Τζάρεντ Ντάιαμοντ - Πως αυτοκτονούν οι πολιτισμοί;

07.07.2017
Τζάρεντ Ντάιαμοντ  - Πως αυτοκτονούν οι πολιτισμοί;

ΠΟΙΟΣ ΕΦΤΙΑΞΕ τα τεράστια αγάλματα στο Νησί του Πάσχα, στη μέση του πουθενά, και τι απέγιναν οι κάτοικοι του νησιού; Γιατί οι πρώτοι κάτοικοι του Νιου Μεξικό κατασκεύασαν τα ψηλότερα κτίρια στην προκολομβιανή Αμερική και μετά εξαφανίστηκαν; Τι οδήγησε στην κατάρρευση του εντυπωσιακού πολιτισμού των Μάγια, πριν ακόμη φτάσουν οι Ισπανοί κατακτητές; Γιατί οι Βίκινγκ της Γροιλανδίας αφανίστηκαν ενώ οι γείτονες τους, οι Εσκιμώοι, επιζούν μέχρι σήμερα;

Για την κατάρρευση αυτών και άλλων πολιτισμών ένα από τα βασικότερα αίτια ήταν η υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος εξαιτίας των ανθρώπινων δραστηριοτήτων.. Ναι, το φαινόμενο δεν αποτελεί αποκλειστικότητα της σύγχρονης εποχής. Μελετώντας μάλιστα την ιστορία και την εξέλιξη παρελθόντων πολιτισμών, διαπιστώνουμε ότι μια πιθανή καταστροφή μεγάλης κλίμακας θα μπορούσε να συμβεί και στον δικό μας, τον πυκνά διασυνδεδεμένο προηγμένο πολιτισμό. Από την άλλη, ακριβώς επειδή έχουμε το πλεονέκτημα της γνώσης του παρελθόντος και φυσικά την τεχνολογία και ικανή τεχνογνωσία, ίσως τελικά τη γλιτώσουμε. Ίσως.

ΛΕΓΕΤΑΙ ΟΤΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ακολουθεί κυκλικές ατραπούς. Έτσι, αν δεν θέλουμε να ξαναζήσουμε τα δεινά του παρελθόντος, οφείλουμε να διδαχτούμε από αυτήν. Η ίδια συλλογιστική, ελαφρώς ανεπτυγμένη αλλά όχι εκτρο- χιασμένη, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο σύγχρονος υλικοτεχνικός πολιτισμός είναι επιρρεπής σε μια επικείμενη θεαματική κατάρρευση, όπως ήδη συνέβη σε τόσους άλλους, παρελθόντες πολιτισμούς. Αυτό μάλιστα είναι πιθανόν να συμβεί παρά τα προφανή πλεονεκτήματα που έχουμε σε σύγκριση, π.χ., με τους Μάγια.

Ο Τζάρεντ Ντάιαμοντ (Jared Diamond), καθηγητής φυσιολογίας και περιβαλλοντικής ιστορίας στο UCLA, στο πρόσφατο βιβλίο του «Collapse: How Societies Choose to Fail or Survive» (Η κατάρρευση: Πώς οι κοινωνίες επιλέγουν να καταστραφούν ή να επιβιώσουν) επιχειρεί -και επιτυγχάνει- να καταδείξει την επίδραση που έχει η διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος από τον άνθρωπο στην πορεία και την κατάληξη των κοινωνιών.

Ο Ντάιαμοντ τοποθετεί διαρκώς σε πρώτο πλάνο το φυσικό περιβάλλον, που άλλοτε είναι από την αρχή αφιλόξενο για τους ανθρώπους, άλλοτε πάλι μεταβάλλεται «απροειδοποίητα» προς το χειρότερο, αφού οι κάτοικοι μιας περιοχής έχουν αρχίσει να αναπτύσσουν τον πολιτισμό τους. Σε κάθε περίπτωση, όμως, πρωταγωνιστής των εξελίξεων και τελικός υπαίτιος για την όποια κατάληξη είναι ο ίδιος ο άνθρωπος και συγκεκριμένα ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται ή εκμεταλλεύεται το περιβάλλον. Για τη μελέτη των περιπτώσεων, περασμένων ή σύγχρονων, ο Ντάιαμοντ κινείται γύρω από πέντε βασικούς άξονες.

