Προσοχή: το ψέμα συνηθίζεται

Προσοχή: το ψέμα συνηθίζεται

Θυμάστε την περασμένη βδομάδα πόσες φορές σκεφτήκατε να ενεργήσετε με ανειλικρίνεια; Ήταν η στιγμή που σας έδωσαν περισσότερα ρέστα, κι εσείς συνειδητά διστάσατε να το πείτε στον σερβιτόρο. Ή όταν αποφύγατε μια άβολη έξοδο δικαιολογώντας ότι είχατε κανονίσει για σαββατοκύριακο. Η ανειλικρίνεια, είναι ένας συνηθισμένος πειρασμός.

Στην καθημερινότητά μας αντιμετωπίζουμε συνεχώς διάφορα ηθικά διλήμματα. Τα διλήμματα αυτά δεν αποτελούν απλά ευκαιρίες για πράξεις ανεντιμότητας αλλά είναι επιλογές που διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό τη ζωή μας. Εφόσον υπάρχει αυτός ο πειρασμός, πρέπει συνεχώς να αποφασίζουμε πόσο ηθική θα είναι η συμπεριφορά μας. Σημαντική επιρροή σε αυτές τις αποφάσεις ασκεί το συναίσθημα δυσαρέσκειας που έπεται της ανειλικρίνειας.

Έρευνα των Neil Garrett, Tali Sharot, Dan Ariely και Stephanie C Lazzaro που διεξήχθη στο University College London, εξέτασε κατά πόσο επηρεάζεται η κρίση μας ώστε να επιλέγουμε την ανειλικρίνεια αντί της ειλικρίνειας, όταν μας παρουσιάζονται ευκαιρίες να πράξουμε με αντίστοιχο τρόπο σε καθημερινή βάση. Την πρώτη φορά, αν το άτομο προτιμήσει να φερθεί με ανειλικρίνεια, θα αισθανθεί άσχημα, τείνοντας να χαρακτηρίζει τον εαυτό του ανειλικρινή σε κάποιο βαθμό. Όμως, αν μελλοντικά επαναλάβει παρόμοιες πράξεις, αυτές θα συνοδεύονται από χαμηλότερα επίπεδα ενοχής, με αποτέλεσμα σταδιακά να εξασθενούν και τελικά να μην υπάρχει κανένα ίχνος αντίδρασης σε τέτοιου είδους σκέψεις.

Για να καταλάβουμε τους λόγους που ένα άτομο αποφασίζει με ανειλικρίνεια θα πρέπει να εξετάσουμε δυο βασικά ζητήματα. Αρχικά, τον ρόλο των συναισθημάτων κατά την λήψη ηθικών αποφάσεων και στην συνέχεια να εξετάσουμε το μέρος του εγκέφαλου που ενεργεί όταν επαναλαμβάνονται παρόμοιες καταστάσεις, διαδικασία που είναι γνωστή ως νευρική προσαρμογή.

Μερικά ηθικά διλήμματα είναι ικανά να προκαλέσουν συναισθηματικές αντιδράσεις που περιορίζουν την προδιάθεσή μας να πράξουμε κάτι με ανειλικρίνεια, ενώ παράλληλα υπάρχουν και σωματικές αντιδράσεις όπως αύξηση καρδιακών παλμών και ιδρώτας. Όταν βιώνονται τα παραπάνω η επιθυμία μας για ανειλικρινείς πράξεις μειώνεται. Για παράδειγμα, σε μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 1964 από τους ψυχολόγους Stanley Schachter  και Bibb Latané , δόθηκε η ευκαιρία στους μαθητές ν αντιγράψουν στις εξετάσεις αφού πρώτα τους χορηγήθηκε ένα χάπι που μειώνει τις φυσιολογικές αντιδράσεις (beta blockers). Στην ίδια έρευνα, σε μια άλλη ομάδα φοιτητών χορηγήθηκε πλασέμπο (εικονικό φάρμακο). Η πρώτη ομάδα φοιτητών, που η συναισθηματική τους διέγερση είχε μειωθεί, έκλεψαν περισσότερο στις εξετάσεις από την άλλη ομάδα.

Γίνεται κατανοητό, λοιπόν, πως οι λιγότερο ενάρετες αποφάσεις έχουν κάποιο αντίκτυπο στο άτομο. Ωστόσο, όταν η αντίδραση αυτή μειώνεται, τότε η ανεντιμότητα γίνεται περρισότερο δελεαστική.

