Κι ένιωσα τότε το χέρι του τυλιγμένο στη μέση μου
τραχύ, δασύτριχο, μυώδες, να δαμάζει την αντίστασή μου· —ποιάν αντίσταση;—
εγώ δεν ήμουν εγώ· — κανένας φόβος λοιπόν για μια ταπείνωση· τα πάντα
είχαν ακινητήσει σε μια απέραντη διαύγεια
ενός συντελεσμένου ακατόρθωτου.
«Φοβάσαι;», μου είπε
(τί ανίσχυροι που ’ναι οι πολύ δυνατοί· — φοβούνται πάντα
μήπως δεν τους φοβόμαστε όσο πρέπει, — οι ωραίοι, οι ανύποπτοι
μέσα στην παιδική αλαζονεία τους). «Ναι, του είπα, — φοβάμαι»,
κι εκείνος μ’ έσφιξε πάνω του πιότερο, τόσο που αισθάνθηκα του χεριού του το τρίχωμα
να εισδύει μέσ’ απ’ τους πόρους μου σα να ’μουν δεμένη στο σώμα του
με χιλιάδες λεπτότατες ρίζες — καθόλου δεσμευμένη, μια κι ήμουν αφημένη.
Γ. Ρίτσος, Περσεφόνη -απόσπασμα