Daniel Goleman - Η θεραπευτική δύναμη της συναισθηματικής στήριξης

Daniel Goleman - Η θεραπευτική δύναμη της συναισθηματικής στήριξης

Στις Περιπέτειες του Ρομπέν των Δασών, ο Ρομπέν συμβουλεύει ένα νεαρό οπαδό: «Πες μας τα βάσανά σου και μίλα ελεύθερα. Αν κυλήσουν σαν το ρυάκι τα λόγια, η καρδιά θα ξαλαφρώσει από τη θλίψη της. Είναι σαν ν’ ανοίγεις τη βάνα για τα απόνερα, όταν η δεξαμενή του μύλου έχει πια πλημμυρίσει».

Αυτό το μικρό δείγμα λαϊκής σοφίας αξίζει πολλά. Φαίνεται πως το ξελάφρωμα μιας ταραγμένης καρδιάς είναι σπουδαίο γιατρικό. Η επιστημονική επαλήθευση της συμβουλής του Ρομπέν έρχεται από τον Τζέιμς Πενμπέικερ, ψυχολόγο σ’ ένα Πανεπιστήμιο Μεθοδιστών του Νότου, ο οποίος διεξήγαγε μια σειρά πειράματα στα οποία ζητούσε από τους ανθρώπους να μιλήσουν για τα ζητήματα που απασχολούσαν τη σκέψη τους και αποκόμιζε ένα ευεργετικό ιατρικό αποτέλεσμα.

Η μέθοδός του είναι εντυπωσιακά απλή: ζητάει από τους ανθρώπους να γράψουν, για δεκαπέντε έως είκοσι λεπτά τη μέρα και επί πέντε περίπου μέρες, για παράδειγμα, «την πιο τραυματική εμπειρία όλης τους της ζωής» ή κάποια πιεστική ανησυχία της στιγμής. Αυτό που γράφουν οι άνθρωποι, εφόσον το θέλουν, μπορούν να το κρατήσουν αποκλειστικά δικό τους και να μην το ανακοινώσουν.

Τα αποτελέσματα αυτής της εξομολόγησης είναι εντυπωσιακά: ενίσχυση της ανοσοποιητικής λειτουργίας, σημαντική μείωση των επισκέψεων σε ιατρικά κέντρα για τους επόμενους έξι μήνες, λιγότερες απουσίες από τη δουλειά και ακόμα καλύτερη λειτουργία των ηπατικών ενζύμων. Επιπλέον, αυτοί οι οποίοι, γράφοντας τα γεγονότα, εμφάνισαν στο κείμενό τους περισσότερα στοιχεία διαταρακτικών συναισθημάτων παρουσίαζαν και τη μεγαλύτερη βελτίωση στην ανοσοποιητική τους λειτουργία. Μια συγκεκριμένη διαδικασία λειτούργησε ως η «υγιέστερη μέθοδος» για να εκτονωθούν τα διαταρακτικά συναισθήματα: κατ’ αρχήν εκφράστηκε έντονη θλίψη, άγχος και θυμός —όποια κι αν ήταν τα διαταρακτικά συναισθήματα που έφερνε στο φως το εκάστοτε πρόβλημα. Και, στη συνέχεια, τις επόμενες ημέρες πλέχθηκε ο ιστός της αφήγησης και βρέθηκε κάποιο νόημα στην εκάστοτε τραυματική ιστορία.

Αυτή η διαδικασία, φυσικά, μοιάζει να συγγενεύει με αυτό που συμβαίνει όταν οι άνθρωποι εξερευνούν τέτοιου είδους προβλήματα κατά την ψυχοθεραπεία. Πράγματι, τα ευρήματα του Πενμπέικερ υποδηλώνουν μια αιτία για την οποία άλλες μελέτες δείχνουν ότι οι ασθενείς που υποβλήθηκαν και σε ψυχοθεραπεία μαζί με την ιατρική αγωγή ή τη χειρουργική επέμβαση εξελίσσονταν πολύ καλύτερα από παθολογική άποψη σε σύγκριση με εκείνους που υποβλήθηκαν μόνο σε βιοϊατρική θεραπεία.

"Ίσως η πιο ισχυρή απόδειξη της θεραπευτικής δύναμης της συναισθηματικής στήριξης εμφανίστηκε —από μια μελέτη στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ— σε ομάδες που αποτελούνταν από γυναίκες σε προχωρημένο μεταστατικό στάδιο καρκίνου του μαστού. Μετά από μια αρχική θεραπεία, η οποία συχνά περιελάμβανε και χειρουργική επέμβαση, ο καρκίνος είχε επανεμφανιστεί και εξαπλωνόταν στο σώμα των γυναικών αυτών. Ήταν απλά θέμα χρόνου, κλινικά μιλώντας, ώσπου ο μεταστατικός καρκίνος να τις στείλει στο θάνατο. Ο Δρ. Ντέιβιντ Σπίγκελ, που διεξήγαγε τη μελέτη, αιφνιδιάστηκε και ο ίδιος από τα ευρήματα, όπως και όλη η ιατρική κοινότητα: γυναίκες με προχωρημένο καρκίνο του μαστού, που συμμετείχαν σε εβδομαδιαίες συναντήσεις μαζί με άλλες γυναίκες, ζούσαν δύο φορές περισσότερο από όσο γυναίκες με την ίδια πάθηση που την αντιμετώπιζαν μόνες τους.

Όλες οι γυναίκες ακολουθούσαν τη συμβατική θεραπευτική αγωγή. Η μόνη διαφορά ήταν ότι μερικές συμμετείχαν και στις ομάδες, όπου ήταν σε θέση να ξελαφρώσουν μιλώντας με άλλες γυναίκες, οι οποίες καταλάβαιναν τι αντιμετώπιζαν και ήταν πρόθυμες να ακούσουν τους φόβους τους, τους πόνους και το θυμό τους. Συχνά αυτός ήταν ο μόνος χώρος όπου οι γυναίκες μπορούσαν να εκ-φράσουν ανοιχτά τα συναισθήματά τους, επειδή άλλα άτομα στο περιβάλλον τους έτρεμαν να κουβεντιάσουν μαζί τους για τον καρκίνο και τον επερχόμενο θάνατο. Οι γυναίκες που συμμετείχαν στις συνεδρίες αυτές ζούσαν τριάντα επτά μήνες επιπλέον, κατά μέσο όρο, ενώ αυτές που υπέφεραν από την ίδια ασθένεια, αλλά δε συμμετείχαν σε ομάδες, πέθαιναν, κατά μέσο όρο, σε δεκαεννέα μήνες — επρόκειτο για ένα μεγαλύτερο χρονικό περιθώριο ζωής πέρα και έξω από οποιαδήποτε ιατροφαρμακευτική αγωγή.

Όπως το έθεσε ο Δρ. Τζίμι Χόλαντ, ο επικεφαλής ψυχολόγος-ογκολόγος στο Νοσοκομείο Μεμόριαλ Σλόαν-Κέτερινγκ, κέντρο αγωγής του καρκίνου στην πόλη της Νέας Υόρκης: «κάθε καρκινοπαθής θα έπρεπε να συμμετέχει σε μια τέτοια ομάδα». Και, πράγματι, αν αυτό που εξασφάλιζε τόση παράταση ζωής ήταν φάρμακο, οι φαρμακοβιομηχανίες θα συγκρούονταν μεταξύ τους για το ποια θα το πρωτοκατασκευάσει.

***

Ντάνιελ Γκόλμαν - Η συναισθηματική νοημοσύνη