Η ανεκτικότητα και η Δύση

Η ανεκτικότητα και η Δύση

Το παρόν κείμενο το γράφω με αφορμή ένα παλιότερο άρθρο μου με τίτλο “Η ανεκτικότητα και άλλες ουτοπίες”, και ένα μετέπειτα άρθρο του κ. Τζήμερου με τίτλο “Πολυπολιτισμικότητα και άλλα παραμύθια” όπου και στα δύο γίνεται λόγος για τις αδυναμίες της ανεκτικότητας στα πλαίσια μιας κοινωνίας με σαφώς διακεκριμένες ομάδες κοινών επιδιώξεων.

Στο άρθρο πραγματευόμουν τα περιθώρια της ανοχής και εστίαζα στην ύπαρξη καθαυτή των συγκεκριμένων ομάδων, χωρίς να γίνεται κάποια διάκριση μεταξύ άξιων και μη ομάδων να φέρουν τον τίτλο του ανεκτικού. Το κείμενο που ακολούθησε, παρόλο που με κράτησε σύμφωνο σε πολλά σημεία του, μου έκανε αρνητική εντύπωση στο τελικό συμπέρασμα της υπεροχής κάποιων ομάδων (πολιτισμών) έναντι των υπολοίπων.

Η ισότητα μεταξύ κοινωνικών ομάδων, προϋποθέτει νομίζω την ίδια την αναγνώριση της ύπαρξης αυτών, η οποία κατά τα άλλα δεν θα προέκυπτε αν δεν είχε προηγουμένως τεθεί το ζήτημα της ισονομίας μεταξύ τους. Η διάκριση αυτή μεταξύ ομάδων, ενώ έχει ως πρωταρχικό στόχο την εξίσωση των δικαιωμάτων των ατόμων που τις απαρτίζουν, θέτει άθελά της ως αρχική προϋπόθεση την ύπαρξη αυτών ως συμπαγών σχηματισμών. Στο βαθμό όμως που κάνουμε λόγο για διακεκριμένες ομάδες, η εφαρμογή των νόμων και των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτούς θα πυροδοτεί συνεχώς συζητήσεις για το δίκαιο ή άδικο της μεταχείρισης κάποιας από αυτές τις ομάδες.

Το στοίχημα για μια πολύχρωμη κοινωνία, είτε ορίζουμε το χρώμα πολιτικά, είτε κοινωνικά, εθνικά, σεξουαλικά κλπ, όπου θα επικρατεί η δικαιοσύνη και η ισονομία, δεν είναι η αέναη διατήρηση των δικαιωμάτων των επιμέρους ομάδων, αλλά η σταδιακή απαξίωση των χαρακτηριστικών αυτών που καθιστούν τις ομάδες αυτές διακριτές. Η φιλολογία που βασίζεται σε γενικεύσεις όπως μουσουλμάνος, ομοφυλόφιλος, πόρνη, νεοφιλελεύθερος, κρατιστής, Έλληνας, αλλοδαπός, είναι και αυτή που συμβάλλει στη συντήρηση των συγκρουσιακών χαρακτηριστικών μεταξύ των διαφόρων αυτών μορφωμάτων. Θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι οι χαρακτηρισμοί αυτοί, δεν είναι άλλο από επίθετα που μπορεί να προσδίδουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στα άτομα που φέρουν συγκεκριμένες ιδιότητες, αλλά σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν οργανωμένες ομάδες ατόμων με κοινά συμφέροντα. Ίσως να πρόκειται για ομάδες με μοναδικό σκοπό την προάσπιση της διακριτής ύπαρξης της ομάδας καθαυτής, αλλά όχι με σκοπό την εξατομικευμένη προάσπιση των ατόμων που την απαρτίζουν. Και αν γίνεται προσπάθεια εγκαθίδρυσης τέτοιων ομάδων, η ανεκτική κοινωνία θα πρέπει να τις απαξιώνει. Όχι φασιστικά και μονομερώς, με απαγορεύσεις και υποταγή, αλλά αναδεικνύοντας την αυταπόδεικτη φύση αυτών των μορφωμάτων ως τυχαία σβολιάσματα της ιστορίας.

Αναφερόμενοι στα προηγούμενα, κάποιοι οδηγούνται στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι λαοί και έθνη που ιστορικά απέδειξαν την ανεκτικότητά τους, δε μπορεί παρά να είναι και λαοί και έθνη που θα πρέπει να σταθούν πρωτεργάτες της δράσης που σχετίζεται με το σύγχρονο στοίχημα της ανεκτικότητας. Είναι όμως ανοησία να αποδεχτούμε τον δυτικό κόσμο ως τον πιο κατάλληλο να αναλάβει το ρόλο του κυρίαρχου των αντιλήψεων και τρόπου σκέψης. Ενώ είναι αλήθεια ότι υπήρξαν διαφορές στους διάφορους πολιτισμούς, έθνη, θρησκείες και ότι στη σύγχρονη εποχή τα σκήπτρα της ανεκτικότητας κρατά η Δύση, είναι νομίζω σαφές ότι ιστορικά κάθε λαός, κάθε θρησκεία, κάθε πολιτική ιδέα έχει εμφανιστεί και εκφραστεί πάνω στη γη με όλες της τις εκφάνσεις. Οι εθνικές ιδέες, οι θρησκευτικές αντιλήψεις, τα κοινωνικά κινήματα, όλα έχουν περάσει από την πιο διαλλακτική και μετριοπαθή στάση, μέχρι την πιο απολυταρχική.