Ουσιαστικά πρόκειται για εκείνους τους παράγοντες των οποίων ο συνδυασμός είναι ικανός να οδηγήσει έναν πολιτισμό ή μια τοπική κοινωνία στην επιτυχία ή στην αποτυχία. Οι τέσσερις πρώτοι -περιβαλλοντική υποβάθμιση, μεταβολή του κλίματος, εχθρικοί γείτονες και φιλικοί γείτονες ή εμπορικοί συνέταιροι- άλλοτε αποδεικνύονται καταλυτικοί και άλλοτε όχι στην εξέλιξη ενός πολιτισμού. Ο πέμπτος παράγοντας, αυτός που πάντοτε έχει κεντρικό ρόλο, αφορά στις αντιδράσεις της κοινωνίας εν όψει των όποιων περιβαλλοντικών ή πολιτικών αλλαγών.

Εξετάζοντας προσεκτικότερα τους πέντε αυτούς άξονες μελέτης, ο πρώτος που έχει σχέση με την περιβαντολλογική υποβάθμιση αναφέρεται ουσιαστικά στη δράση των ανθρώπων. Για παράδειγμα, ποια μέτρα ασφαλείας λαμβάνονται στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις; Με τι ρυθμό κόβονται τα δέντρα μιας δασικής έκτασης; Υπάρχει πιθανότητα συγκεκριμένα προληπτικά μέτρα, π.χ., πυρασφάλειας, να γίνουν μπούμερανγκ; Κινδυνεύει ένα οικοσύστημα από την εισαγωγή ενός νέου, μη αυτόχθονου ζώου ή φυτού; Τι επιπτώσεις έχει στο περιβάλλον η χρήση τεχνικών γενετικής μηχανικής για τη δημιουργία μεταλλαγμένων, ανθεκτικών σε συγκεκριμένα ζιζάνια καλλιεργειών;

Όπως συχνά αποδεικνύεται, η καταστροφή ενός οικοσυστήματος προκαλείται από τις ίδιες τις ανοχές που το ίδιο εμφανίζει, δηλαδή από το πόσο «εύθραυστο» είναι. Αλλοτε πάλι η καταστροφή γίνεται αναπόφευκτη εξαιτίας της αδιαφορίας των ανθρώπων ή της αδυναμίας διάγνωσης του εύθραυστου περιβάλλοντος.

Ο δεύτερος άξονας μελέτης του Ντάιαμοντ είναι η μεταβολή του κλίματος, προς το θερμότερο ή το ψυχρότερο. Τα τελευταία χρόνια, για παράδειγμα, γίνεται πολύς λόγος για τη συνολική αύξηση της θερμοκρασίας στον πλανήτη εξαιτίας των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Έχει αποδειχθεί, πάντως, ότι το κλίμα κατά περιόδους ούτως ή άλλως αλλάζει - π.χ., γίνεται συνολικά υγρότερο ή ψυχρότερο, λόγω φυσικών διεργασιών που είναι ανεξάρτητες από τη δράση των ανθρώπων. Παραδείγματα τέτοιων φυσικών «δυνάμεων» είναι η ποσότητα της θερμότητας που λαμβάνουμε από τον ήλιο, οι εκρήξεις ηφαιστείων και η μετατόπιση του άξονα της Γης.

Αλλος ένας άξονας μελέτης της εξέλιξης μιας κοινωνίας έχει να κάνει με την ύπαρξη εχθρικών γειτόνων. Ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε -και τελικά κατέρρευσε- στο Νησί του Πάσχα δεν επηρεάστηκε στο παραμικρό από γείτονες, αφού το νησί ούτως ή άλλως ήταν εντελώς απομονωμένο. Αντίθετα, οι Σκανδιναβοί της Γροιλανδίας είχαν να αντιμετωπίσουν -πέρα από όλες τις άλλες δυσκολίες-και τους εχθρικούς Εσκιμώους'Ινουιτ (Inuit). Για όσο χρονικό διάστημα μια κοινωνία είναι δυνατή είναι πολύ πιθανό να αποτρέπει ή να αντιμετωπίζει επιτυχώς τις όποιες εξωτερικές επιβουλές. Όταν όμως αρχίσει και εξασθενεί, από ένα σημείο και μετά μπορεί ακόμα και να κατακτηθεί πλήρως. Ο Ντάιαμοντ στο σημείο αυτό μάς εφιστά την προσοχή, επισημαίνοντας ότι σε ορισμένες περιπτώσεις το αληθινό αίτιο για την κατάρρευση μιας κοινωνίας δεν ήταν οι εχθροί της αλλά ό,τι την έκανε λιγότερο δυνατή.

