Nassim Taleb - Στην πλάνη του τυχαίου. Ποίηση Μόντε Κάρλο

Nassim Taleb - Στην πλάνη του τυχαίου. Ποίηση Μόντε Κάρλο

Υπάρχουν περιπτώσεις που μ’ αρέσει να ξεγελιέμαι από το τυχαίο. Η αλλεργία που νοιώθω για την ανοησία και την αμετροέπεια διαλύεται όταν έχω να κάνω με τέχνη και ποίηση.

Από τη μια πλευρά, προσπαθώ να ορίσω τον εαυτό μου και να συμπεριφέρομαι επισήμως ως ένας προσγειωμένος καθαρόαιμος ρεαλιστής που ξετρυπώνει παντού το ρόλο της τύχης· από την άλλη, δεν έχω ενδοιασμούς να ενδίδω σε κάθε λογής προσωπικές προλήψεις.

Πού τραβάω τη γραμμή;

Η απάντηση είναι στην αισθητική. Ορισμένες αισθητικές μορφές ελκύουν κάτι στη βιολογία μας, ανεξάρτητα από το αν γεννιούνται μέσα από τυχαίους συνειρμούς ή και σκέτο παραλήρημα. Κάτι μέσα στα ανθρώπινα γονίδιά μας συγκινείται βαθιά από την ασάφεια και την αμφισημία της γλώσσας· αν είναι έτσι, γιατί να του αντισταθώ;

Ο εραστής της ποίησης και της γλώσσας μέσα μου στην αρχή στενοχωρήθηκε όταν έμαθα για τα Εξαίσια πτώματα (Exquisite Cadavers), την ποιητική άσκηση με την οποία κατασκευάζονται τυχαία ενδιαφέρουσες και ποιητικές προτάσεις. Όταν κανείς ρίχνει τυχαία μαζί αρκετές λέξεις, είναι επόμενο, σύμφωνα με τους νόμους της συνδυαστικής, να προκύψει και κάποια ασυνήθιστη μεταφορά που θα ηχεί μαγικά. Κι όμως, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι μερικά από τα ποιήματα αυτά είναι γοητευτικότατα. Ποιος νοιάζεται για την προέλευσή τους, αν κατορθώνουν να ευχαριστήσουν την αισθητική μας;

Η ιστορία των Εξαίσιων πτωμάτων έχει ως εξής. Τα χρόνια μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, μια συντροφιά από σουρεαλιστές ποιητές, η οποία περιλάμβανε τον André Breton, τον πάπα των σουρεαλιστών, τον Paul Eluard και άλλους, μαζεύονταν σε καφενεία του Παρισιού και δοκίμαζαν την ακόλουθη άσκηση (οι σύγχρονοι κριτικοί της λογοτεχνίας αποδίδουν την άσκηση στην σκυθρωπή διάθεση που επικρατούσε μετά τον πόλεμο και στην ανάγκη απόδρασης από την πραγματικότητα).

Σε ένα διπλωμένο φύλλο χαρτί, με τη σειρά, έγραφαν ο καθένας ένα προκαθορισμένο μέρος μιας πρότασης, χωρίς να γνωρίζει τι είχαν διαλέξει οι άλλοι. Ο πρώτος διάλεγε ένα επίθετο, ο δεύτερος ένα ουσιαστικό, ο τρίτος ένα ρήμα, ο τέταρτος ένα επίθετο και ο πέμπτος ένα ουσιαστικό.

Το πρώτο δημοσιευμένο παράδειγμα μιας τέτοιας τυχαίας (και συλλογικής) κατασκευής έδωσε την εξής ποιητική πρόταση:

Τα εξαίσια πτώματα θα πιουν το καινούργιο κρασί (Les cadavres exquis boiront le vin nouveau)

Εντυπωσιακό, δεν συμφωνείτε; Ακούγεται ακόμα πιο ποιητικό στο γαλλικό πρωτότυπο. Με τον τρόπο αυτό έχει παραχθεί πολύ εντυπωσιακή ποίηση, συχνά με τη βοήθεια υπολογιστή.

Αλλά η ποίηση ποτέ δεν πάρθηκε στα σοβαρά έξω από την ομορφιά των συνειρμών της, είτε αυτοί βγήκαν από το τυχαίο παραλήρημα ενός ή περισσότερων αποδιοργανωμένων εγκεφάλων, είτε από τις πιο περίτεχνες κατασκευές ενός συνειδητού δημιουργού.

Τώρα, ανεξάρτητα από το αν η ποίηση προέκυψε από μια μηχανή Μόντε Κάρλο ή τραγουδήθηκε από έναν τυφλό άντρα στη Μικρά Ασία, η γλώσσα είναι δραστική στο να φέρνει ευχαρίστηση και παρηγοριά. Το να δοκιμάσουμε τη διανοητική της εγκυρότητα μεταφράζοντάς τη σε απλά λογικά επιχειρήματα, θα τη στερούσε από τη δραστικότητά της (σε κυμαινόμενο βαθμό), μερικές φορές υπερβολικά· τίποτα δεν μπορεί να είναι πιο άγευστο όσο η μεταφρασμένη ποίηση.

