Αναμνήσεις από τον εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου

Αναμνήσεις από τον εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου

Ο χρόνος γυρίζει πίσω, στα μαθητικά τα χρόνια και στον εορτασμό του «ΟΧΙ» στα σχολεία. Αν είχε κανείς παρακολουθήσει μια γιορτή, ήξερε, τι θα παρακολουθήσει τις επόμενες χρονιές. Η έμπνευση και η ανανέωση του ενδιαφέροντος για ένα εορτασμό δεν εντάσσονταν ποτέ στις αρετές του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Και μάλλον θα αργήσουν να συμβεί κάτι τέτοιο.

Θυμάμαι, λοιπόν, τους διευθυντές των σχολείων να εκφωνούν τους γνωστούς πανηγυρικούς λόγους, τους οποίους ενδεχομένως είχαν βρει από τους προκατόχους τους και αυτοί από τους δικούς τους προκατόχους, αν θυμηθώ κάτι καθαρευουσιανιές, που έβγαζαν μάτι και δεν τις καταλαβαίναμε γρυ. Ήταν τόσο ενδιαφέροντες λόγοι, που αναρωτιόμαστε, γιατί δεν τους είχαν πατεντάρει ως φάρμακο κατά της αϋπνίας. Εμείς πάντως με το ζόρι κρατιόμαστε όρθιοι και το μόνο, που μας έσωζε από το να σωριαστούμε ξεροί από την πλήξη, ήταν η σκέψη, ότι είχαμε χάσει μια, ακόμα, μέρα μαθήματος και μετά τις γιορτές θα ακολουθούσε άραγμα. Ευτυχώς, δεν κρατούσαν πολύ.

Ακολουθούσαν τα τραγούδια της Σοφίας Βέμπο, που ήταν μακράν το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του εορτασμού. Κρατούσε ακόμα λιγότερο. Τη σκυτάλη έπαιρναν είτε τα προχειροφτιαγμένα «πατριωτικά» σκετσάκια κάποιων φιλότιμων αλλά ατάλαντων εκπαιδευτικών είτε τα άσματα, που απήγγειλλαν συμμαθητές μας σε ρυθμό υπαγόρευσης. Μετά το πρώτο τραγούδι ή τις πρώτες ατάκες του σκετς, καταλήγαμε να νοσταλγήσουμε το λόγο του διευθυντή. Εκτός αν κάποιοι μαθητές είχαν φανατιστεί τόσο με την περίσταση και κραύγαζαν κυριολεκτικά τα άσματά τους, σα να τους στένευαν τα παπούτσια, που εμείς κυλιόμαστε κάτω από τα γέλια. Μια φορά συνέβη αυτό και αυτός ο εορτασμός είναι ο μόνος, που μου έχει μείνει από τα χρόνια του Δημοτικού.

Στις μαθητικές παρελάσεις, πάντως, το κλίμα ήταν καλύτερο. Ντυμένοι τις ίδιες στολές, μακαρίζαμε την τύχη μας, που ο διευθυντής του σχολείου δεν είχε σκεφτεί να ντυθούμε με παραδοσιακές στολές, κάναμε άγριο χαβαλέ μεταξύ μας, περιμέναμε την ώρα, που θα περάσει κάποιο άλλο σχολείο από δίπλα μας, για να κάνουμε καμάκι στις μαθήτριές του, σπάγαμε πλάκα με κάτι γυμναστές με μαλλούρα και μούσι ή κάτι γυμνάστριες με στενές φούστες, πράγμα αρκετά τολμηρό για την επαρχιακή μας πόλη, τη δεκαετία του ’80 και του ’90, κοροϊδεύαμε το γυμναστή μας στο Λύκειο, που όλη την ώρα ήταν κοντά στις κοπέλες, τάχαμου για να τους διδάξει να κάνουν σωστό βήμα, ενώ εμείς πιο πίσω περπατούσαμε σαν τους νεκροζώντανους του WALKING DEAD, τρέμαμε τη στιγμή, που θα περνούσαμε από ένα κτίριο, γιαπί επί σειρά ετών, και θα δεχόμαστε ομοβροντία από στραγάλια, η οποία θα μας ανάγκαζε να κλίνουμε την κεφαλή επί δεξιά, στο υαλοπωλείο απέναντι από το γιαπί,  και κάναμε την προσευχή μας μη μας πατήσει ο πισινός μας και βγάλουμε την παρέλαση με ξώφτερνο.  

Κάποια στιγμή, τελείωνε η μαθητική παρέλαση και καταλαμβάναμε τις καφετέριες του κέντρου. Με το πενιχρό χαρτζιλίκι της εποχής, τσακίζαμε φραπέδες (ο φρέντο δεν είχε ακόμα εμπλουτισει τη γλώσσα και το διαιτολόγιό μας) και πορτοκαλάδες και συνεχίζαμε το καμάκι, που είχαμε αφήσει στη μέση λόγω της παρέλασης. Ποτέ δεν καταφέραμε να ρίξουμε κάποια κοπέλα αλλά, τουλάχιστον, εισπράτταμε αρκετά χαμόγελα και ματιές, για να γυρίσουμε στα σπίτια μας με ένα χαμόγελο ικανοποίησης ζωγραφισμένο απ’ άκρη σε άκρη στο πρόσωπό μας.

 Και το δίδαγμα της 28ης Οκτωβρίου; Ε, αν το είχαμε διδαχθεί, θα το είχα ήδη γράψει παραπάνω.