Ηράκλειτος - Να απαλλαγεί από το υγρό!

31.05.2017
Ηράκλειτος - Να απαλλαγεί από το υγρό!

O Ηράκλειτος, γύρω στο 480 π.χ., στα περίχωρα της Εφέσου...

Ο Ηράκλειτος φεύγει. Κατευθύνεται προς τα βουνά. Δεν θέλει πια να δει κανέναν. Εκεί, τρέφεται με φυτά και χόρτα που μαζεύει από δω κι από κει στους περιπάτους του. «Κα­νείς δεν μπορεί να μπει ανάμεσα σε αυτά τα φυτά και σ’ εμένα. Για να τα κόψω δεν χρειάζεται να κάνω καμία συ­ναλλαγή με τους ανθρώπους». Λέει «τους ανθρώπους» με μία έκφραση αηδίας, που μπορούμε να την αποδώσουμε ή σ’ αυτό το, επίμονο και οριστικό, μίσος που τρέφει για τους ανθρώπους, ή στην πικράδα του φυτού που μόλις κατάπιε.

Με αυτή τη διατροφή, τελικά κλονίζεται η υγεία του. Τα χέρια του, τα πόδια του πρήστηκαν κατά τη διάρκεια της νύχτας. Εάν μπορούσε να δει το πρόσωπό του κάτω από τη γενειάδα που το κρύβει, θα έβλεπε ένα πρόσωπο πρησμένο. Οι ιστοί του είναι γεμάτοι νερό. Ο Ηράκλειτος υποφέρει από υδρωπικία. Πρέπει να βρει ένα φάρμακο, προτού η ίδια η ψυχή, μέσα σε αυτή τη γενικευμένη υγρα­σία, χάσει τη ξηρότητα που τη χαρακτηρίζει.

Έτσι, ο σοφός, αναμαλλιασμένος, κατεβαίνει από το βουνό και ζητάει βοήθεια από τους γιατρούς. Εάν η ψυχή αναδύεται από μία πρώτη Φωτιά, από μία αέναη Φωτιά, εάν είναι καθήκον κάθε ανθρώπου, ανάλογα με το πώς ο ίδιος αντιλαμβάνεται τη συμμετοχή του στα εγκόσμια, να συντηρήσει αυτή τη φωτιά, η παρουσία αυτού του νερού στο σώμα του είναι κακή. «Μπορείτε να μετατρέψετε τη βροχή σε ξηρασία;» ρωτάει τους θεραπευτές. Εκείνοι τον κοιτάζουν ανήσυχοι. «Μπορείτε, ναι ή όχι, να αποβάλετε το υγρό;» Αυτοί του συστήνουν μόνο ανάπαυση.

Με αργές κινήσεις επειδή το σώμα του είναι πάρα πο­λύ βαρύ, ο Ηράκλειτος φεύγει πάλι από την πόλη. Με τη βοήθεια των υπηρετών του, περπατά, ιδρώνει, εξαντλείται μέσα στη ζέστη της μέρας. Τέλος, σταματά κοντά σ’ ένα στάβλο. Εδώ όλα είναι ήρεμα. Οι αγελάδες μηρυκάζουν μέσα στην ησυχία. Ο δάσκαλος έδωσε τη διαταγή να αλεί­ψουν το σώμα του με σβουνιά, μόλις ξαπλώσει στον ήλιο. Κανένας ποτέ δεν είχε δώσει παρόμοια διαταγή.

Αποκαμωμένος από το περπάτημα, τη ζέστη, την αρρώ­στια, ο Ηράκλειτος ξαπλώνει. Αφήνει τη φωτιά του ουρανού να καταβροχθίσει το σώμα του, για να αποβάλει το νερό και να δώσει στην ψυχή ότι χρειάζεται για να ακτινοβολήσει. Να την αποστραγγίσει. «Κάνετε τώρα ότι σας είπα», διατά­ζει. Έτσι, όλοι δραστηριοποιούνται. Άλλοι ακουμπούν τη σβουνιά κοντά στον φιλόσοφο, άλλοι, αλείφουν το σώμα του με πολύ μεγάλη φροντίδα. Εκείνος, όταν δεν φαίνονται πια παρά μόνο τα μάτια του, λέει: «Αρκεί». Μέσα σ’ αυτό το κα­μίνι, περιμένει τη Φωτιά να τον πάρει. Γιατί η Φωτιά πρέπει πάντα να θριαμβεύει. Μπροστά στην άβυσσο, ο φιλόσοφος επιμένει ακόμα, σίγουρος για το δόγμα του.

Βραδιάζει. Οι υπηρέτες επιστρέφουν για να κοιμη­θούν. Για ένα μεγάλο μέρος της νύχτας, το κέλυφος από σβουνιά του ανεβάζει ακόμα τη θερμοκρασία. Το πρωί, ο φιλόσοφος είναι νεκρός.

Με το πρώτο φως του ήλιου, οι υπηρέτες ξαναγύρισαν. Βρήκαν τον φιλόσοφο σκεπασμένο από ένα στρώμα σβου­νιάς. Τον φώναξαν χωρίς να πάρουν απάντηση. Μήπως έπαθε ασφυξία; Προσπαθούν να ξεκολλήσουν τη σβουνιά από το δέρμα, αλλά εξαιτίας της υψηλής θερμοκρασίας, έχουν γίνει ένα και δεν μπορούν να διαχωριστούν. Τι να κάνουν; Τον φωνάζουν ξανά και ξανά. Τον σκουντάνε.

«Ξύπνα!» Καμία ένδειξη δεν τους επιτρέπει να σκεφτούν ότι ο φιλόσοφος απλά κοιμάται. Απομακρύνονται. Τον αφήνουν μέσα στον τάφο του. Η Φωτιά νίκησε;

****

Απόσπασμα από το βιβλίο “Είναι τρελοί αυτοί οι σοφοί!” των Ροζέ-Πολ Ντρουά και Ζαν-Φιλίπ ντε Τονάκ