Εσείς που δεν μπορείτε

Εσείς που δεν μπορείτε

Δεν της είπα ποτέ ότι θα γράψω την ιστορία της.

Δεν χρειάζεται.

Κάποιοι θα τη διαβάσουν και θα πουν ότι γνωρίζουν παρόμοιες ιστορίες, με καταστάσεις δυσκολότερες απ’ αυτήν. Κάποιοι άλλοι θα ταυτιστούν, κάποιοι θα συγκινηθούν και κάποιοι θ΄αδιαφορήσουν.

Μια γυναίκα από την Ουκρανία. Οικονομική μετανάστης στην Ελλάδα.

Ίδια περίπτωση με πάρα πολλές άλλες.

Ένας άντρας αδιάφορος - άνεργος από άποψη- μια μάνα που βοηθούσε όπως μπορούσε κι ένα παιδί που το άφησε μαζί της.

Έφυγε για να δουλέψει. Καθάριζε σπίτια νυχθημερόν.

Δεν υπήρχε για πολλά χρόνια καθημερινή ή Σαββατοκύριακο. Όλες οι μέρες ακριβώς ίδιες.

Καθαρή, περιποιημένη, εξαιρετική και γρήγορη στη δουλειά της, τίμια σε σημείο βλακείας (θα έλεγαν πολλοί).

Έκανε δουλειά για 10 ευρώ; 10 ευρώ έπαιρνε. Της άφηνες 20 και τα 10 στα γυρνούσε πίσω.

Ερχόταν πάντα μοσχοβολιστή – δεν θα ξεχάσω τα κλάματά της όταν κάποτε της έκανα δώρο ένα άρωμα – νόμιζες ότι ερχόταν επίσκεψη κι όχι για να εργαστεί και να καθαρίσει.

Στην αρχή έμενε εσωτερική. Μάζευε χρήματα και τα έστελνε όλα πίσω στο παιδί της. Να πάει σχολείο, να μάθει αγγλικά, να μορφωθεί, να ζήσει καλύτερα από την ίδια.

Έβγαλε κάρτα εργασίας, πλήρωνε για να έχει ασφάλεια, βρήκε ένα μικρό διαμέρισμα στα Κάτω Πατήσια και αγόρασε τα βασικά.

Σταμάτησε να μένει εσωτερική.

«Δεν το αντέχω» μου έλεγε.

«Θέλω να έχω την ψευδαίσθηση ότι όσο κι αν είμαι στους δρόμους όλη μέρα, το βράδυ γυρίζω σε κάτι δικό μου. Κι ας είναι αυτό το δικό μου ένα υπόγειο που δεν βλέπει πουθενά.»

Τα χρόνια περνούσαν και εκείνη δούλευε το ίδιο σκληρά.

Έκανε οικονομίες και μια φορά το χρόνο έφευγε πίσω στην Ουκρανία για να δει το γιό της. Το γιό της που μεγάλωνε κάθε χρόνο κι εκείνη τα έχανε όλα αυτά απλά και μόνο για να τον μεγαλώσει.

Τα χρόνια πέρασαν γρήγορα. Όταν δουλεύεις με τέτοιους ρυθμούς, συνήθως δεν τα προλαβαίνεις. Σε προσπερνάνε .

Ο γιός της τέλειωσε το σχολείο.

«Θα σπουδάσει οδοντίατρος» μου λέει μια μέρα.

«Θα δουλεύω και τις ώρες που δεν υπάρχουν, αλλά θα σπουδάσει οδοντίατρος».

Το κατάφερε και αυτό.

Έφυγε για την αποφοίτηση του (ξέρω ότι έτρωγε για πολύ καιρό μόνο ψωμοτύρι για να μαζέψει τα χρήματα), έφερε πίσω τις φωτογραφίες και έλαμπε ολόκληρη δίπλα του, περήφανη για αυτό που κατάφερε εκείνος, γι αυτό που βοήθησε αυτή.

«Θα παντρευτεί», μου ανακοίνωσε.

«Πρέπει να μαζέψω για το γάμο».

Και μάζεψε και τον πάντρεψε. Και να οι φωτογραφίες με τα νυφικά και τις τούρτες και να οι φωτογραφίες της νύφης της και του παιδιού της κι εκείνη να λάμπει δίπλα τους λες και της χάρισαν τον κόσμο όλο.

Πέρασε ένας χρόνος και εκείνη σχεδίαζε το επόμενο ταξίδι της για τα Χριστούγεννα.

Δύο μήνες πριν την πολυπόθητη ημερομηνία του ταξιδιού, χτύπησε το τηλέφωνό της.

Ήταν η μητέρα της. Ο γιός της δεν ήταν καλά. Κάτι για πονοκεφάλους της είπε. Κάτι του βρήκαν. Κάτι να κάνει γρήγορα, να πάει.

Δανείστηκε από παντού.

Δανείστηκε εκείνη, αλλά κανένας δεν ήθελε να του τα γυρίσει πίσω.

Όγκος στο κεφάλι. Τον έχασε μέσα σ΄ ένα μήνα.

Έβαλε να της ξενοικιάσουν το σπίτι, να της φυλάξουν τα πράγματα.

Για λίγο πέθανε κι εκείνη μαζί του. Μαζί μ' αυτόν και τα όνειρά του.

Δεν έχουν σημασία οι λεπτομέρειες του «μετά» γιατί γι' αυτήν σταμάτησε να υπάρχει.

Την ξαναείδα ένα χρόνο μετά.

Γύρισε εδώ γιατί εκεί δεν υπήρχε τίποτα πια.

Μια άλλη γυναίκα, με ένα άλλο βλέμμα, κενό, από εκείνα που αλλού κοιτάζουν και αλλού βλέπουν.

Δεν ήταν γερασμένη. Ο χρόνος σταμάτησε γι αυτήν την ίδια μέρα που τον έχασε.

«Μ έβαλε να του υποσχεθώ πως θα ζήσω» μου είπε.

«Κι αφού το υποσχέθηκα, πρέπει αν το τηρήσω»

Ξανάρχισε τη δουλειά απ την αρχή. Βρήκε καινούργιο σπίτι.

Δυστυχώς αυτοί που φύλαξαν τα πράγματά της, δεν της τα έδωσαν ποτέ πίσω .

Έπρεπε όλα να τα φτιάξει απ’ την αρχή.

Τα κατάφερε. Στάθηκε και στήθηκε άξια απέναντι στον εαυτό της και στην υπόσχεση που του έδωσε.

Ζει για εκείνη. Για εκείνον. Ζει τη ζωή που θα ζούσε εκείνος.

Χαμογελάει γιατί ξέρει ότι έκανε ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατό.

Ξέρει ότι δεν την σταμάτησε καμιά δυσκολία, καμιά κούραση, καμιά απογοήτευση.

Ξέρει ότι εκείνος το αναγνώριζε αυτό. Αυτό, της ήταν αρκετό.

Μόνο καμιά φορά, ξεφεύγει μέσα από το μαξιλάρι της η φωτογραφία του και την κάνει να κλαίει.

Όχι γιατί δεν τον έχει.

Γιατί δεν της επέτρεψε να μη ζήσει...

Δεν της είπα ποτέ ότι θα γράψω την ιστορία της.

Την έγραψα γιατί μπροστά σ αυτή τη δύναμη, δεν μου επιτρέπεται να μη την γράψω.

Συνεχίστε τώρα να μη μπορείτε.

Ξεχάστε αυτά που διαβάσατε και συνεχίστε να μη μπορείτε.

 

Facebook: Dimitra Kafromani

CoverPhoto: @Emmet Gowin