Φαντάζει λοιπόν τελείως αυθαίρετο και ανιστόρητο να κατατάσσουμε ομάδες σε “δημοκρατικότερες” και λιγότερο δημοκρατικές. Η ουσία είναι ότι όταν θα υπάρχουν αυτές οι ομάδες, πάντα θα υπάρχει και η ακραία τους έκφανση, η απόλυτή τους έκφραση, η οποία στην τελική είναι αυτή που ορίζει τα στεγανά της, αλλά και στέκεται παράγοντας διακρίσεων και εν συνεχεία συγκρούσεων. Και στο σύγχρονο δυτικό κόσμο, παρά το γεγονός ότι η λογική είναι παντού παρούσα, φαίνεται ότι οι ομάδες αυτές συνεχίζουν και επιβιώνουν.

Πραγματικά αμφιβάλλω αν ακόμα και οι ισχυροί της Δύσης έχουν απεμπλακεί πλήρως από δεισιδαιμονίες και εθνικοθρησκευτικά κατάλοιπα. Ο ιδεαλισμός και ο ρομαντισμός είναι στοιχεία που καλά κρατούν παρά τη μόρφωση, καλλιέργεια και οικονομική ισχύ. Αντί όμως αυτό να είναι ένδειξη της δικαίωσης τέτοιων ιδεών, θα έπρεπε να είναι στοιχείο προβληματισμού. Πραγματικά αμφιβάλλω αν η σύγχρονη δυτική πνευματική και οικονομική ελίτ, έχει πείσει τον εαυτό της ότι τα ιερά κείμενα των προγόνων της δεν είναι άλλο από παραμύθια που απλώς ικανοποίησαν κάποιες ιστορικές ανάγκες. Και αν τον έχει πείσει, γιατί μεταδίδει στους απόγονους πράγματα αναληθή; Πέρα από τον εκθειασμό της λογικής και της δημοκρατίας στη σύγχρονη Δύση, νομίζω συνεχίζει και υπάρχει κάτι που υποσκάπτει τα θεμέλια αυτών των αρχών, τόσο με καταβολές εθνικοθρησκευτικές, όσο και με κοινωνικοπολιτικές, τόσο από τα δεξιά, όσο και από τα αριστερά.

Οι περισσότεροι περιούσιοι λαοί όμως ιστορικά, ήταν αυτοί που προέκυψαν από χωνευτήρια, εκεί που τα οικόσημα ήταν ξεκρέμαστα. Και στην Ευρώπη σήμερα, το ζητούμενο θα έπρεπε να είναι ο σταδιακός μετριασμός των χαρακτηριστικών που προσδίδουν ταυτότητα σε ιστορικά κατάλοιπα. Φλέγον ζήτημα σήμερα θα έπρεπε να είναι ας πούμε οι γάμοι αλλόθρησκων. Όχι μόνο σε επίπεδο στρατηγικού σχεδιασμού, αλλά και με κοινωνικά συμβάντα. Να γίνονται ας πούμε muslim parade. Η καθαρότητα σε μια κοινωνία δεν ορίζεται ως φυλετική, εθνική, θρησκευτική, ιδεολογική. Ορίζεται ως η έλλειψη παραγόντων που περιορίζουν την ατομική ελευθερία αντιλήψεων και δράσης. Ας μη ψάχνουμε ποιος έχει την ευθύνη για τα νεκρά παιδιά στην Παλαιστίνη. Την έχουν οι γονείς τους και οι γονείς αυτών που τα σκοτώνουν. Τόσο απλά.

Κανένα παιδάκι δε γεννήθηκε να πιστεύει στα Ευαγγέλια, το Κοράνι, τα Ταλμούδ, τον Παΐσιο, το Βυζάντιο, τη Σιών, τη Σαρία. Ας μην είμαστε υποκριτές. Δεν είναι η έλλειψη ανεκτικότητας που φέρνει τις συγκρούσεις, αλλά η εξύψωση ενός περιούσιου λαού, ομάδας ή τάξης που όλα τα δόγματα και οι θεωρίες κρύβουν έντεχνα σε μερικά χυδαία τους κείμενα και που οι γονείς μεταδίδουν σαν αρρώστια από γενιά σε γενιά υπηρετώντας ματαιόδοξα το τίποτα. Θα έπρεπε Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι, Εβραίοι, να τολμήσουν να πουν όχι στην παράδοσή τους. Να πουν όχι στις επιθυμίες των γονέων τους. Να παντρευτούν άτομα αλλόθρησκα και να μην τους απασχολούν τα πιστεύω του παιδιού που θα φέρνουν στον κόσμο. Να εντάξουν τον ξεριζωμό των παππούδων τους σε ένα ευρύτερο πολυπαραγοντικό ιστορικό πλαίσιο, χωρίς να αποδίδουν ευθύνες και να διαιωνίζουν ανεκπλήρωτους πόθους.

Και η στάση αυτή θα πρέπει να είναι ανεξάρτητη του επικαλούμενου βαθμού ανεκτικότητας του δικού τους πλαισίου σκέψης. Η αγάπη για το παιδί δε πηγάζει από την επιβεβαίωση της απρόσκοπτης συνέχειας της κάστας κάποιου στο διηνεκές. Πηγάζει από την ικανότητά να παράγουμε ατομικές υπάρξεις ικανές για ελευθερία. Και η ελευθερία ξεκινάει από την ανεξαρτησία. Ανεξαρτησία από οποιονδήποτε κώδικα συμπεριφοράς, ασχέτως του βαθμού ελευθεριότητας που αυτός ο κώδικας επιτρέπει. Αυτή η ελευθερία εξάλλου, στο βαθμό που επιτυγχάνεται, ορίζει και την ποικιλομορφία, ορισμένη στα ορθά της πλαίσια, δηλαδή στο άτομο.