Μίλαν Κούντερα - Το βαλς του αποχαιρετισμού

14.09.2015
Μίλαν Κούντερα - Το βαλς του αποχαιρετισμού

"... «Ναι, αλήθεια, ήρθατε την κατάλληλη στιγμή», του είπε.
«Το ξέρω»
Ωστόσο, κάτι της διέφευγε: «Μα γιατί; Γιατί ψάξατε να με βρείτε;»

«Γιατί σας αγαπάω.»

Η λέξη «αγαπάω» ειπώθηκε πολύ απαλά, κι όμως γέμισε ξαφνικά όλο το δωμάτιο.

Η Ρούζενα χαμήλωσε τη φωνή: «Μ' αγαπάτε;»

«Ναι, σας αγαπάω.»

Αυτή τη λέξη της την είχε ήδη πει ο Φράντισεκ και ο Κλίμα, αλλά απόψε την είδε πρώτη φορά όπως ακριβώς είναι όταν έρχεται ακάλεστη, απρόσμενη, γυμνή. Σαν θαύμα μπήκε η λέξη αυτή μες στο δωμάτιο. Ήταν κάτι παντελώς ανεξήγητο, αλλά γι' αυτό και της Ρούζενας της φαινόταν πραγματικό, γιατί τα ουσιαστικότερα πράγματα στον κόσμο αυτό υπάρχουν χωρίς εξήγηση και χωρίς λόγο, αντλούν το λόγο της ύπαρξής τους από τον εαυτό τους..."

 . . .

"Και δω, πέρασε απ' το μυαλό του μια ανάμνηση σαν αστραπή: Θα ήταν περίπου δέκα χρονώ όταν έμαθε πώς γεννιέται το παιδί και από τότε η ιδέα αυτή τον καταδίωκε τόσο περισσότερο όσο με το κύλημα του χρόνου γνώριζε με πιο πολλές λεπτομέρειες τη συγκεκριμένη ύλη του γυναικείου οργανισμού.

Στη συνέχεια, φανταζόταν συχνά τη γέννησή του∙ φανταζόταν το σωματάκι του να περνάει εκείνο το στενό υγρό τούνελ, να 'χει γεμάτη τη μύτη και το στόμα από κείνη την παράξενη βλέννα, να 'ναι μ' αυτήν ολόκληρος πασαλειμμένος και στιγματισμένος. Ναι, αυτή η γυναικεία βλέννα τον στιγμάτισε για να μπορεί μετά να ασκεί επάνω του τη μυστική της δύναμη σε όλη του τη ζωή, για να 'χει το δικαίωμα οποτεδήποτε να τον καλεί κοντά της και να δίνει εντολές στον ιδιόρρυθμο μηχανισμό του σώματός του.

Για όλ' αυτά ένιωθε πάντα αποστροφή κι άντεχε σε τούτη τη δουλεία τουλάχιστον με το να μη δίνει την ψυχή του στις γυναίκες, με το να προστατεύει την ελευθερία του και τη μοναξιά του, με το να παραχωρεί στην εξουσία της βλέννας περιορισμένες μόνον ώρες της ζωής του. Και ίσως γι' αυτό άλλωστε ν' αγαπούσε τόσο πολύ την Όλγα, επειδή την έβλεπε εντελώς πέρα απ' τα σύνορα του σεξ και ήταν βέβαιος πως ποτέ δεν θα του θυμίσει με το σώμα της τον επαίσχυντο τρόπο της γέννησής του.

Έδιωξε με βία αυτές τις σκέψεις, γιατί στο μεταξύ η κατάσταση στον καναπέ εξελίχτηκε γρήγορα κι αυτός έπρεπε από στιγμή σε στιγμή να εισχωρήσει στο κορμί της, πράγμα που δεν ήθελε να το κάνει με κάποια σκέψη σιχασιάς. Είπε πως αυτή η γυναίκα που του δίνεται είναι ύπαρξη που της αφιερώνει τη μοναδική καθαρή αγάπη της ζωής του και πως θα κάνει τώρα έρωτα μαζί της μόνο και μόνο για να την κάνει ευτυχισμένη, να της δώσει χαρά και αυτοπεποίθηση.

Και ύστερα έμεινε κατάπληκτος με τον εαυτό του. Κουνιόταν πάνω της λες και λικνιζόταν πάνω στα κύματα της καλοσύνης. Ένιωθε καλά, ήταν ευτυχισμένος. Η ψυχή του επιδοκίμαζε ταπεινά τη δραστηριότητα του σώματος, λες και η σεξουαλική πράξη δεν ήταν παρά σωματική έκφραση της ευγενικής του αγάπης, το απόσταγμα των αισθημάτων για ένα κοντινό του πρόσωπο. Δεν υπήρξε πια κανένα εμπόδιο, τίποτα δεν ηχούσε παράτονα. Κρατιόντουσαν σφιχταγκαλιασμένοι και οι ανάσες τους γίνονταν μία. Ήταν όμορφες κι ατέλειωτες στιγμές κι έπειτα η Όλγα του ψιθύρισε στ' αυτί μια ασελγή λέξη. Του την ψιθύρισε μια φορά κι έπειτα ξανά και ξανά, ερεθισμένη η ίδια απ' αυτήν τη λέξη. Και δω τα κύματα της καλοσύνης αμέσως τραβήχτηκαν κι ο Ιάκωβος με την κοπέλα βρέθηκε καταμεσής στην έρημο.

Όχι, άλλες φορές που έκανε έρωτα, δεν είχε τίποτα ενάντια στις ασελγείς λέξεις. Του ξυπνούσαν μέσα του φιληδονία και σκληρότητα. Οι γυναίκες γίνονταν έτσι ευχάριστα ξένες στην ψυχή του και ευχάριστα επιθυμητές στο κορμί του. Αλλά η ασελγής λέξη στο στόμα της Όλγας κατέστρεψε αμέσως τη γλυκιά αυταπάτη. Τον ξύπνησε από το όνειρο. Το σύννεφο της καλοσύνης διαλύθηκε και ξαφνικά είχε την Όλγα στην αγκαλιά του ίδια όπως πριν από λίγο την έβλεπε: με μεγάλο λουλούδι για κεφάλι που από κάτω του τρέμει ο λιγνός μίσχος του κορμιού. Αυτή η συγκινητική ύπαρξη φερόταν προκλητικά σαν πόρνη, χωρίς να παύει να 'ναι συγκινητική∙ έτσι οι ασελγείς λέξεις ηχούσαν κωμικά και θλιμμένα. Αλλά ο Ιάκωβος ήξερε πως δεν πρέπει να της δώσει να καταλάβει κάτι, πως πρέπει ν' αντέξει, πως πρέπει το πικρό ποτήρι της καλοσύνης να το πιει ακόμα κι ακόμα, γιατί αυτό το παράλογο αγκάλιασμα είναι η μόνη του καλή πράξη, η μόνη του απολύτρωση –ούτε στιγμή δεν έπαψε να σκέφτεται το δηλητήριο στην ξένη τσάντα– η μόνη του σωτηρία."

 

Μίλαν Κούντερα, Το βαλς του αποχαιρετισμού - αποσπάσματα