Daniel Goleman - Ο γάμος του και ο γάμος της: παιδικά απωθημένα

Daniel Goleman - Ο γάμος του και ο γάμος της: παιδικά απωθημένα

Καθώς έμπαινα σ’ ένα εστιατόριο κάποιο βράδυ, είδα έναν νεαρό να βγαίνει αγέρωχα από την πόρτα με μια έκφραση παγερή και συνάμα βλοσυρή. Ξοπίσω του ήρθε τρέχοντας μια γυναίκα, χτυπώντας τον με τις γροθιές της στην πλάτη και στριγκλίζοντας: «Π’ ανάθεμά σε! Γύρνα πίσω και φέρσου μου λίγο ευγενικά!».

Αυτή η σπαραχτική, απίστευτα αντιφατική έκκληση, με στόχο μια υποχώρηση, συνοψίζει το πιο συνηθισμένο πρότυπο συμπεριφοράς σε ζευγάρια των οποίων η σχέση περνά δυσκολίες: εκείνη προσπαθεί να τον δεσμεύσει, εκείνος απομονώνεται. Οι σύμβουλοι παντρεμένων ζευγαριών παρατήρησαν από καιρό ότι, ώσπου να βρει το δρόμο προς το γραφείο τους, ένα ζευγάρι βιώνει αυτό το μοντέλο δέσμευσης-απομόνωσης, όπου εκείνος παραπονιέται για τις «παράλογες» απαιτήσεις και τα ξεσπάσματά της κι εκείνη παραπονιέται για την αδιαφορία που της δείχνει σε ό,τι του λέει.

Αυτό το συζυγικό φινάλε αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι σ’ ένα ζευγάρι υπάρχουν πράγματι δυο συναισθηματικές αλήθειες: η δική του και η δική της. Οι ρίζες αυτών των συναισθηματικών διαφορών, παρότι μπορεί εν μέρει να είναι βιολογικής φύσης, μπορούν επίσης να αναζητηθούν στην παιδική ηλικία, αλλά και στους χωριστούς συναισθηματικούς κόσμους στους οποίους ζουν τα αγόρια και τα κορίτσια μεγαλώνοντας. Σ’ αυτούς τους χωριστούς κόσμους έχει γίνει ευρύτατη έρευνα, τα όριά τους έχουν ενισχυθεί όχι μόνο από τα διαφορετικά παιχνίδια που προτιμούν αγόρια και κορίτσια, αλλά και από το φόβο των παιδιών ότι θα τα κοροϊδέψουν επειδή έχουν «φιλενάδα» ή «φίλο».

Μια μελέτη πάνω στις φιλίες μεταξύ παιδιών αποκάλυψε ότι τα παιδιά των τριών χρόνων λένε πως οι μισοί από τους φίλους τους ανήκουν στο αντίθετο φύλο. Τα πεντάχρονα αναφέρουν ένα είκοσι τοις εκατό, και μέχρι τα επτά κανένα σχεδόν παιδί, ούτε αγόρι ούτε κορίτσι, δεν ομολογεί ότι έχει έναν «κολλητό» φίλο από το αντίθετο φύλο. Αυτά τα χωριστά κοινωνικά σύμπαντα ελάχιστα συναντώνται, ώσπου να αρχίσουν τα ... ραντεβουδάκια των τινέιτζερς.

Στο μεταξύ, αγόρια και κορίτσια διδάσκονται πολύ διαφορετικά μαθήματα σχετικά με τους τρόπους χειρισμού των συναισθημάτων. Οι γονείς, γενικά, συζητούν για τα συναισθήματα —με εξαίρεση το θυμό— περισσότερο με τις κόρες τους παρά με τους γιους τους.

Τα κορίτσια δέχονται περισσότερη πληροφόρηση σχετικά με τα συναισθήματα από τα αγόρια: όταν οι γονείς σκαρφίζονται ιστορίες που διηγούνται στα παιδιά τους κατά την προσχολική ηλικία, χρησιμοποιούν περισσότερες λέξεις που προκαλούν συγκίνηση όταν απευθύνονται στις κόρες παρά στους γιους. Όταν οι μητέρες μιλούν στις κόρες τους για τα αισθήματα, συζητούν με περισσότερες λεπτομέρειες για την ίδια τη συναισθηματική κατάσταση, απ’ όσο το κάνουν με τους γιους —παρόλο που με τους γιους τους μπαίνουν σε περισσότερες λεπτομέρειες γύρω από τα αίτια και τα επακόλουθα συναισθημάτων όπως ο θυμός (πιθανώς με τη μορφή ενός διδακτικού παραμυθιού).

