Ελένη: "το πρόβλημα με τα κιλά μου...." (δεύτερο μέρος)

Ελένη: "το πρόβλημα με τα κιλά μου...." (δεύτερο μέρος)

Οι διαταραχές διατροφής που οδηγούν στην παχυσαρκία μπορεί να αρχίζουν από τις πρώτες μέρες της ζωής.

Η ανασφαλής μητέρα που ερμηνεύει κάθε κλάμα του μωρού της ως ένδειξη πείνας, άθελά της συνηθίζει το παιδί να καταφεύγει στο φαγητό κάθε φορά που έχει την ανάγκη από ανακούφιση ή καθησυχασμό.

Κατά την πρώτη ανάπτυξη του παιδιού, που ο Freud ονόμασε ως «στοματικό-αισθητηριακό στάδιο της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης», ο αναπτυσσόμενος άνθρωπος τείνει σταδιακά να ταυτίζει την ικανοποίηση της ανάγκης του/της για τροφή με βασικά αισθήματα ασφάλειας, άνεσης, ευδαιμονίας, καθώς η κάλυψη αυτής της πρωτογενούς ανάγκης για θρέψη συνδέεται με μία σημαντική συναισθηματική κάλυψη (δηλαδή ότι τα σημαντικά άτομα του περιβάλλοντος του/της, και ιδίως η μητέρα του/της, τον/την αγαπούν, τον/την φροντίζουν και τον/την αποδέχονται).

Η εξαρτημένη αυτή στάση απέναντι στην τροφή, που αναπτύσσει το βρέφος καθώς θηλάζει τη μητέρα του, καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις συναισθηματικές του στάσεις και το ρεπερτόριο των συμπεριφορών του στο υπόλοιπο της ζωής του, σε μία σειρά από ζητήματα, συμπεριλαμβανομένης και της σχέσης του με το φαγητό.

Οι δυσκολίες διατροφής ξεκινούν λοιπόν από μικρή ηλικία, καθώς ακόμα και παιδιά 8-9 ετών ασχολούνται με το βάρος και τη σωματική τους διάπλαση, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι κοινωνικοπολιτισμικές αξίες εσωτερικεύονται από τα παιδιά, ειδικά αν η οικογένεια προσφέρει το κατάλληλο έδαφος, και έτσι εκδηλώνονται με τη μορφή δυσκολιών διατροφής σε πολύ νεαρή ηλικία, ιδιαίτερα στα κορίτσια.

Η αποτελεσματική αντιμετώπιση των διαταραχών της σίτισης και της πρόσληψης της τροφής χρήζει λεπτομερούς εκτίμησης των συνηθειών κι της συμπεριφοράς της μητέρας σε θέματα που έχουν σχέση με τη διατροφή καθώς επίσης και διερεύνησης της ποιότητας των αλληλεπιδράσεων μεταξύ μητέρας και παιδιού.

Αν θέλαμε να προσδιορίσουμε με απλό τρόπο την παχυσαρκία, τότε θα μπορούσαμε να πούμε πως αυτή αναφέρεται στις περιπτώσεις όπου το βάρος ενός ατόμου ξεπερνά κατά 20% τουλάχιστον αυτό το οποίο θεωρείται φυσιολογικό για την ηλικία, το φύλο και το ύψος του.

Η παχυσαρκία ποικίλλει ανάλογα με το βαθμό και τη διάρκειά της. Επομένως, το παιδί το οποίο είναι ιδιαίτερα παχύσαρκο για πολλά χρόνια, διαφέρει από πολλές απόψεις από το παιδί το οποίο είναι ελαφρώς και περιοδικά παχύσαρκο. Γι’ αυτό, οι γενικευμένες απόψεις και εκτιμήσεις οι οποίες αναφέρονται στην παχυσαρκία δεν διευκολύνουν πάντα την κατανόηση του προβλήματος.

