εκείνη — η μια μέσα στην άλλη — ένα απίστευτο σώμα.
Τάσος Λειβαδίτης: «Συλλογιέμαι τη μοναξιά...»
Συλλογιέμαι τη μοναξιά ενός παιδιού που παίζει ολομόναχο σ’ έναν κήπο μες στην ερημιά του καλοκαιρινού απομεσήμερου.
Ίσως οι πιο ωραίοι στίχοι ενός ποιητή ν’ άρχισαν εκεί.
Ω θλίψη
Έπρεπε να ξεφύγω, αλλιώς ήμουν χαμένος, αλλά ο άγνωστος του σταθμού με περίμενε κιόλας στην άκρη του ταξιδιού μου.
Μίλτος Σαχτούρης | Αστεροσκοπείο
Διαρρήχτες του ήλιου
δεν είδαν ποτέ τους πράσινο κλωνάρι
δεν άγγιξαν φλογισμένο στόμα
δεν ξέρουν τί χρώμα έχει ο ουρανός
Γιάννης Ρίτσος | Η εκλογή
Οι σύντροφοί του αποκοιμήθηκαν επάνω στα σκοινιά της πρύμης·
κι ήρθεν αυτή, τον έπιασε απ’ το χέρι και τον έφερε
λίγο πιο πάνω απ’ την ακρογιαλιά· πλάγιασε δίπλα του
κι όλα του τα ’πε, σα θνητή στο σύζυγό της· δεν του ’κρυψε τίποτα —
τί δυσκολίες θα συναντούσε, τί προφυλάξεις να έπαιρνε.