Κατερίνα Αγγελάκη-Ρούκ: «Δύο πράγματα δε μπορείς να κοιτάξεις κατάματα. Τον ήλιο και τον θάνατο..»
Γράφω πάντα πρωί. Γράφω πάντα λυπημένη.
Αισθάνομαι ένα κενό και αυτόματα έρχεται το ποίημα σαν φάρμακο.
Οδυσσές Ελύτης - «Η ποδηλάτισσα»
Μενέλαος Λουντέμης, Η Σίικα
Σ’ ένα στενορύμι με κουρασμένα πέτρινα σπίτια καθότανε κείνη, και στ’ αντικρινό κουρελόσπιτο με τη φαγωμένη σκεπή, εγώ.
Ήταν ξανθιά. Πήγαινε στην Τρίτη του σκολειού. Είχε τα χέρια της γιομάτα μελάνια και τα τετράδιά της γιομάτα μηδενικά.
Για την αλήθεια οι πιο πολλές μελανιές του χεριού της ήταν απ’ τη βέργα του δασκάλου παρά απ’ την καλαμαριά της –μα ας είναι…
Κωστής Παλαμάς - Ἔρθης δὲν ἔρθης
Ἔρθης δὲν ἔρθης, ἐγὼ θὰ σύρω
τ’ἀργὰ τὰ πόδια γοργὰ ὡς ἐκεῖ,
τὸ κουρασμένο κορμὶ νὰ γείρω
στὴν ἔρμη πέτρα τὴ μυστική.
Μενέλαος Λουντέμης - «Ας μη μετρήσουμε»
Ας μην καθήσουμε να μετρήσουμε
Ποιανού δάκρυα ήταν πιο ζεστά.
Μπορεί πιο ζεστά να’ ναι κείνα
Που δε χύθηκαν ακόμη.
Βαμβουνάκη: «Το χάος της εποχής μας είναι –όπως σε κάθε εποχή- αντανάκλαση του μέσα χάους μας..»
[…] Σήμερα που όλα ωθούν τους νέους να αγαπηθούν ελεύθερα, εκείνοι λες και αρνούνται.
Οι γονείς τούς προτρέπουν να ζευγαρώσουν, τους επιτρέπουν να ζουν ένα ειδύλλιο ελεύθερα, στα σχολεία γίνεται σεξουαλική ενημέρωση, η τηλεόραση τους τα φανερώνει από το πρωί μέχρι το βράδυ όλα και τα πιο σκανδαλιστικά, οι αφίσες στους δρόμους κρέμονται ερεθιστικές κι όμως…
Νίτσε: «Για τις αγέρωχες φύσεις, η εύκολη λεία είναι κάτι το ευκαταφρόνητο..»
Κάθε άνθρωπος με το να κάνει το καλό η το κακό, εξασκεί τη δύναμη του σε άλλους... και δεν ζητά τίποτε περισσότερο. Κάνοντας το κακό, εξασκείς τη δύναμη σου σ' όλους εκείνους που είσαι αναγκασμένος να τους κάνεις να την νοιώσουν, να την αισθανθούν, γιατί το κακό, ο πόνος δηλαδή, για τον σκοπό αυτό, είναι ένα μέσο περισσότερο αισθητό από την ηδονή.
Wislawa Szymborska – Κεραυνοβόλος έρωτας
Πίστευαν και οι δυο ακράδαντα
ότι ένα ξαφνικό πάθος τους ένωσε.
Μια τέτοια βεβαιότητα είναι ωραία,
αλλά η αβεβαιότητα είναι ακόμη πιο ωραία.
Τζωρτζ Όργουελ – Η Νέα Ομιλία
«Πώς πάει το Λεξικό;» είπε ο Γουίνστον, υψώνοντας τη φωνή του για ν΄ ακουστεί.
«Αργεί», είπε ο Σάιμ. «Βρίσκομαι στα επίθετα. Είναι συναρπαστικό».
Έλαμψε αμέσως μόλις έγινε λόγος για τη Νέα Ομιλία. Έσπρωξε από μπροστά του τη γαβάθα, πήρε το ψωμί στο ένα ντελικάτο χέρι και το τυρί στο άλλο, κι έσκυψε πάνω στο τραπέζι για να μπορεί να μιλάει χωρίς να φωνάζει.
Δημήτρης Λιαντίνης: «Καημένα παιδιά. Όσα είσαστε ακόμη ζωντανά...»
Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ: «Είναι τόσο μυστήρια η χώρα των δακρύων!»
Με κοίταξε άναυδος.
— Με σοβαρά πράματα!
Με έβλεπε, με το σφυρί στο χέρι και τα δάχτυλα μαύρα απ’ το γράσο,σκυμμένο πάνω από ένα αντικείμενο που του φαινόταν πολύ άσχημο.
Καζαντζάκης: «Πότε θ’ ανοίξουν οι αγκαλιές μας, πέτρες, λουλούδια και βροχή κι άνθρωποι ν’ αγκαλιαστούμε;»
«-Να ξέραμε, αφεντικό, είπε, τι λένε οι πέτρες, τα λουλούδια, η βροχή!
Μπορεί να φωνάζουν, να μας φωνάζουν, κι εμείς να μην ακούμε.
Να, όπως κι εμείς φωνάζουμε κι αυτά δεν ακούνε.