Pessoa: «῞Ο,τι δὲν εἶναι δικό μου, ὅσο ταπεινὸ καὶ νὰ εἶναι, εἶχε πάντα ποίηση γιὰ μένα..»

18.02.2022
Pessoa: «῞Ο,τι δὲν εἶναι δικό μου, ὅσο ταπεινὸ καὶ νὰ εἶναι, εἶχε πάντα ποίηση γιὰ μένα..»

Δὲν ἔκανα τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ ὀνειρεύομαι.

Αὐτὸ ἦταν, καὶ μόνο αὐτό, τὸ νόημα τῆς ζωῆς μου.

Ποτὲ δὲν εἶχα ἄλλη πραγματικὴ ἐνασχόληση πέρα ἀπὸ τὴν ἐσωτερική μου ζωή.

Οἱ μεγαλύτερες συμϕορὲς τῆς ζωῆς μου σβήνουν ὅταν ἀνοίγοντας τὸ παράθυρο στὸν δρόμο τοῦ ὀνείρου μου ξεχνῶ τὴ θέα στὴν κίνησή του.

Ποτὲ δὲν θέλησα νὰ εἶμαι τίποτε ἄλλο πέρα ἀπὸ ὀνειροπόλος.

Σὲ ὅποιον μοῦ εἶπε νὰ ζήσω δὲν ἔδωσα ποτὲ σημασία.

᾽Ανῆκα ἀνέκαθεν σ᾽ αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι ὅπου εἶμαι καὶ σ᾽ αὐτὸ ποὺ ποτὲ δὲν μπόρεσα νὰ εἶμαι.

῞Ο,τι δὲν εἶναι δικό μου, ὅσο ταπεινὸ καὶ νὰ εἶναι, εἶχε πάντα ποίηση γιὰ μένα.

Ποτὲ δὲν ἀγάπησα ἄλλο ἀπὸ τὸ τίποτα.

Ποτὲ δὲν ἐπιθύμησα ἄλλο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ ϕανταστῶ.

᾽Απὸ τὴ ζωὴ τίποτε ἄλλο δὲν ζήτησα πέρα ἀπὸ τὸ νὰ περάσει ἀπὸ μέσα μου χωρὶς νὰ τὴν αἰσθανθῶ.

᾽Απὸ τὴν ἀγάπη τὸ μόνο ποὺ ζήτησα ἦταν νὰ μείνει γιὰ πάντα ἕνα ὄνειρο μακρινό.

᾽Απὸ τὰ ἐσωτερικά μου τοπία, ὅλα τους μὴ πραγματικά, αὐτὸ ποὺ πάντα μὲ εἵλκυε ἦταν τὸ μακρινό, καὶ τὰ τοξωτὰ γεϕύρια ποὺ ἔσβηναν, στὴν ἴδια σχεδὸν ἀπόσταση μὲ τὰ τοπία τῶν ὀνείρων μου, εἶχαν μιὰ γλυκύτητα ὀνείρου σὲ σχέση μὲ ἄλλα μέρη τοῦ τοπίου – μιὰ γλυκύτητα ποὺ μ᾽ ἔκανε νὰ τ᾽ ἀγαπῶ.

῾Η μανία μου νὰ θέλω νὰ δημιουργῶ ἕναν κόσμο ψεύτικο μὲ συνοδεύει ἀκόμα, καὶ μόνο στὸν θάνατό μου θὰ μ᾽ ἐγκαταλείψει.

Δὲν τακτοποιῶ σήμερα στὰ συρτάρια μου κουβαρίστρες καὶ πιόνια ἀπὸ σκάκι –ἀπ᾽ ὅπου ξεπροβάλλει ἕνας τρελὸς ἢ ἕνα ἄλογο–, ἀλλὰ λυπᾶμαι ποὺ δὲν τὸ κάνω… καὶ τακτοποιῶ στὴ ϕαντασίαμου, ἀναπαυτικά, σὰν κάποιος ποὺ τὸν χειμώνα ζεσταίνεται στὸ τζάκι, μορϕὲς ποὺ κατοικοῦν, καὶ εἶναι σταθερὲς καὶ ζωντανές, στὴν ἐσωτερική μου ζωή.

῎Εχω ἕναν κόσμο ἀπὸ ϕίλους μέσα μου, μὲ δική τους ζωή, ἀληθινή, καθορισμένη καὶ ἀτελή.

Κάποιοι γνωρίζουν δυσκολίες, ἄλλοι ἔχουν μιὰ ζωὴ μποέμικη, γραϕικὴ καὶ ταπεινή.

Κάποιοι ἄλλοι εἶναι ἐμπορικοὶ ἀντιπρόσωποι. (Τὸ νὰ μπορῶ νὰ μὲ ὀνειρευτῶ ἐμπορικὸ ἀντιπρόσωπο ὑπῆρξε ἀνέκαθεν μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ϕιλοδοξίες μου – ἀπραγματοποίη τη εὐτυχῶς!)

῎Αλλοι κατοικοῦν σὲ χωριὰ καὶ κεϕαλοχώρια κοντὰ στὰ σύνορα μιᾶς Πορτογαλίας ποὺ ὑπάρχει μέσα μου· ἔρχονται στὴν πόλη κι ἐκεῖ τυχαῖα τοὺς συναντῶ καὶ τοὺς ἀναγνωρίζω, ἀνοίγοντάς τους τὴν ἀγκαλιά μου, μὲ συγκίνηση…

Κι ὅταν τὰ ὀνειρεύομαι αὐτά, περπατώντας πάνω-κάτω μέσα στὸ δωμάτιό μου, μιλώντας δυνατά, χειρονομώντας… ὅταν τὰ ὀνειρεύομαι ὅλα αὐτά, καὶ μὲ ϕαντάζομαι νὰ τοὺς συναντῶ, χαίρομαι ὁλόκληρος, πραγματοποιῶ τὰ ὄνειρά μου, πηδῶ ἀπὸ χαρά, λάμπουν τὰ μάτια μου, ἀνοίγω τὴν ἀγκαλιά μου καὶ νιώθω μιὰ εὐτυχία πελώρια, πραγματική, ἀσύγκριτη.

 

Fernando Pessoa, «Βιβλίο της Ανησυχίας» -απόσπασμα

μετφρ.: Μαρία Παπαδήμα, Gutenberg, 2018