Μία γυναίκα εξομολογείται

Μία γυναίκα εξομολογείται

Κόσμος γύρω μου. Αδιάφορος, χαοτικός.

Κανένας δε γνωρίζει το όνομά μου, τη διεύθυνσή μου, την ηλικία μου.

Ούτε κι εγώ ξέρω τίποτα για εκείνους όμως.

Και όμως, νοιώθω πως τους κουβαλάω όλους, όλος ο κόσμος είναι ένα βάρος στην πλάτη μου.

Δεν ξέρω τι μας συμβαίνει, γιατί δε με αγκαλιάζεις πια.

Δεν ξέρω γιατί μου φέρεσαι έτσι, με αγαπούσες κάποτε.

Σε νοιώθω πιο ξένο και από όλους αυτούς τους περαστικούς που με προσπερνούν αδιάφορα.

Πρέπει να αντέξω ακόμα και αυτό το σώμα που έχει δεχτεί την αγριότητά σου.

Εκείνες τις φορές που έμπαινες στο σπίτι και αντί για μία ζεστή αγκαλιά το χέρι σου έπεφτε με μανία, με μίσος στο πρόσωπό μου.

Όταν έσπαγες όλα τα πράγματα γύρω σου και αναθεμάτιζες την τύχη, το θεό, εμένα, το ποτό.

Πόσες φορές, θυμάσαι, μου είπες ότι θα αλλάξεις; Πόσες φορές με κορόιδεψες, με ξεγέλασες και μου είπες ψέματα;

Για λίγες μέρες είσαι καλά και μετά... τα ίδια. Οι ίδιες φωνές, υποτιμήσεις, βρισιές.

Γιατί; Πώς φτάσαμε ως εδώ;

Δε με άφησες ποτέ να καταλάβω.

Δεν κοιμόμαστε πια μαζί, δε με αγγίζεις.

Κάθε βράδυ δεν κοιμάμαι, σκέφτομαι πώς φτάσαμε ως εδώ, πού έφταιξα;

Τα έχω μπερδέψει όλα μέσα στο μυαλό μου, κάθε βράδυ νοιώθω ότι μιλάω με σκιές. Πολλές φορές κλειδωνόμουν μόνη στο δωμάτιο, φοβόμουν την οργή σου, το μίσος στα μάτια σου.

Ήταν φορές που ένοιωθα να πνίγομαι από ένα μίσος. Δεν ξέρω, τα έβαζα με εμένα, με εσένα, με την τύχη, με το θεό. Με τη μητέρα μου που επέμενε υπερβολικά να σε παντρευτώ γιατί έλεγε ότι είσαι ‘’καλή τύχη’’ για μένα. Και θυμώνω.

Γιατί την άφησα να με επηρεάσει.

Εντάξει, μη φανταστείς. Μου άρεσες όταν σε είδα εκείνη την πρώτη φορά, είχες απάνω σου κάτι δυναμικό που με γοήτευσε.

Δεν ήταν έρωτας, όχι, αλλά μου άρεσες. Έβγαζες μία πραότητα, μία ηρεμία.

Γιατί κατέληξες έτσι; Πού ήταν τα όνειρά μας, εκείνη η χαρά που ένοιωθα όταν έδεσα μαζί σου τη ζωή μου;

Όλα ήταν μία απάτη που έλαμπε ψεύτικα προσπαθώντας να με πλανέψει κάτω από το νυφικό και τα χαμόγελα της ευτυχίας.

Και να πει κανείς ότι δε σε αγαπούσα. Όχι , ήμουν καλή γυναίκα, όλα σιδερωμένα, περιποιημένα, τακτοποιημένα στα είχα.

Δε σου ζητούσα τίποτα ακριβό, δε μου άρεσαν οι πολυτέλειες. Ήμουν πάντα μία απλή γυναίκα.

Όταν άρχισες να πίνεις, δεν ήξερα τι να κάνω. Έβλεπα και άκουγα για το προξενεί το ποτό και η βία σε άλλα σπίτια, δεν περίμενα ποτέ όμως θα το χτυπήσει και το δικό μου.

Σε δικαιολογούσα. Έλεγα ότι δυσκολεύεσαι με τη δουλειά, σε πιέζουν, αγχώνεσαι και για τους λογαριασμούς.

Πίστευα ότι θα περάσει, θα ηρεμήσεις, αλλά εσύ συνέχιζες να πίνεις.

Όταν δεν έβρισκες εύκολα ποτό τρελαινόσουν, έσπαγες τα πάντα, ξέσπαγες επάνω μου με οργή.

Έκρυβα τους μώλωπες , έλεγα σε συγγενείς και γείτονες ότι δεν πρόσεξα και χτύπησα.

Πίστευα ότι θα αναστατώσει τους γύρω μου η αλήθεια, ντρεπόμουν κιόλας.

Έκρυβα μπουκάλια για να τα βρεις ή τα πέταγα, έπρεπε κάτι να κάνω για να σε σώσω.

Αλλά έβλεπα ότι δεν ήθελες να σωθείς.

Ήθελα πολλές φορές να φύγω, αλλά σε αγαπούσα. Σε λυπόμουν και σε αγαπούσα, δεν ήθελα να σε αφήσω.

Δεν είσαι κακός άνθρωπος, ποτέ δεν ήσουν. Αλλά το λάθος σου ήταν ότι δε θέλεις να σωθείς, δε ζητάς βοήθεια.

Δεν ξέρω τι να κάνω. Αυτή τη στιγμή που γράφω την ιστορία μου, βάζω πάγο για να ξεπρηστεί το μάτι μου. Και εσύ νοσηλεύεσαι σε μία κλινική αποτοξίνωσης για να απεξαρτηθείς από αυτό σου το πάθος.

Θα ήθελα όμως να γράψω γιατί θα ήθελα να φωνάξω ότι η σιωπή, οι ενοχές, η ντροπή δε βοηθούν πουθενά.

Δε θα ήθελα άλλη γυναίκα να έχει πρησμένο μάτι, να κλειδώνεται, να ζει στο φόβο.

Για αυτό εξιστορώ την ιστορία μου.

Μίλησε, φώναξε, ζήτησε βοήθεια.

Μην τρέξεις να κρυφτείς όμως. Ποτέ.