Η Λέσλι Μπράντι και η Τζούντιθ Χολ, οι οποίες συνόψισαν τις έρευνες που σχετίζονταν με τις διαφορές ανάμεσα στα φύλα, υποστηρίζουν ότι, επειδή τα κορίτσια αναπτύσσουν τη λεκτική τους ικανότητα γρηγορότερα από τα αγόρια, αποκτούν μεγαλύτερη εμπειρία στην περιγραφή των συναισθημάτων τους, και περισσότερη ικανότητα απ’ όση τα αγόρια στη χρήση λέξεων με τις οποίες εξερευνούν αλλά και υποκαθιστούν τις συναισθηματικές αντιδράσεις, όπως για παράδειγμα την αντιπαράθεση σώμα-με-σώμα. Κατ’ αντίθεση, παρατηρούν οι ερευνήτριες, «τα αγόρια που δεν είναι σε θέση να περιγράφουν με λέξεις και με ικανοποιητικό τρόπο τα συναισθήματά τους μπορεί να χάσουν σε μεγάλο βαθμό την επίγνωση της συναισθηματικής τους κατάστασης, τόσο όσον αφορά τα ίδια, όσο και τους γύρω τους».

Σε ηλικία δέκα χρόνων, περίπου το ίδιο ποσοστό αγοριών και κοριτσιών είναι φανερά επιθετικά, έτοιμα για κατά μέτωπο αντιπαράθεση όταν θυμώνουν. Αλλά γύρω στα δεκατρία, παρατηρείται μια χαρακτηριστική διαφοροποίηση ανάμεσα στα δυο φύλα: τα κορίτσια γίνονται πολύ πιο ικανά, συγκριτικά με τα αγόρια, σε περίτεχνες επιθετικές τακτικές, όπως είναι η απομάκρυνση, το κουτσομπολιό και η έμμεση εκδίκηση. Τα αγόρια, γενικά, εξακολουθούν να είναι επιθετικά όταν θυμώσουν, χωρίς να πηγαίνει ο νους τους σε τέτοιες πιο καλυμμένες στρατηγικές επίθεσης. Αυτός είναι μόνο ένας από τους πολλούς τρόπους με τους οποίους τα αγόρια —και αργότερα οι άνδρες- εμφανίζονται λιγότερο επιδέξιοι από το αντίθετο φύλο στις άγνωστες πτυχές της συναισθηματικής ζωής.

Όταν τα κορίτσια παίζουν μαζί, σχηματίζουν μικρές, πολύ δεμένες μεταξύ τους ομάδες, και δίνουν έμφαση στην ελαχιστοποίηση της εχθρικότητας και στη μεγιστοποίηση της συνεργασίας, ενώ τα παιχνίδια των αγοριών διεξάγονται σε ευρύτερες ομάδες, η δε έμφαση δίνεται στον ανταγωνισμό. Μια ουσιαστική διαφορά μπορεί να παρατηρηθεί σε αυτό που συμβαίνει όταν τα παιχνίδια που παίζουν, είτε αγόρια είτε κορίτσια, διακόπτονται από κάποιον τραυματισμό. Αν ένα αγόρι που χτύπησε έχει στενοχωρηθεί και κλαίει, όλοι περιμένουν να βγει από τη μέση, ώστε να μπορέσει να συνεχιστεί το παιχνίδι. Αν συμβεί το ίδιο σε μια κοριτσίστικη συντροφιά, το παιχνίδι σταματάει, και όλες μαζεύονται γύρω από το χτυπημένο κοριτσάκι που κλαίει.

Αυτή η διαφορά στο παιχνίδι μεταξύ αγοριών και κοριτσιών αντιπροσωπεύει αυτό που η Κάρολ Γκίλιγκαν από το Χάρβαρντ υπογραμμίζει ως ουσιώδη ανομοιομορφία μεταξύ των φύλων: τα αγόρια καμαρώνουν για τη μοναχική σκληροτράχηλη ανεξαρτησία και αυτονομία τους, ενώ τα κορίτσια βλέπουν τον εαυτό τους ως κομμάτι ενός συνεκτικού ιστού. Έτσι τα αγόρια απειλούνται από οτιδήποτε μπορεί να βάλει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία τους, ενώ τα κορίτσια απειλούνται περισσότερο από μια πιθανή διάλυση των σχέσεών τους. Και, καθώς υπογράμμισε η Ντέμπορα Τάνεν στο βιβλίο της You Just Don’t Understand, αυτές οι διαφοροποιημένες προοπτικές σημαίνουν ότι άνδρες και γυναίκες θέλουν και προσδοκούν πολύ διαφορετικά πράγματα από μια συζήτηση. Οι άνδρες επιθυμούν να κουβεντιάζουν για «διάφορα», ενώ οι γυναίκες αναζητούν τη συναισθηματική επαφή.

