Mark Rowlands – Ο αδερφός μου ο λύκος

Mark Rowlands –  Ο αδερφός μου ο λύκος

Ο Μπρένιν κι εγώ ήμαστε αχώριστοι για έντεκα χρόνια. Άλλαζα σπίτια, άλλαζα δουλειές, άλλαζα χώρες, ακόμη και ηπείρους. Οι υπόλοιπες σχέσεις μου άλλαζαν επίσης - τείνοντας μάλλον προς το μηδέν. Αλλά ο Μπρένιν ήταν πάντα εκεί - στο σπίτι, στη δουλειά και στο παιχνίδι.

Ήταν το πρώτο πράγμα που έβλεπα το πρωί μόλις ξυπνούσα -κυρίως επειδή με ξυπνούσε ο ίδιος τα ξημερώματα με μια γλειψιά στο πρόσωπο- μια επιβλητική παρουσία που έσκυβε από πάνω μου μέσα στο λιγοστό φως της αυγής, με αναπνοή που μύριζε κρέας και γλώσσα γυαλόχαρτο. Αυτά συνέβαιναν τις καλές μέρες. Τις κακές, με ξυπνούσε πετώντας μου ένα ψόφιο πουλί που είχε πιάσει στον κήπο. (Ο πρώτος κανόνας της κοινής ζωής με λύκο είναι να περιμένεις πάντα το αναπάντεχο). Όση ώρα έγραφα το πρωί, καθόταν κάτω από το γραφείο μου. Περπατούσε και έτρεχε μαζί μου σχεδόν όλες τις ημέρες της ζωής του. Ερχόταν μαζί μου το απόγευμα όταν έκανα τις διαλέξεις μου. Και καθόταν μαζί μου τα βράδια όταν κατέβαζα ολόκληρα μπουκάλια ουίσκι.

Δεν ήταν μόνο ότι μου άρεσε πολύ να τον έχω παρέα - παρ’ όλο που με ευχαριστούσε πραγματικά. Ήταν κυρίως ότι τα περισσότερα πράγματα που έμαθα για το τι σημαίνει να ζεις με κάποιον και πώς πρέπει να συμπεριφέρεσαι, τα έμαθα εκείνα τα έντεκα χρόνια. Τα περισσότερα πράγματα που ξέρω για τη ζωή και τη σημασία της, τα έμαθα από τον Μπρένιν. Το τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος, το έμαθα από έναν λύκο. Επηρέασε τόσο ολοκληρωτικά κάθε πλευρά της ζωή μου και τόσο άρρηκτα συνυφασμένη έγινε η ζωή του με τη δική μου που κατέληξα να καταλαβαίνω τον εαυτό μου, ίσως και να καθορίζω την ύπαρξή μου, με βάση τη σχέση μου με τον Μπρένιν.

Κάποιοι ισχυρίζονται ότι δεν είναι σωστό να έχεις κατοικίδια γιατί γίνεσαι ιδιοκτήτης τους. Τυπικά, έχουν δίκιο. Κατά μία νομική έννοια θα μπορούσα ίσως να θεωρηθώ ιδιοκτήτης του Μπρένιν, παρ’ όλο που δεν είχα σχετικά πιστοποιητικά για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, άρα δικαστικά δεν θα μπορούσα να διεκδικήσω εύκολα αυτό τον τίτλο. Στην ουσία όμως δεν με έπεισε ποτέ αυτό το επιχείρημα, γιατί δεν ευσταθεί. Προϋποθέτει ότι αν είσαι κατά τον νόμο ιδιοκτήτης κάποιου πράγματος, αυτή είναι η μοναδική σχέση που μπορείς να έχεις μαζί του, ή, τουλάχιστον, η κυρίαρχη και καθοριστική σχέση. Αλλά δεν υπάρχει σοβαρός λόγος να ισχύει κάτι τέτοιο.

Ουσιαστικά, ο Μπρένιν δεν ήταν ιδιοκτησία μου και σίγουρα δεν ήταν το κατοικίδιο μου. Ήταν αδερφός μου. Κάποιες φορές και από κάποιες απόψεις ήταν ο μικρός μου αδερφός. Σε εκείνες τις περιπτώσεις, ήμουν ο κηδεμόνας του: τον προφύλασσα από έναν κόσμο που δεν εμπιστευόταν τους λύκους και που ο Μπρειν δεν τον καταλάβαινε. Σε εκείνες τις περιπτώσεις, έπρεπε να παίρνω αποφάσεις για το τι θα κάναμε και να του τις επιβάλλω, είτε συμφωνούσε, είτε όχι.

