
Ελένη Λαυρεντάκη
Γεννήθηκα και ζω στην Κρήτη. Είμαι γραφίστας - τυπογράφος και τα τελευταία χρόνια διοχετεύω τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) ανησυχίες μου στον Κλόουν.
Δρόμος
Δεν κοπάζει δε σβήνει
στη καρδιά μου η φωτιά
που με τρώει και με ρίχνει
απ’ την Εδέμ στο πουθενά
Χριστούγεννα
Δεν περιμένω όμως τίποτα πια
Τον Αι Βασίλη απλώς τον λέγαν μπαμπά
Κι είν’ ένας πρώην Έλλην αριστερός
Ένας θνητός
Με τ’ όνειρό του δίχως στέγη καμιά
Oι γιορτές δίνουν αφορμή για σκέψεις. Μια ιδιαιτέρως περίοπτη εορτή όπως τα Χριστούγεννα γεννά άφθονες σκέψεις. Σκεφθείτε μόνον πώς συμπεριφερόμαστε κάθε χρόνο τέτοιες ημέρες: χαρίζουμε δώρα.
Ο πολιτισμός μας διαιρεί τον κόσμο σε δύο σφαίρες: στη δημόσια και στην ιδιωτική. Η δημόσια αφορά επιχειρήσεις, καθετί απρόσωπο, συμβόλαια, ψυχρή λογική, πολιτική, γραφειοκρατία, χρήματα και υποχρεώσεις εκ του νόμου.
Η ιδιωτική είναι ό,τι δεν είναι η δημόσια: αφορά τα συναισθηματικά δεσμά με την οικογένεια και τους φίλους, την αγάπη, το ανεπίσημο, το απρογραμμάτιστο.
Κάθεται μόνος
και καθαρίζει τ' όπλο του δίπλα στο τζάκι.
Κανείς δε θά 'ρθει και το ξέρει,
κλείσαν οι δρόμοι από το χιόνι, σαν πέρυσι,
σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα και πάλι
και τα ποτά κρυώνουν στο ντουλάπι.
Μικρό μου είσαι τώρα στα δεκαοχτώ σου,
η φήμη της ομορφιάς σου εξαπλώθηκε παντού.
Οι μέρες κι οι νύχτες της Σμύρνης
ξαναζωντανεύουν στη μνήμη μου με σένα.
Θα ‘θελα να ‘μασταν, αγαπημένη μου, άσπρα πουλιά επάνω στον αφρό της θάλασσας!
Τη φλόγα του μετεωρίτη ν’ αποφεύγαμε προτού να ξεθωριάσει και χαθεί,
Κι η φλόγα του γαλάζιου άστρου, του εσπερινού, κρεμάμενη στο χείλος τ’ ουρανού,
Έχει ξυπνήσει στις καρδιές μας, αγαπημένη μου, μια θλίψη που ίσως δε θα σβήσει.
Όταν γεράσεις κι ασπρίσεις και στον ύπνο βυθιστείς
Καθισμένη δίπλα στη φωτιά, μ’ ένα βιβλίο στο χέρι
Να το διαβάζεις αργά, ν’ αφήνεσαι στων ματιών τις θύμησες
Στο βλέμμα τους, στις χαρακιές σκιές τους
Αποχαιρετιστήρια χρώματα των δειλινών. Καιρός να ετοιμάσεις
τις τρεις βαλίτσες — τα βιβλία, τα χαρτιά, τα πουκάμισα —
και μην ξεχάσεις εκείνο το ρόδινο φόρεμα που τόσο σου πήγαινε