Με λίγα λόγια, αυτές οι αντιθέσεις που εμφανίζονται κατά τη διαδικασία απόκτησης συναισθηματικών εμπειριών υποθάλπουν πολύ διαφορετικές δεξιότητες. Τα κορίτσια γίνονται όλο και πιο ικανά «να διαβάζουν και τις λεκτικές και τις μη λεκτικές συναισθηματικές ενδείξεις, να εκδηλώνουν και να κοινοποιούν τα συναισθήματά τους», ενώ τα αγόρια γίνονται επιδέξια στο «να ελαχιστοποιούν τα συναισθήματα που έχουν να κάνουν με την ευάλωτη πλευρά τους, τις ενοχές, το φόβο και τον πόνο». Υπάρχουν αδιάσειστες αποδείξεις αυτών των διαφορών στην επιστημονική βιβλιογραφία. Εκατοντάδες μελέτες απέδειξαν, για παράδειγμα, ότι κατά μέσο όρο οι γυναίκες είναι πιο μεθεκτικές από τους άνδρες, τουλάχιστον με βάση τις μετρήσεις της ικανότητάς τους να αντιλαμβάνονται τα αισθήματα των άλλων από την έκφραση του προσώπου τους, τον τόνο της φωνής τους και άλλα μη λεκτικά στοιχεία.

Παρόλο που δεν υπάρχει διαφορά στην εκφραστικότητα του προσώπου πολύ μικρών αγοριών και κοριτσιών, όσο προχωρούν στις τάξεις του δημοτικού τα αγόρια γίνονται λιγότερο εκφραστικά, ενώ τα κορίτσια όλο και περισσότερο. Αυτό μπορεί εν μέρει να αντανακλά και μια άλλη ουσιώδη διαφορά: οι γυναίκες, κατά μέσο όρο, βιώνουν το σύνολο των συναισθημάτων με μεγαλύτερη ένταση και μεγαλύτερη εκρηκτικότητα από τους άνδρες· με την έννοια αυτή, οι γυναίκες είναι πιο «συναισθηματικές» από τους άνδρες.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι, σε γενικές γραμμές, οι γυναίκες οδεύουν στο γάμο προετοιμασμένες για το ρόλο του «συναισθηματικού μάνατζερ», του ανθρώπου δηλαδή που είναι σε θέση να χειριστεί τα συναισθήματα τα δικά του και των άλλων, ενώ οι άνδρες στη φάση αυτή εκτιμούν πολύ λιγότερο τη σημασία αυτού του στοιχείου για τη μακροημέρευση του γάμου τους. Πράγματι, σε μια μελέτη 264 ζευγαριών, το πιο σημαντικό στοιχείο για τις γυναίκες —αλλά όχι για τους άνδρες— αναφορικά με την ικανοποίηση που ένιωθαν από τη σχέση τους ήταν η αίσθηση ότι ως ζευγάρι είχαν «καλή επικοινωνία».

Ο Τεντ Χιούστον, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο του Τέξας, ο οποίος μελέτησε σε βάθος ζευγάρια, παρατηρεί: «Για τις γυναίκες, οικειότητα και βαθιά επαφή σημαίνει να κουβεντιάζεις τα πράγματα, και ιδιαίτερα να συζητάς για την ίδια τη σχέση. Οι άνδρες, γενικά, δεν καταλαβαίνουν τι ζητούν οι γυναίκες από αυτούς. Λένε: “Θέλω να κάνω τόσα πράγματα μαζί της, και αυτή το μόνο που θέλει είναι κουβέντα”». Στη φάση του φλερτ, διαπίστωσε ο Χιούστον, οι άνδρες είχαν πολύ περισσότερη διάθεση να περνούν την ώρα τους κουβεντιάζοντας με τον τρόπο που ικανοποιούσε αυτή την επιθυμία οικειότητας των μελλοντικών συζυγών τους. Από τη στιγμή  όμως που παντρεύονταν, με   την πάροδο του χρόνου, οι άνδρες -ιδιαίτερα στα πιο παραδοσιακά ζευγάρια- περνούσαν όλο και λιγότερο χρόνο κουβεντιάζοντας με τις γυναίκες τους. Οι άνδρες ανακάλυπταν μια αίσθηση οικειότητας σε απλά πράγματα, για παράδειγμα δουλεύοντας μαζί στον κήπο, παρά συζητώντας.

