Στρατὴς Μυριβήλης | «Πόλεμος»

02.03.2022
Στρατὴς Μυριβήλης | «Πόλεμος»

[...] Ὅπου, ξαφνικὰ μὲς τὸν ὕπνο μᾶς χυμήξανε οἱ νικημένοι μας οἱ ὀχτροὶ καὶ μᾶς σφάζανε.

Βγήκανε μὲς ἀπ᾿ τὸ μουχλιασμένο σκοτάδι καὶ μᾶς σφάζανε.

Δὲν καταλάβαμε πῶς ἔγινε αὐτό.

Ξαφνικὰ βρεθήκαμε ὄρθιοι.

Ὅλοι φωνάζαμε «στὰ ὅπλα», ὅλοι ἀνοίγαμε μὲ κόπο καὶ μὲ δύναμη τὰ μάτια μας ποὺ ἤτανε γιομάτα ὕπνο καὶ σκοτάδι γιὰ νὰ δοῦμε καὶ νὰ καταλάβουμε.

Κι ὅλοι ἀρχίσαμε νὰ ρίχνουμε ντουφεκιὲς καὶ νὰ σκοτωνούμαστε συναμεταξύ μας, κι ὅλοι τρέχαμε ἔξω φρενῶ.

Τότες ἔγινε ἕνα μεγάλο πρᾶμα.

Πάνου ἀπ᾿ τὸ στρατό μας χούγιαξε μονομιᾶς μὲ τὴ βραχνὴ φωνή του ὁ Πανικός.

Εἶναι μία στριγγλιὰ ποὺ βγαίνει θαρρεῖς ἀπὸ τὰ τεντωμένα λαρύγγια χιλιάδων τρελῶν.

Ξέφυγαν θαρρεῖς ἀπ᾿ τὰ κελλιά τους καὶ ἐκφράζουν ἔτσι ὅλη τους τὴ μανία μέσα σένα ξεσυρτὸ καὶ ἄγριο οὐρλιαχτό, ποὺ τὸ τινάζουν σὰ βρισιὰ πρὸς τὸ οὐράνιο παλάτι τοῦ ἀσυγκίνητου Δημιουργοῦ των.

Εἶναι ὁ Πανικὸς ποὺ χουγιάζει ἔτσι.

Τὸ μυαλὸ παγώνει τότες μὲς τ᾿ αὐλάκια τῶν κοκκάλω σου, οἱ αἰσθήσεις ξεφεύγουν ἀπ᾿ τὸ χαλινάρι τοῦ ἀφέντη τοῦ ἐγκεφάλου, καὶ ὅλα σου τὰ μέλη ἐπαναστατημένα καὶ ἀπειθάρχητα, ἐνεργοῦν παρζαβλά, χωρὶς ἁρμονία, δίχως σκοπό· ἔτσι δὰ στὰ κουτουροῦ.

Ὁ Πανικὸς φυσάει μέσα στὶς ψυχὲς σὰ μίαν ἀρρώστια θεοσταλμένη καὶ κυνηγάει τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴ βουκέντρα του σὰν ἕνα κοπάδι ζᾶ.

Τὸν εἶδα καὶ τὸν ἄκουσα ῾γὼ κείνη τὴ νύχτα, ποὺ μᾶς κυνηγοῦσε μές τους πλατιοὺς λασπωμένους κάμπους, καὶ μέσα στὶς βουερὲς λαγκαδιὲς ποὺ ἀφήναμε πίσω μας μὲς τ᾿ ἀλαλιασμένο μας τὸ φευγιό.

Εἶναι μία μούρη χλωμὴ κι ἀλλοσούσουμη, μὲ τρίχες ὁλορτες, μὲ συσπασμένο στόμα καὶ στρογγυλὰ μάτια.

Μέσα ἀπ᾿ ἐκεῖ σὲ κοιτάζει κατάματα καὶ ἐπίμονα ἡ ἀλλοίθωρη τρέλα. Κι ἡ φωνὴ τοῦ εἶναι γοερὴ σὰ νὰ κλαῖνε χιλιάδες σκυλιὰ καὶ τσακάλια.

Κι αὐτὸ τὸ φριχτὸ πρᾶμα σ᾿ ἀκλουθᾶ μὲς τὴν τρεχάλα σου τὴν τυφλὴ καὶ μὲς τὸ τρέκλισμά σου τὸ χαμένο.

Ἔχει χίλια πόδια γιὰ νὰ σὲ κυνηγᾷ καὶ χίλιες ματιὲς γιὰ νὰ μὴ σὲ χάνει.

Ξεφυτρώνει μπροστά σου παντοῦ, παντοῦ.

Πάνου ἀπὸ τοὺς βράχους ποὺ μορφάζουν καὶ κουνοῦν τερατώδικα μέλη ἐνάντιά σου.

Μὲς ἀπ᾿ τὰ χαμόδεντρα ποὺ ψιθυρίζουν συνωμοτικὰ γιὰ σένα, στριμώχνουνται στὶς περασιές σου, καὶ λουφάζουν καὶ παραφυλᾶνε καταλαγιασμένα σὲ κρυφὲς παρέες, μὲ τὰ μαλλιαρά τους τὰ κεφάλια κοντὰ-κοντά.

Εἶναι κάτι κλαδιὰ λιγερὰ καὶ μακρυά, μὲ νύχια γυριστὰ στὴν ἄκρη καὶ καρτεροῦν ὡς ποὺ νὰ περάσεις ἀπὸ κοντά τους.

Τότες τινάζουνε τὰ δυνατὰ νευρωμένα τοὺς πλοκάμια καὶ σ᾿ ἀδράχνουνε ξαφνικὰ ἀπ᾿ τὸ πόδι.

Πέφτεις χάμου καὶ χτυπᾷς καὶ ματώνεσαι δίχως νὰ μιλήσεις, ξανασηκώνεσαι καὶ τρέχεις πάλι, τρέχεις ὁλοένα μὲ τὴν ψυχὴ στὸ στόμα.

Δὲ θέλεις νὰ πεθάνεις, κι εἶσαι ἕτοιμος νὰ πεθάνεις, κι ἕνα μουρμουρητὸ ὅλο ὄχτρα ἐνάντιά σου βγαίνει ἀπ᾿ ὅλα τὰ χόρτα κι ἀπ᾿ ὅλα τὰ θάμνα.

Καὶ τὸ φριχτὸ τὸ τέρας τοῦ Πανικοῦ σ᾿ ἀκλουθᾶ κατὰ πόδι, δὲ σ᾿ ἀφήνει νὰ πάρεις ἀνεσαμιά, εἶναι ὅλο πίσωθέ σου καὶ σοῦ φυσᾷ κρυάδες στὸ σβέρκο, κι εἶναι ὅλο μπροστά σου καὶ ξεφυτρώνει ὅπου κι ἃ στρίψεις.

Βγαίνει καὶ σοῦ μορφάζει μὲς ἀπ᾿ τὶς βρύσες ποὺ ξερνᾶνε μὲ βλαστήμιες τὰ μαῦρα τὰ νερά τους, σφυρίζει πάνου ἀπὸ τὰ δέντρα ποὺ τινάζουν φοβερὰ καὶ λεπιδωτὰ μπράτσα κατὰ πάνω σου, καὶ μὲς ἀπ᾿ τ᾿ ἀδειανὰ μισοκαμένα βαγόνια, ποὺ φτύνουνε σκοτάδι καὶ βουίζουνε τρομαχτικὰ μὲ τανοιχτά τους τὰ στόματα.

Ὁ Πανικός!

 

Στρατὴς Μυριβήλης, «Πόλεμος», -απόσπασμα