Γιατί η Αθρωπιά και η Ψυχή τ' αθρώπου, χρώμα δεν έχουνε. Μήτε άσπρες, μήτε μαύρες, μήτε κίτρινες, μήτε κόκκινες είναι.

26.09.2020
Γιατί η Αθρωπιά και η Ψυχή τ' αθρώπου, χρώμα δεν έχουνε. Μήτε άσπρες, μήτε μαύρες, μήτε κίτρινες, μήτε κόκκινες είναι.

Επεράσανε τα χρόνια, εγέρασε ο Σαλής, ο μαύρος βαρκάρης των Χανίων, τα μπράτσα του, οι ώμοι του, ο νους του και οι αντοχές του λίγο λίγο στην αρχή κι ύστερα πολύ πολύ, τονε πρόδιναν, αφήνοντας αμάλαγη μόνο την ψυχή του.

Δεν εμπόριε πιά να δουλεύει στο χαμαλίκι τση βάρκας.

Εμπιτήσανε τα μεροκάματα και τα λεφτά.

Αναγκάστηκε να πουλήσει το σπιτάκι του στο Κουμ Καπί για να μπορέσει να επιβιώσει.

Κι έτσι, βρέθηκε κυριολεχτικά στην ψάθα, περιμένοντας το τέλος. Περιμένοντας τον άλλο βαρκάρη, να τονε περάσει απέναντι.

Τότες, εξεσηκωθήκανε οι Χανιώτες.

Γενικό προσκλητήριο εσαλπίσανε, για τη σωτηρία της αξιοπρέπειας και της ζωής του Σαλή, του αθρώπου που ήτανε ένας σαν κι αυτούς, κι αυτοί ήσανε όλοι σαν κι αυτόν.

Ένας Χανιώτης καλαμαράς, ο Γιώργος Γεωρβασάκης, τυπογράφος, ποιητής και συγγραφέας, εμπήκε μπροστάρης σε έναν αγώνα να δοθεί στο Σαλή η Ελληνική υπηκοότητα και να μπορέσει να πάρει μια, έστω πενιχρή, σύνταξη από το ΙΚΑ.

Ο στόχος επιτεύχθηκε και πλέον ο μαύρος βαρκάρης ήτανε και στα χαρθιά Έλληνας, κάτι που ονειρευότανε σ'ολόκληρη τη ζήση του.

Μα άλλο ένα όνειρο του πραγματώθηκε. Αυτό, του να μπορεί να βοηθά αθρώπους, ίσαμε το θάνατο του.

Πώς να μη τον αγαπούνε οι Χανιώτες, αφού όλοι τους εκατέχανε πως η σύνταξη του Σαλή κατέληγε σε χέρια αθρώπων που εδυστυχούσανε περσσότερο από τον ίδιο;

giati i athropia kai i psyxi t athropou xroma den exoune

Στις 29 Φλεβάρη του '67, η άγια ψυχή του εγκατέλειψε το χιλιοβασανισμένο σώμα του, στη νοικασμένη κάμαρα του στην οδό Θεοτοκοπούλου, και ταξίδεψε στον ουρανό, που μήτε άσπρος, μήτε μαύρος, μήτε κίτρινος, μήτε κόκκινος είναι.

Από βραδύς έπεσε να κοιμηθεί και δεν εξαναξύπνησε.

Ο άλλος βαρκάρης, εδιάλεξε να πάει την ώρα του ονείρου να τονε πάρει για να τονε περάσει απέναντι.

Κι αυτός ο άλλος βαρκάρης, μήτε άσπρος, μήτε μαύρος, μήτε κίτρινος, μήτε κόκκινος είναι.

Όλα τα Χανιά εκλάψανε.

Μα τα βάσανα του δεν ποτελειώσανε με το θάνατο του.

Σοβαρότατο πρόβλημα ανέκυψε για την ταφή του, αφού ως μουσουλμάνος που ήτανε, δε μπορούσε να ταφεί σε χριστιανικό νεκροταφείο.

Αρχικά, τον έθαψαν σ' ένα χωράφι στην τουρκική συνοικία Μερτζαλίκια.

Αλλά δεν ήσανε λίγοι οι Χανιώτες που οληνυχτίς δεν έκλειναν μάτι, από τη στεναχώρια τους και τις τύψεις τους. Το φιλότιμο τους τους κρατούσε ξάγρυπνους κι όλοι μαζί επαλεύανε να βρούνε τρόπο να ησυχάσει η ψυχή του Σαλή, που ήσανε βέβαιοι πως τηνε γροικούσανε κάθε νύχτα να κλαίει στο χωράφι των Μερτζαλικιών.

Κι εβρήκανε τον τρόπο, μόνο αυτοί κατέχουνε πώς. Πάντως τονε βρήκανε.

Και ο άγιος Σαλή, ξεθάφτηκε από το χωράφι και ξαναθάφτηκε στο νεκροταφείο του Αγίου Λουκά, στην οδό Αναπαύσεως, δίπλα στους Ρώσους πεσόντες στην Κρήτη κατά τους απελευθερωτικούς αγώνες.

Κάνανε και έρανο οι Χανιώτες και μαζέψανε λεφτά για να του φτιάξουνε λαμπρό μνήμα, αντάξιο της λαμπρής ζωής του, της λαμπρής ψυχής του και της ασύνορης αγάπης του για την Ελλάδα, για την Κρήτη, για τα Χανιά, για τους Κρητικούς, για τους δυστυχισμένους και για τον άθρωπο.

Απάνω στη μαρμάρινη πλάκα, χαράχτηκαν οι στίχοι απού 'γραψε για τον Σαλή ο φίλος του ποιητής Γιώργος Γεωρβασάκης:

''Ας ήσουν μαύρος.
Ας μην ήσουν χριστιανός.
Ας ήταν μαύρη η μορφή σου.
Μ' από το χιόνι πιο λευκή
ήτανε η ψυχή σου''.

giati i athropia kai i psyxi t athropou xroma den exoune1

Επόθανε ο Σαλής, ο μαύρος βαρκάρης, ο ξένος, ο πρόσφυγας, ο χαμάλης, ο φαμέγιος, ο πάμφτωχος, ο αγράμματος, ο μοιροκαταραμένος και μοιροτσαλαπατημένος.

Μα ετούτος σας ο Σαλής, δεν πρόκειται να ξεχαστεί στους αιώνες των αιώνων.

Τι κι αν δεν είχε στον ήλιο μοίρα, αφού ολόκληρος ο ήλιος από την ψυχή του ανέτειλε και στην ψυχή του έδυε;

Ετούτο να τον τάφο επήγα και προσκύνησα στα Χανιά, γιατί 'ναι χρέος μου να τονε προσκυνώ.

giati i athropia kai i psyxi t athropou xroma den exoune2

Γιατί η Αθρωπιά και η ψυχή τ' αθρώπου, χρώμα δεν έχουνε.

Μήτε άσπρες, μήτε μαύρες, μήτε κίτρινες, μήτε κόκκινες είναι.

Το χρώμα του Θεού έχουνε.

 

Από τον τοίχο του  Stratakis Mixalis