Αυτή η αυξανόμενη σιωπή από την πλευρά του άνδρα μπορεί εν μέρει να οφείλεται στο γεγονός ότι, αν μη τι άλλο, οι άνδρες είναι λιγάκι υπεραισιόδοξοι σχετικά με την κατάσταση του γάμου τους, ενώ οι γυναίκες συλλαμβάνουν τις προβληματικές του πτυχές. Σε μια μελέτη που έγινε σε παντρεμένα ζευγάρια, οι άνδρες είχαν μια πιο ρόδινη εικόνα για όλα σχεδόν τα σημεία της σχέσης τους συγκριτικά με τις γυναίκες: για τον έρωτα, για τα οικονομικά, για τους δεσμούς με τους εξ αγχιστείας συγγενείς, για το πόσο καλοί ακροατές ήταν ο ένας του άλλου, για το πόση σημασία είχαν γι’ αυτούς τα ελαττώματα τους.

Οι γυναίκες, σε γενικές γραμμές, είναι πιο ομιλητικές όταν πρόκειται να εκφράσουν τα παράπονά τους απ’ όσο οι άνδρες τους, κι αυτό ισχύει ιδιαίτερα στα δυστυχισμένα ζευγάρια. Συνδυάστε τη ρόδινη εικόνα που έχουν οι άνδρες για το γάμο με την αποστροφή τους προς κάθε συναισθηματική αντιπαράθεση, και θα καταλάβετε γιατί οι γυναίκες παραπονιούνται τόσο συχνά για το ότι οι άνδρες τους προσπαθούν να αποφύγουν κάθε συζήτηση θεμάτων που ταλαιπωρούν τη σχέση τους. (Φυσικά, μια τέτοια γενετική διαφορά είναι μια γενίκευση, και δε σημαίνει ότι ισχύει σε κάθε περίπτωση. Ένας φίλος ψυχίατρος παραπονιόταν ότι στο γάμο του η γυναίκα του ήταν αυτή που δίσταζε να συζητήσει ζητήματα συναισθηματικού περιεχομένου που τους αφορούσαν, και ότι εκείνος ήταν που τα έφερνε στην επιφάνεια.)

Η βραδύτητα των ανδρών να αναδείξουν προβλήματα σε μια σχέση επιτείνεται αναμφίβολα από την αντίστοιχα περιορισμένη τους ικανότητα να συλλάβουν την εκδήλωση των συναισθημάτων στο πρόσωπο του άλλου. Οι γυναίκες, για παράδειγμα, είναι πιο ευαίσθητες σε μια έκφραση θλίψης στο πρόσωπο του άνδρα απ’ ό,τι οι άνδρες σε μια αντίστοιχη έκφραση στο πρόσωπο της γυναίκας. Επομένως, η γυναίκα πρέπει να είναι τραγικά στενοχωρημένη, ώστε να πάρει ο άνδρας της είδηση τα συναισθήματά της, χωρίς να αναφέρουμε πόσο δύσκολο του είναι να ανακινήσει ο ίδιος τη συζήτηση γύρω από το λόγο για τον οποίο είναι τόσο θλιμμένη.

Συλλογιστείτε τι επιπλοκές θα έχει αυτό το συναισθηματικό χάσμα των δύο φύλων  στον τρόπο με τον οποίο τα ζευγάρια χειρίζονται τις στενοχώριες και τις διαφωνίες που αναπόφευκτα προκύπτουν σε κάθε πολύ προσωπική σχέση. Στην πραγματικότητα, ζητήματα όπως το πόσο συχνά ένα ζευγάρι κάνει έρωτα, πώς μεγαλώνει τα παιδιά του, πόσα χρήματα θέλει να ξοδεύει, αλλά και να αποταμιεύει ώστε να νιώθει ασφάλεια, δεν είναι αυτά που οδηγούν στη λύση ενός γάμου. Κυρίως, αυτό που μετράει στην εξέλιξη ενός γάμου είναι το πώς συζητιούνται αυτά τα ευαίσθητα θέματα.

Το να καταλήξει το ζευγάρι σε μια συμφωνία για το πώς θα διαφωνεί είναι το κλειδί για την επιβίωση του γάμου. Άνδρες και γυναίκες πρέπει να ξεπεράσουν τις έμφυτες διαφορές των φύλων τους στον τρόπο που προσεγγίζουν τα επικίνδυνα συναισθήματα. Αν αποτύχουν σ’ αυτό, τα ζευγάρια είναι ευάλωτα σε συναισθηματικές ρήξεις που μπορεί να καταστρέφουν το γάμο τους. Όπως θα δούμε, τέτοιες ρήξεις είναι πιο πιθανό να δημιουργηθούν αν το ένα ή και τα δύο μέρη αντιμετωπίζουν δυσκολίες στη νοημοσύνη της καρδιάς.

***

Αποτέλεσμα εικόνας
Ντάνιελ Γκόλμαν - Η συναισθηματική νοημοσύνη