Ένα πειστικό επιχείρημα για το ρόλο της γλώσσας είναι ότι υπάρχουν και επιβιώνουν ιερές γλώσσες, που δεν έχουν διαφθαρεί από την πεζή δοκιμασία της καθημερινής χρήσης. Οι σημιτικές θρησκείες, δηλαδή ο Ιουδαϊσμός, το Ισλάμ και ο αρχικός Χριστιανισμός κατάλαβαν αυτό το σημείο, δηλαδή ότι έπρεπε να κρατήσουν τη γλώσσα μακριά από τον εξορθολογισμό της καθημερινής χρήσης και να αποφύγουν τη φθορά της καθομιλουμένης.

Πριν από τέσσερις δεκαετίες, η καθολική εκκλησία μετέφρασε τις ακολουθίες και τις λειτουργίες της από τα Λατινικά στις τοπικές καθομιλούμενες γλώσσες· μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι αυτό προκάλεσε πτώση της θρησκευτικής πίστης. Ξαφνικά η θρησκεία υποβλήθηκε στη δυνατότητα κρίσης με διανοητικούς και επιστημονικούς κανόνες, χωρίς τους αισθητικούς.

Η ελληνορθόδοξη εκκλησία έκανε ένα τυχερό λάθος όταν θέλησε να μεταφράσει μερικές από τις προσευχές της από τα εκκλησιαστικά ελληνιστικά στη σημιτική ομιλουμένη διάλεκτο που χρησιμοποιούσαν οι Ελληνοσύροι της περιοχής της Αντιόχειας (Νότια Τουρκία και Βόρεια Συρία), και αυτό ήταν ότι διάλεξε τα κλασικά αραβικά, μια εντελώς νεκρή γλώσσα. Έτσι, οι συγγενείς μου είναι τυχεροί που μπορούν να προσεύχονται σε ένα μίγμα νεκρής ελληνιστικής κοινής (τα εκκλησιαστικά ελληνικά) και όχι λιγότερο νεκρών αραβικών του Κορανίου.

Τι σχέση έχει το θέμα αυτό με ένα βιβλίο για το τυχαίο; Η ανθρώπινη φύση μας υπαγορεύει την ανάγκη για ένα «αθώο αμάρτημα». Ακόμα και οι οικονομολόγοι, που συνήθως βρίσκουν δυσνόητους τρόπους για να ξεφεύγουν τελείως από την πραγματικότητα, αρχίζουν να καταλαβαίνουν ότι αυτό που μας κάνει να δονούμαστε δεν είναι κατ’ ανάγκην ο λογιστής που λογαριάζει μέσα μας. Δεν έχουμε ανάγκη να είμαστε ορθολογιστές και επιστημονικοί όταν πρόκειται για τις λεπτομέρειες της καθημερινής μας ζωής — μόνο σε εκείνες που μπορεί να μας βλάψουν και να απειλήσουν την ύπαρξή μας.

Η σύγχρονη ζωή φαίνεται να μας προσκαλεί να κάνουμε το εντελώς αντίθετο· να γίνουμε εξαιρετικά ρεαλιστές και διανοούμενοι σε ζητήματα όπως η θρησκεία και η προσωπική συμπεριφορά, κι όμως, όσο το δυνατόν πιο ανορθολογιστές σε ζητήματα που διέπονται από το τυχαίο (ας πούμε στις επενδύσεις χαρτοφυλακίου ή σε ακίνητα). Έχω συναντήσει συναδέλφους, «ορθολογιστές» και προσγειωμένους ανθρώπους, που δεν καταλαβαίνουν γιατί λατρεύω την ποίηση του Μπωντλαίρ και του Saint-John Perse, ή σκοτεινούς (και συχνά εντελώς απρόσιτους) συγγραφείς όπως ο Elias Canetti, ο J.-L. Borges ή ο Walter Benjamin. Κι όμως, οι ίδιοι άνθρωποι πείθονται να ακούσουν τις «αναλύσεις» κάποιου τηλεοπτικού γκουρού ή να αγοράσουν μετοχές μιας εταιρείας για την οποία δε γνωρίζουν τίποτα, βασιζόμενοι σε συμβουλές από γείτονες που οδηγούν ακριβά αυτοκίνητα.

Ο Κύκλος της Βιέννης, όταν απέρριψε την πολυλογάδικη φιλοσοφία του στυλ του Χέγκελ, εξήγησε ότι, από επιστημονική σκοπιά, ήταν εντελώς σκουπίδια, και από καλλιτεχνική σκοπιά ήταν κατώτερη από τη μουσική. Πρέπει να πω ότι βρίσκω τον Μπωντλαίρ πολύ πιο ευχάριστη συντροφιά από τους παρουσιαστές ειδήσεων του CNN ή από το να ακούω τον George Will. Υπάρχει μια παροιμία στα γιντίς:

Αν υποχρεωθώ να φάω γουρούνι, καλύτερα να είναι το πιο εκλεκτό που υπάρχει. Αν είναι να ξεγελαστώ από το τυχαίο, καλύτερα να είναι του όμορφου (και ακίνδυνου) είδους. 


Nassim Taleb - Στην πλάνη του τυχαίου - Ο κρυφός ρόλος της τύχης στη ζωή και τις αγορές