Το δεύτερο σημαντικό μέρος είναι η νευρική προσαρμογή. Όταν, για παράδειγμα, μπαίνετε σε ένα εστιατόριο αμέσως αντιλαμβάνεστε την υπέροχη μυρωδιά των φαγητών. Αργότερα όμως δίνετε όλο και λιγότερη έμφαση στην μυρωδιά σε σημείο που στο τέλος αδιαφορείτε. Αυτό είναι ένα παράδειγμα της νευρικής προσαρμογής, όταν ο εγκέφαλος γίνεται όλο και λιγότερο ευαίσθητος σε ερεθίσματα στα οποία εκτίθεται επανειλημμένα. Η νευρική προσαρμογή μας βοηθά να επικεντρωνόμαστε σε μια συγκεκριμένη πράξη χωρίς να μας αποσπούν την προσοχή ερεθίσματα που δεν χρειαζόμαστε. Στο παράδειγμα με το εστιατόριο, αφού συνηθίσετε τις μυρωδιές των φαγητών επικεντρώνεστε στην συζήτηση, τι θα παραγγείλετε κλπ.

Αυτές οι δυο κυρίαρχες ιδέες, η προδιάθεση, δηλαδή, να εξαπατήσουμε και η νευρική προσαρμογή δεν συνδέονται επειδή ο εγκέφαλος έχει την δυνατότητα να προσαρμόζεται μόνο σε εικόνες και ήχους, αλλά επειδή έχει την δυνατότητα να προσαρμόζεται και στα συναισθήματα.

Όταν για παράδειγμα, παρουσιάζονται σε ένα άτομο αποτρεπτικές εικόνες ή κάτι δυσάρεστο ο εγκέφαλος θα δημιουργήσει ισχυρές αντιδράσεις σε σημεία που σχετίζονται με την συναισθηματική διέγερση. Ωστόσο, άμα η έκθεση στα παραπάνω επαναλαμβάνεται ανά χρονικά διαστήματα, τότε οι συναισθηματικές αντιδράσεις περιορίζονται.

Στην δική μας έρευνα, αναρωτηθήκαμε αν ο εγκέφαλος τείνει να προσαρμόζεται σε αποφάσεις που το ίδιο το άτομο βρίσκει αποτρεπτικές. Πιο συγκεκριμένα, αν η υιοθέτηση μιας αποτρεπτικής συμπεριφοράς έχει αντίκτυπο στην συναισθηματική κατάσταση του ατόμου. Αν όντως έχει, μπορούμε να υποθέσουμε ότι εφόσον οι συναισθηματικές αντιδράσεις μπορούν να περιορίσουν την επιθυμία μας να είμαστε ανειλικρινείς, η μείωση των αντιδράσεων μέσω της προσαρμογής θα επέφερε την αύξηση της ανειλικρίνειας.

Ένας τρόπος με τον οποίο μπορούμε να προσεγγίσουμε τα αποτελέσματα αυτής της ερευνάς φαίνεται να οδηγεί σε απαισιόδοξα συμπεράσματα καθώς ο άνθρωπος μπορεί να γίνει σταδιακά, συναισθηματικά ανέκφραστος, πιο διεφθαρμένος και εγωιστής. Αντίθετα, μια πιο θετική πλευρά φανερώνει ότι τα συναισθήματά κατέχουν σημαντικό ρολό στον περιορισμό της ανεντιμότητας. Λειτουργούν, δηλαδή, ως γιατρικό απέναντι στον πειρασμό της ανεντιμότητας αφού επίσης μειώνουν και την προσήλωση σε αυτόν. Πρόσφατες έρευνες ενισχύουν την άποψη αυτή από μια ομάδα συμμετεχόντων, οι οποίοι πίστευαν ότι οι καρδιακοί τους παλμοί αυξάνονται όταν έρχονται αντιμέτωποι με τον πειρασμό να γίνουν ανειλικρινείς. Η ομάδα αυτή ήταν πιο ειλικρινής από μια άλλη ομάδα της οποίας τα μέλη υποστήριζαν ότι οι καρδιακοί τους παλμοί παρέμεναν σταθεροί.

Τέλος, υπάρχει πλήθος συμπεριφορικών παρεμβάσεων όπου προσπαθούν να κάνουν ελέγξιμες τις αρνητικές συμπεριφορές χρησιμοποιώντας σήματα που δίνουν έμφαση στην ηθική και στην αύξηση της εμπιστοσύνης του εαυτού. Παρ’ όλα αυτά δεν γνωρίζουμε λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο οι παρεμβάσεις αυτές συνδέονται με μηχανισμούς του νευρικού συστήματος και μπορούν να επιφέρουν θετικές αλλαγές στην συμπεριφορά. Ωστόσο, υπάρχει μια σημαντική πιθανότητα οι παρεμβάσεις να λειτουργούν έτσι ώστε να επηρεάζουν τις συναισθηματικές αντιδράσεις, σε καταστάσεις οπού η ανειλικρίνεια είναι εσκεμμένη, βοηθώντας μας να αντισταθούμε στον πειρασμό τον οποίο φανερώναμε λιγότερη αντίσταση στο παρελθόν.

********

Μετάφραση: Στράτος Υφαντόπουλος από το aeon