×

Προειδοποίηση

JUser: :_load: Αδυναμία φόρτωσης χρήστη με Α/Α (ID): 105

Τα πέντε κλειδιά

Τα πέντε κλειδιά

Ελληνική επαρχία,
σαράντα χρόνια πριν.

Το σπίτι ήταν βυθισμένο στον ύπνο της απογευματινής κούρασης, πατέρας και αδερφοί απόντες στα χωράφια. Αυτή και η μητέρα της στο σπίτι, η ίδια πολύ μικρή για να βοηθήσει και η μητέρα πολύ κουρασμένη. Τέλειωσαν τα τρεξίματα του σπιτιού και ξάπλωσε η καθεμία σε ένα δωμάτιο να βρει λίγο την ησυχία της.

Το σπίτι έτριζε συνήθως ολόκληρο σε κάθε πάτημα, πώς έγινε και αυτή τη φορά δεν άκουσε τίποτα ήταν απορίας άξιο. Είχε λιώσει ολόκληρη από την γλύκα που είχε ανακαλύψει πως μπορούσε να προσφέρει στον εαυτό της, ψάχνοντας με τα δάχτυλα το σώμα της για να βρει τον δρόμο προς μια άγνωστη κορυφή, που όμως ένιωθε πως έπρεπε να υπάρχει. Ίσως λόγω αυτής της βαθιάς αφοσίωσης στον σκοπό, ίσως και εξ αιτίας του παλμού που χτυπούσε σαν καμπάνα στα αυτιά της απλά δεν άκουσε , δεν ένιωσε τη μάνα της μέχρι που αυτή μίλησε .

«Την συμφορά σου μέσα, παλιοπουτάνα που να καείς, τι κάνεις εκεί πέρα;»

Το κατάλαβε πως την είχαν πιάσει με το δάχτυλο στην … σκανδάλη και όλη η ομορφιά εξαφανίστηκε για να καλυφθεί με κύματα ντροπής . Η μάνα την πλησίασε, άρπαζε το χέρι που ακόμα γυάλιζε από την υγρασία και της το έτριψε άγρια στα μούτρα, ουρλιάζοντας βρισιές . Την βούτηξε από τα μαλλιά και φωνάζοντας «δε θα με κάνεις εσύ ρεζίλι διαβολόσπερμα» την έβγαλε έξω από το σπίτι σέρνοντας.

Την έσυρε μέχρι την πόρτα της μάγισσας, την κλώτσησε να ανοίξει και πέταξε μέσα τον λόγο της ντροπής της. Η μάγισσα χαμογέλασε εκτιμώντας ψυχρά την κατάσταση… πελάτες. Κουλουριασμένη σε μια γωνιά, πονεμένη, πεισμωμένη, με μάτια μεγάλα, παρακολουθεί τις δυο γριές να κουβεντιάζουν τι πρέπει να γίνει για να γλιτώσουν το κορίτσι από τον πειρασμό.

Το ίδιο βράδυ η μάνα την πλησίασε με μάτι βαρύ και πρόσωπο στεγνό. Της έδεσε πάνω στη γυμνή της μέση μια τρίχινη ζώνη με πέντε μεγάλα σκουριασμένα κλειδιά. Η μάνα την έφτιαξε και έστρωσε τα κλειδιά στη μέση της.

«Τα κλειδιά θα σε βοηθήσουν. Η μάγισσα τα διάβασε ένα ένα. Κλειδί για τον επιθυμία, κλειδί για τη γλύκα, κλειδί για την αμαρτία, κλειδί για την χαρά, κλειδί για το αίμα και κλειδί για την καρδιά.»

Κοίταξε καλά το πρόσωπο της μάνας. Πίσω από τα ζαρωμένα φρύδια, έβλεπε την έγνοια, πίσω από τον θυμό, την αγάπη. Και πίσω απ όλα, τον δισταγμό, αν έκανε καλά με όσα έκανε στο παιδί της. Τα είδε αυτά και τόλμησε να ρωτήσει .

«Πως βοηθάνε τα διαβασμένα κλειδιά;»

Η μάνα ήξερε ότι της είχε πει η μάγισσα. Τα πέντε μεγάλα κλειδιά δεμένα στην πλάτη της μικρής, θα την αναγκάζουν να μην ξαπλώνει ποτέ με τα μάτια στο ταβάνι . «Ανάσκελα έρχεται ο δαίμονας του Πειρασμού και πατάει τα κορίτσια» της είχε πει.

Ξάπλωνε βράδια πολλά πάνω στα κλειδιά από πείσμα, θέλοντας να ξαναβρεί τον δρόμο προς τη γλύκα. Ήταν αδύνατο να κερδίσει αυτή τη μάχη ενάντια σε κάτι τόσο παλιό και σκουριασμένο. Ποτέ δεν θα την άφηναν να βυθιστεί, να αποδράσει μέσα στο σώμα της, την είχαν δέσει μακριά από τον εαυτό της. Κοιτούσε τη τριχιά που την τύλιγε και έκανε σκέψεις απόδρασης, πώς να λευτερωθεί, πώς να γλιτώσει από αυτά τα κλειδιά στην πλάτη της.

«Μάνα, θα μου τα βγάλεις ποτέ τα κλειδιά;» τη ρώτησε κάποτε.

«Βέβαια, όταν θα παντρευτείς και θα πρέπει να ανασκελώνεις του άντρα σου, τότε κλειδιά δεν θα έχει.»

«Και τώρα γιατί έχει;»

Η μάνα την κοίταξε σαν φίδι και μετά χαμογέλασε σα μάνα.

«Για να μην αγαπήσεις πολύ τον εαυτό σου και δεν τον δώσεις σε άντρα.»