Σε αυτό το σημείο, οι φίλοι μου από την «Κίνηση για τα δικαιώματα των ζώων» αρχίζουν να ωρύονται για τις άνισες σχέσεις εξουσίας και μου επισημαίνουν ότι εφόσον ο Μπρένιν δεν μπορούσε να δώσει έγκριση για τις αποφύσεις μου, ήταν ουσιαστικά αιχμάλωτός μου. Αλλά ούτε αυτά τα επιχειρήματα είναι σωστά. Φανταστείτε ότι ο Μπρένιν ήταν κ κυριολεκτικά αδερφός μου κι όχι λύκος. Αν ήταν πολύ μικρός για να καταλάβει τον κόσμο και τις συνέπειες των πράξεών του, δεν θα τον εγκατέλειπα στο έλεος αυτών των συνεπειών. Όπως ανέφερα και παραπάνω, ο Koehler υποστηρίζει το δικαίωμα του σκύλου στις συνέπειες των πράξεών του. Συμφωνώ με αυτή την άποψη. Αλλά, προφανώς, το δικαίωμα αυτό δεν είναι απόλυτο.

Είναι αυτό που λέμε στη φιλοσοφία δικαίωμα prima facie [εκ πρώτης όψεως], δηλαδή μπορείς να το αντιπαρέλθεις εάν το επιβάλλουν οι συνθήκες. Αν ο σκύλος είναι έτοιμος να διασχίσει τον δρόμο τη στιγμή που περνάει αυτοκίνητο, ίσως επειδή αγνόησε τις οδηγίες σου, δεν θα τον αφήσεις να ασκήσει αυτό ιό δικαίωμα και να υποστεί τις συνέπειες των πράξεών του. Θα κάνεις, αντίθετα, ό,τι περνάει από το χέρι σου για να μην υποστεί αυτές τις συνέπειες. Το ίδιο θα ίσχυε αν αντί για τον σκύλο κινδύνευε ο μικρός μου αδερφός να τον πατήσει αυτοκίνητο.

Επομένως, μέσα στα πλαίσια της κοινής λογικής και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αν οι συνέπειες δεν είναι υπερβολικά σοβαρές και καταστροφικές, θα επέτρεπα στον μικρό μου αδερφό να υποστεί τις συνέπειες των πράξεών του, γιατί μόνον έτσι θα μάθαινε. Αν όμως οι συνθήκες δεν το επιτρέπουν, θα πρέπει να τον προφυλάξω με όλες μου τις δυνάμεις, ακόμη κι αν δεν συμφωνεί ότι χρειάζεται την επέμβασή μου. Η άποψη ότι τον φυλακίζω με αυτή τη συμπεριφορά, εκφράζει μια πεισματική αδυναμία διάκρισης μεταξύ κηδεμονίας και εγκλεισμού (ή «φυλακώματος» όπως λέγεται στην περίπτωση των ζώων).

O πιο πρόσφορος τρόπος να αντιληφθεί κανείς τη βασική σχέση μεταξύ ανθρώπων -αξιοπρεπών ανθρώπων- και των ζώων που τους συντροφεύουν είναι να ανατρέξει στην έννοια της κηδεμονίας, όχι της ιδιοκτησίας. Αλλά στην περίπτωση του Μπρένιν, ούτε κι αυτή η λύση είναι η κατάλληλη. Κι αυτή ακριβώς είναι η καθοριστική διαφορά ανάμεσα στον Μπρένιν και οποιονδήποτε σκύλο συνάντησα στη ζωή μου. Σε ορισμένες μόνο περιπτώσεις και κάτω από ειδικές συνθήκες ήταν ο μικρός μου αδερφός. Σε άλλες περιπτώσεις και κάτω από διαφορετικές συνθήκες, ήταν ο μεγάλος μου αδερφός: τον θαύμαζα και ήθελα, πάνω απ’ όλα, να καταφέρω να του μοιάσω. Όπως θα δείτε στη συνέχεια, ο στόχος δεν ήταν εύκολος και δεν κατάφερα να τον πλησιάσω. Όμως η προσπάθεια και ο αγώνας που έκανα διαμόρφωσαν για πάντα τον χαρακτήρα μου. Είμαι απόλυτα σίγουρος ότι αυτό που είμαι σήμερα σαν άνθρωπος είναι καλύτερο από αυτό που θα ήμουν αν δε είχα κάνει την προσπάθεια. Τι άλλο μπορείς να ζητήσεις από έναν μεγαλύτερο αδερφό;

