Όμως, στο κρισιμότερο σημείο δεν του ’δωσε καμιάν ορμήνια,
απλώς πληροφορίες. Έπρεπε μόνος —λέει— να κρίνει
και μόνος να διαλέξει, (ποιά εκλογή χωρούσε
ανάμεσα στα δυο τα χείριστα;)
Ναι, μόνος όπως κι απόμεινε στην αγριοσυκιά, κρεμάμενος σα νυχτερίδα,
πάνω απ’ τα μαύρα σπλάχνα του αδειασμένου βυθού, περιμένοντας
τη νέα σύντομη εκπνοή της θάλασσας,
μόνος στο τελευταίο του πήδημα μες στον ωκεανό, και μόνος ύστερα
πάνω στ’ αστροπελεκημένο του κατάρτι. Αυτή, τουλάχιστον,
η δόξα ήταν απόλυτα δική του — ίσως κι η μόνη.
Γιάννης Ρίτσος. 1966. Μαρτυρίες. Σειρά δεύτερη. Αθήνα: Κέδρος.