Θάβει ξανά τη νέα, μεγάλη της ευκαιρία. Είναι που δεν αξιοποιεί τη νέα πρόταση για ζωή αληθινή, ζωή δική της, του πεπρωμένου της, και αυτοπροδίδεται πάλι.
Ο εαυτός της, έστω και αργότερα, έστω και μέσα σε γκρίζο σκηνικό, την καλεί σπαραχτικά να συμφιλιωθούν, να συνομιλήσουν, να ενωθούν, να υπερβούν τον χρόνιο διχασμό που τους τυράννησε.
Είναι υπεύθυνη για το πώς θα ανταποκριθεί στην κλήση, πολύ περισσότερο υπεύθυνη από τότε, κατά τη φουρτουνιασμένη της, ερωτευμένη, άπειρη, καταπιεσμένη από γονείς, νιότη.
Και το ξέρει. Γι' αυτό θυμώνει, πικραίνεται, απελπίζεται και το ρίχνει στις διάφορες επιφανειακές φυγές: στα χαρτιά, στο φαγητό, στα ψώνια, στο άψυχο σεξ, στις γελοίες προσωρινές ερωτοδουλειές, στις πλαστικές εγχειρίσεις, στο κουτσομπολιό.
Όμως το να φεύγεις απ' τον εαυτό σου είναι προσπάθεια μάταιη. Όσο του φεύγεις τόσο εκείνος σε αλυσοδένει και σε τραβάει με βία πίσω. Όλο και πιο θυμωμένος.
Και πάλι εσύ αποφασίζεις.
Σε όλα και για όλα αποφασίζεις εσύ.
Ακόμα και για το θάνατο σου εσύ αποφασίζεις, υποστηρίζουν κάποιες αρχαίες διδασκαλίες.
Και ο θάνατος είναι πολλών ειδών.
Για να θυμηθούμε εκείνο το εύστοχο: «Πέθανε στα είκοσι του και τον έθαψαν στα ογδόντα πέντε του».
Μάρω Βαμβουνάκη «Ο Παλιάτσος και η Άνιμα», εκδόσεις Ψυχογιός -απόσπασμα