Υπάρχουν πολλοί τρόποι να αντιληφθούμε τη μνήμη. Όταν την σκεφτόμαστε, όμως, παραβλέπουμε το πιο σημαντικό και εστιάζουμε στο προφανές. Το πουλί δεν πετάει επειδή κουνάει τα φτερά του: η κίνηση των φτερών του παρέχει απλώς ώθηση προς τα εμπρός. Τη δυνατότητα να πετάει του την παρέχει ουσιαστικά το σχήμα των φτερών του και η διαφορά που προκύπτει στην πίεση του αέρα μεταξύ της επάνω και της κάτω επιφάνειάς τους. Στις πρώτες, όμως, προσπάθειες που κάναμε για να πετάξουμε, παραβλάψαμε το πιο σημαντικό και εστιάσαμε στο προφανές: φτιάξαμε μηχανές που κουνούσαν τα φτερά τους. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τη μνήμη. Την αντιλαμβανόμαστε με όρους συνειδητών εμπειριών με όρους ανάκλησης γεγονότων και επεισοδίων. Οι ψυχολόγοι ονομάζουν αυτό το είδος «επεισοδιακή μνήμη».

Νομίζω ότι η επεισοδιακή μνήμη είναι αντίστοιχη με την κίνηση των φτερών και είναι πάντα η πρώτη που θα μας προδώσει. Στην καλύτερη περίπτωση, δεν είναι ιδιαίτερα αξιόπιστη ολόκληρες δεκαετίες έρευνας καταλήγουν σ’ αυτό το συμπέρασμα και στη χειρότερη, είναι το πρώτο πράγμα που θα ξεθωριάσει όταν . το μυαλό μας θα αρχίσει το μακρύ, αναπόφευκτο ταξίδι προς την ακινησία. Θα ξεθωριάσει όπως τα φτερά του πουλιού που απομακρύνεται.

Υπάρχει, όμως, και ένα λιγότερο επιφανειακό και πιο ουσιαστικό είδος μνήμης που κανείς δεν σκέφτηκε ότι άξιζε να έχει όνομα. Αφορά στις μνήμες του παρελθόντος που έχουν εγγραφεί βαθειά μέσα μας, έτσι ώστε να επηρεάζουν τον χαρακτήρα μας και το είδος της ζωής που καλείται να ζήσει κάποιος που έχει διαμορφώσει αυτόν τον χαρακτήρα. Δεν είναι συνήθως συνειδητές γιατί σπάνια αφορούν πράγματα που θα μπορούσαν να είναι συνειδητά. Αλλά καθορίζουν ίσως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο το ποιος είσαι. Βγαίνουν στην επιφάνεια μέσα από τις αποφάσεις που παίρνεις και τις πράξεις σου. Τον τρόπο που ζεις, τελικά.

Εκεί λειτουργούν ουσιαστικά οι αναμνήσεις από αυτούς που έφυγαν: στη ζωή μας, όχι στις συνειδητές εμπειρίες μας. Η συνείδηση είναι άστατη, ανάξια του ρόλου της μνήμης. Ο πιο σημαντικός τρόπος να θυμόμαστε κάποιον είναι να είμαστε αυτό το είδος του ανθρώπου που μας έκανε να είμαστε -εν μέρει τουλάχιστον- και να ζούμε τη ζωή που μας βοήθησε να διαμορφώσουμε. Κάποιους από αυτούς που επηρέασαν τόσο τη ζωή μας δεν αξίζει να τους θυμόμαστε. Και τότε, ο σοβαρότερος υπαρξιακός στόχος μας είναι να τους εξαλείψουμε από την ιστορία της •ζωής μας. Όταν όμως αξίζουν να τους θυμόμαστε, τότε με το να είμαστε αυτό που μας βοήθησαν να είμαστε και να ζούμε όπως βοήθησαν να ζήσουμε είναι κάτι παραπάνω από ανάμνηση. Είναι φόρος τιμής.

Έτσι θα τον θυμάμαι πάντα τον αδερφό μου τον λύκο. 

***

Mark Rowlands – «Ο Φιλόσοφος και ο Λύκος».

O Mark Rowlands είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Miami και συγγραφέας αρκετών βιβλίων πάνω στη φιλοσοφία της νόησης και στην πολιτισμική κρίση. Στα έργα του περιλαμβάνονται τα: Animal Rights (1998), The Body in Mind (1999), The Nature of Consciousness (2001), Animals Like Us (2002), και το αυτοβιογραφικό The Philosopher and the Wolf (2008). Ο Rowlands γεννήθηκε στην Ουαλία το 1962 και πήρε doctorate στη Φιλοσοφία από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Έχει διδάξει φιλοσοφία στη Βρετανία, στην Ιρλανδία και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το πιο γνωστό βιβλίο του, διεθνές best seller “The Philosopher and the Wolf” σχολιάστηκε από τον Guardian ως «αυτοβιογραφία μίας ιδέας».