Σε διαχρονικές μελέτες έχει βρεθεί πως από τα παχύσαρκα παιδία ηλικίας πέντε ετών, μόνο το 35% θα έχουν κανονικό βάρος στην ηλικία των 15 ετών. Επίσης, το 80% των παιδιών τα οποία ήταν παχύσαρκα στις ηλικίες των 10-13 χρόνων βρέθηκε να είναι παχύσαρκα όταν αυτά ενηλικιώθηκαν.

Στην προεφηβική περίοδο, η παχυσαρκία αποτελεί παράγονται κινδύνου για την εκδήλωση διαταραχών διατροφής, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις των κοριτσιών, και αυτό μεταξύ άλλων, οφείλεται στο ότι οι συνομήλικοι συνήθως αδιαφορούν για τα παχύσαρκα παιδιά ή τα πειράζουν.

Τα πειράγματα αυτά οδηγούν στην ανάπτυξη του συναισθήματος του ανικανοποίητου σχετικά με την εξωτερική εμφάνιση τους και το γεγονός αυτό τα ωθεί σε ένα φαύλο κύκλο.

Πολλοί διαπίστωσαν πως τα παχύσαρκα παιδιά συχνά έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, επειδή η παχυσαρκία αποτελεί μια κατάσταση η οποία τα στιγματίζει και προκαλεί αρνητική ανατροφοδότηση, ωστόσο δεν βιώνουν όλα τα παιδιά την παχυσαρκία με τον ίδιο τρόπο και γι’ αυτό οι ψυχολογικές επιδράσεις της δεν είναι πάντα ίδιες.

Ορισμένα παιδιά, δεν αντιλαμβάνονται την παχυσαρκία ως μία κατάσταση η οποία τα στιγματίζει και γι’ αυτό δεν οδηγούνται σε μειωμένη αυτοεκτίμηση.

Έχει διαπιστωθεί πως η λειτουργικότητα της οικογένειας δεν επηρεάζει απλά το επίπεδο της παχυσαρκίας αλλά συντελεί ουσιαστικά τόσο στην πρόληψη όσο και στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας .αποδιοργανωμένες οικογένειες, οι οποίες δεν αναγνωρίζουν τις ανάγκες του παιδιού τους, συχνά προωθούν την αίσθηση της χαμηλής αυτοεκτίμησης καθώς επίσης και την απεριόριστη κατανάλωση φαγητού. Όταν το παιδί τρώει προκειμένου να ικανοποιήσει συναισθηματικές του ανάγκες, τότε είναι πιθανό να καταναλώνει περισσότερες θερμίδες απ’ αυτές που χρειάζεται κι έτσι να οδηγείται στην παχυσαρκία. Για το λόγο αυτόν είναι σημαντικό στις περιπτώσεις των παχύσαρκων παιδιών η θεραπευτική αντιμετώπιση να μην επικεντρώνεται μόνο στο ίδιο το παιδί αλλά και στην οικογένειά του.

Η Bruch διαπίστωσε μια περισσότερο περιοριστική θεωρία σε ό,τι αφορά την αιτιολογία της παχυσαρκίας. Αναγνωρίζει δύο βασικά ψυχογενείς αιτίες οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν στην παχυσαρκία.

Η πρώτη αναφέρεται στην αντιδραστική παχυσαρκία, όπου το παιδί καταναλώνει μεγάλες ποσότητες φαγητού μετά από κάποια τραυματική εμπειρία, όπως για παράδειγμα μετά από το θάνατο κάποιου γονέα. Τέτοιες περιπτώσεις, παρά το γεγονός ότι σπανίζουν στην παιδική ηλικία, αποτελούν προσπάθεια προστασίας του παιδιού από τη θλίψη.

Η δεύτερη ψυχογενής αιτία αναφέρεται στην περίπτωση της αναπτυξιακής παχυσαρκίας και σχετίζεται βασικά με τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του παιδιού. Στην περίπτωση αυτή, τα παιδιά έχουν μητέρες οι οποίες δεν είναι τόσο ευαίσθητες ώστε κατά τη βρεφική ηλικία να μπορούν να αναγνωρίζουν τις ανάγκες του παιδιού τους και τότε ενδέχεται κάθε κατάσταση ανησυχίας του παιδιού να την ερμηνεύουν ως πείνα. Κατά συνέπεια, καθώς το παιδί μεγαλώνει, μαθαίνει πως κάθε φορά που δεν νιώθει καλά πρέπει να τρώει. Έτσι λοιπόν, η συγκεχυμένη εικόνα του σώματος και του εαυτού καθώς και η αίσθηση ανικανότητας του παιδιού μπορεί να οδηγήσουν στην αναπτυξιακή παχυσαρκία.

