×

Προειδοποίηση

JUser: :_load: Αδυναμία φόρτωσης χρήστη με Α/Α (ID): 105

Αποτρίχωση

Αποτρίχωση

Αου ρε. Λέμε άου. ΑΟΥΟΥΟΥΟΥ -και δώσε γαλλικά- Με αυτά τα λόγια ξεκίνησα, όπως κάθε γυναίκα τον δρόμο που οδηγεί στην θηλυκότητα. Την αφαίρεση του ζωώδους εγώ μου, αυτού του υπέροχου φουντωτού πλάσματος, που ένιωθε απόλυτα ασφαλής μέσα στη γούνα που γεννήθηκε. Και την οποία, οι ιέρειες της εφηβείας έδειχναν αποφασισμένες να γδάρουν, σπιθαμή προς σπιθαμή.

Έκανα στα δώδεκα μου αθώα έτη, το λάθος να πω στην κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη και κατά πολλά εμπειρότερη, ξαδέρφη μου πως πολύ μου αρέσει ένα αγόρι αλλά αυτός ίσα που συνειδητοποιεί πως υπάρχω.

Γέλασε στα μούτρα μου.

"Αγάπη μου, έχεις ένα μόνο φρύδι και αυτό .... φουντωτό. Δεν τολμάω καν να κοιτάξω τι γίνεται σε πόδια και μασχάλες… και περιμένεις να σε κοιτάξει άντρας;"

Σήκωσα το χέρι μου, σαν αθώο ζούδι που δείχνει την κοιλιά του για να την χαϊδέψουν, προκαλώντας ακόμα περισσότερα γέλια. "Δε σοβαρολογείς!!! Μικρό μου πιθηκάκι χαχαχαχαχαχα"

Πρέπει να έδειξα πολύ δυστυχισμένη και με λυπήθηκε , ή έστω έτσι πίστεψα, που να ήξερα πως απλά μια σαδιστική πλευρά του εαυτού της βρήκε τρόπο να διασκεδάσει ένα κατά τα άλλα βαρετό απόγευμα. Με ενημέρωσε πως αυτά τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν. Πχ να βγάλουμε τα φρύδια μου.

Μου άρεσε το ένα μου φρύδι, είχε ένα δικό του χαρακτήρα, ήταν δυναμικό, κάπως αυθάδικο και με μερικές ανυπότακτες τρίχες που έβρισκα πως αντικατόπτριζαν άψογα τον χαρακτήρα μου, αλλά αν ήταν να βελτιωθώ ...

Δέχτηκα. Φώναξε και τις φίλες της, με έβαλαν κάτω και άρχισε το πιο αγωνιώδες βάσανο της ζωής μου. Δεν υπήρχαν λέξεις ασφαλείας, δεν υπήρχε έλεος, δεν υπήρχε τέλος, με κάθε τρίχα που βίαια αφαιρούσαν, τραβώντας κάθε νεύρο περιμετρικά του ματιού , ούρλιαζα σαν συμμαχικός αιχμάλωτος των Ναζί.

Τις χτυπούσα και με χτυπούσαν και αυτές. Μια μάχη που εμένα με γέμιζε πανικό κάθε φορά που αυτή η ασημένια δαγκάνα έκοβε απότομες βόλτες γύρω από το μάτι μου. Κάποτε τελείωσαν και ελέησαν να με αφήσουν να σηκωθώ.

Το μέτωπο μου είχε τριπλασιαστεί σε μέγεθος , κατακόκκινο από το ξεμάλλιασμα και το ξύλο, πονεμένο, τα μάτια κλαμένα και μικροί κόμποι αίματος σε ορισμένα σημεία που έτσουζαν από τον ιδρώτα που κυλούσε.

Το μονάκριβο φρύδι είχε πια χαθεί. Στη θέση του ήταν δύο καλοσχηματισμένα αντικριστά φιδάκια. Δυο γατάκια στη θέση ενός λιονταριού. Μμμμφφ.Τα σήκωσα, τα κατέβασα, έκανα γκριμάτσα ... τα κοίταξα από δεξιά, τα κοίταξα από αριστερά. Οκ , ίσως…

"Και τώρα ; θα με γουστάρει;" ρωτάω την ξαδέρφη που έβγαζε το μπικ να πιάσει δουλειά στις μασχάλες μου. Ξαναγέλασε.
"Όση τρίχα και να βγάλεις ,αυτό δεν το εξασφαλίζεις, πιθηκάκι."

Κάποια πράγματα, τα λένε πρώτα ρε ξαδέρφη.