Επειδή στις μέρες μας η εξωτερική εμφάνιση απασχολεί έντονα τους ανθρώπους, η παχυσαρκία εκλαμβάνεται από τους περισσότερους ως πρόβλημα το οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί. Γι’ αυτό, τα ινστιτούτα αισθητικής και αδυνατίσματος προτείνουν διάφορους τρόπους άσκησης και κάθε είδους προγράμματα δίαιτας τα οποία υπόσχονται τη μείωση του σωματικού βάρους. Τις περισσότερες φορές όμως, τα αποτελέσματα αυτών των προσπαθειών έχουν μικρή διάρκεια, καθώς αυτά τα προγράμματα περιορίζονται στη μείωση του βάρους και δεν επικεντρώνονται στα βαθύτερα αίτια τα οποία οδηγούν το άτομο στην παχυσαρκία.

Έτσι εξηγείται γιατί οι περισσότερες προσπάθειες δίαιτας είναι καταδικασμένες σε αποτυχία. Παρόλο που η συνειδητή μας θέληση και αποφασιστικότητα μπορεί να υπερισχύσει για κάποιο, μικρό χρονικό διάστημα, έτσι ώστε να χάσουμε κάποια περιττά κιλά, είναι σίγουρο ότι, όχι μόνο θα ξαναπάρουμε τα κιλά που χάσαμε πίσω, αλλά και ότι θα πάρουμε ακόμη περισσότερα μετά τον τερματισμό της δίαιτας.

Οι ασυνείδητοι λόγοι που σπρώχνουν τον παχύσαρκο να φάει υπερβολικά είναι πολύ πιο ισχυροί και γι’ αυτό πάντα υπερισχύουν της συνειδητής του προσπάθειας και της αποφασιστικότητας του.

Για να επιτύχει η προσπάθεια για οποιαδήποτε αλλαγή σε ζητήματα συμπεριφοράς και στάσης μας απέναντι στη ζωή- κατά τον ίδιο τρόπο και η διατροφική μας συμπεριφορά- δεν πρέπει να υπάρχει σύγκρουση ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο κομμάτι του ψυχισμού μας. Αντίθετα, χρειάζεται να υπάρχει σύμπνοια και ομοφωνία ανάμεσα τους.

Μόνο λοιπόν όταν τροποποιηθεί ο ασυνείδητος μηχανισμός στην ίδια του τη ρίζα, έτσι ώστε να μην χρειάζεται να αποτελεί τον στόχο που επιτελούσε έως τώρα:

Ασφάλεια: όπως είπαμε, ένα από τα βασικά συναισθήματα που προξενεί στο βρέφος ο θηλασμός, και αργότερα στο παιδί η κατανάλωση τροφής, είναι το αίσθημα της ασφάλειας. Οι ενήλικες λοιπόν που αισθάνονται ασφαλείς είναι πιθανόν να καταφεύγουν στην κατανάλωση υπερβολικών ποσοτήτων τροφής (υπερφαγία) για να ξανανιώσουν αυτό το σημαντικό και καταπραϋντικό αίσθημα ασφάλειας που αισθάνονταν όταν ήταν παιδιά καθώς τρέφονταν από τη μητέρα τους. Σ’ αυτήν την περίπτωση το αίσθημα του κορεσμού που επιχειρεί ο/η ενήλικας μέσα από την κατανάλωση μεγάλη ποσότητας τροφής εξυπηρετεί την παλινδρόμηση σε μια παιδική αίσθηση ασφάλειας και ευδαιμονίας

Απόρριψη: η αίσθηση της απόρριψης από σημαντικά πρόσωπα του οικείου περιβάλλοντος μπορεί επίσης να ενεργοποιήσει την ανάγκη παλινδρόμησης στα συναισθήματα ασφάλειας, αποδοχής κι επιδοκιμασίας που παίρναμε όταν ήμασταν παιδιά, έμμεσα από τη μαμά ή τον μπαμπά, μέσω της τροφής.

Ματαίωση: όταν οι προσπάθειες που κάνει κάποιος για να εκπληρώσει ένα στόχο ματαιώνονται, εμποδίζονται, ή εξουδετερώνονται από έναν εξωτερικό παράγοντα, τότε είναι φυσικό να αισθάνεται ενόχληση, αίσθημα κενού, θυμό, απογοήτευση, πικρία, οργή, και σύγχυση. Παρόλο που το πιο σύνηθες είναι τα παραπάνω συναισθήματα να βιώνονται ως περιστασιακές αντιδράσεις σε μεμονωμένα γεγονότα, σπανιότερα, μπορεί να αποτελέσουν μόνιμη κατάσταση για ορισμένους ανθρώπους.

Το αίσθημα της ματαίωσης είναι δυνατών να ακινητοποιήσει έναν άνθρωπο σε τέτοιο βαθμό που ο μόνος τρόπος για να αντλήσει λίγη ανακούφιση και να αισθανθεί «καλά με τον εαυτό του» είναι το φαγητό.

Αυτοτιμωρία- Αυτοκαταστροφή: άτομα που κατά την παιδική τους ηλικία εσωτερίκευσαν αρνητικά μηνύματα από τους σημαντικούς ανθρώπους του άμεσου περιβάλλοντός τους προσπαθούν ασυνείδητα να βλάψουν τον εαυτό τους τρώγοντας υπερβολικά. Εξάλλου, το πάχος που, θεωρείται στις δυτικές κοινωνίες ανεπιθύμητο και αντιαισθητικό εξωτερικό γνώρισμα που τείνει να στιγματίζει αρνητικά τους παχύσαρκους, μπορεί να «επιλεγεί» ως « λύση» από ένα άτομο που θέλει ασυνείδητα να τιμωρήσει τον εαυτό του, επιβεβαιώνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την αρνητική εικόνα που έχει το άτομο για τον εαυτό του.

Πάγιες αρνητικές σκέψεις: αντιλήψεις που είχαν οι γονείς του παχύσαρκου, όταν αυτός αυτή ήταν παιδί ( π.χ. « θα είσαι πάντα χοντρός όπως ο πατέρας σου», «πρέπει να τρως όλο το φαί σου, γιατί το πολύ φαί είναι υγεία!», «αφού μοιάζεις σε όλα στη μητέρα σου, θα γίνεις κι εσύ παχιά όπως αυτή...»), καταγράφονται στον ασυνείδητο νου του παιδιού κι είναι πιθανό να επηρεάσουν την μελλοντική αυτό-αντίληψή του και την εικόνα του, μολονότι σκέψεις όπως οι παραπάνω μπορεί να μην είναι ρεαλιστικές, ανακριβείς, αυθαίρετες, ή ακόμα και παράλογες.

Υπεραναπλήρωση ή αποφυγή σεξ: Σε περιπτώσεις, παρόλο που η σεξουαλική επιθυμία είναι παρούσα, η – για διαφορετικούς λόγους – ελλιπής σεξουαλική ζωή προκαλεί ματαίωση, κατάθλιψη και έντονο στρες. Αυτή η χαμένη σεξουαλική ικανοποίηση συχνά υποκαθίσταται από την υπερβολική κατανάλωση φαγητού, αφού το αίσθημα κορεσμού που προκαλεί η υπερφαγία κατευνάζει παροδικά το άγχος και ηρεμεί το/ την παχύσαρκο.

 



Μαρία Ρουσοχατζάκη

Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας και Επικοινωνίας
Λογοπαθολόγος M.S., C.C.C. – Συγγραφέας Παιδικών Βιβλίων,
www.mrous.gr
E-mail : Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Facebook : Μαρία Ρουσοχατζάκη
Youtube: Μαρία Ρουσοχατζάκη