Ο τέταρτος άξονας έχει να κάνει με τη διακοπή των σχέσεων με φιλικούς γείτονες ή εμπορικούς συνεταίρους. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της Μικρής Παγετώδους Περιόδου, οι πάγοι που πέρασαν κάτω από τον Αρκτικό Κύκλο έκαναν σχεδόν αδύνατα τα ταξίδια μεταξύ Νορβηγίας ή Ισλανδίας και Γροιλανδίας. Επίσης, μετά τις σταυροφορίες δεν υπήρχε ανάγκη εισαγωγής ελεφαντόδοντου στην Ευρώπη από τη Γροιλανδία (προερχόταν από κυνήγι θαλάσσιων ίππων), αφού οι αγορές της Ανατολής είχαν πια ανοίξει. Σε άλλες περιπτώσεις ένας φίλα προσκείμενος γείτονας και συνέταιρος ενδέχεται να υποστεί ο ίδιος ένα βαθύ πλήγμα ή ακόμα και να καταστραφεί, γεγονός που θα έχει άμεσες συνέπειες και για τις κοινωνίες με τις οποίες συναλλασσόταν. Σε αυτή τη δυσάρεστη θέση βρέθηκαν οι κάτοικοι των νησιών Πίτκερν και Χέντερσον της νοτιοανατολικής Πολυνησίας, όταν ο μοναδικός εμπορικός τους συνέταιρος, το νησί Μαν-γκαρίβα, κατέρρευσε λόγω σοβαρών περιβαλλοντικών προβλημάτων.

Ο πέμπτος άξονας μελέτης του Ντάιαμοντ αφορά στις ανθρώπινες αντιδράσεις εν όψει αλλαγών στο περιβάλλον ή στο κλίμα. Μελετώντας κανείς παραδείγματα από το παρελθόν αλλά και σύγχρονα, διαπιστώνει ότι οι αντιδράσεις ποικίλλουν ανά περίπτωση και προκύπτουν από ένα μείγμα πολιτιστικών αξιών και οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών θεσμών.

Ο Ντάιαμοντ πάντως φροντίζει και αποφεύγει τον περιβαλλοντικό ντετερμινισμό: ότι η κατάληξη μιας κοινωνίας εξαρτάται από το ίδιο το περιβάλλον και μόνο. Επιλέγει να μην είναι απαισιόδοξος, θυμίζοντάς μας άλλη μια φορά πως εμείς οι ίδιοι, η στάση ζωής και οι πολιτικές που χαράσσουμε ή επικροτούμε είναι οι ύστατοι παράγοντες πίαω από την αποτυχία ή την επιτυχία.

easter island

Τα μυστήρια του Πάσχα

Ο ΟΛΛΑΝΔΟΣ ΕΞΕΡΕΥΝΗΤΗΣ Τζάκομπ Ρόγκεβεεν (Jacob Roggeveen)κατέπλευσε σε ένα μικρό, σχεδόν τριγωνικό νησί στη μέση του πουθενά, στις 5 Απριλίου, την ημέρα του Πάσχα. Έτσι, το ονόμασε Νησί του Πάσχα. Σήμερα γνωρίζουμε ότι το νησί σχηματίστηκε από τη δράση τριών ηφαιστείων στο νότιο Ειρηνικό και ότι πρόκειται για το πλέον απόμακρο κατοικημένο μέρος στον πλανήτη. Τα πλησιέστερα κατοικήσιμα κομμάτια γης είναι τα νησιά Πίτκερν, 2.075 χιλιόμετρα προς τα δυτικά, και η ακτή της Χιλής, 3.700 περίπου χιλιόμετρα ανατολικά. Το μεγαλύτερο όμως μυστήριο του Νησιού του Πάσχα, αυτό που προβλημάτισε περισσότερο τον Ρόγκεβεεν και τους εξερευνητές που ακολούθησαν, και που ακόμα συνεχίζει να προκαλεί τη φαντασία μας, ήταν τα επιβλητικά, ανθρωπόμορφα αγάλματα που βρίσκονταν διάσπαρτα στην επιφάνειά του. Σήμερα στο Νησί του Πάσχα σώζονται περισσότερα από 880 τέτοια αγάλματα Μοάι (Moai), που το ύψος του κυμαίνεται από 3 έως 12 μέτρα. Όλα τους στηρίζονται σε πέτρινες πλατφόρμες Άχου (Ahu) και αναπαριστούν ανθρώπινες μορφές, με επιμήκη αφτιά και μύτη. Ορισμένα μάλιστα από τα αγάλματα φέρουν μεγάλες, κυλινδρικές κόκκινες κορόνες, με τη μεγαλύτερη από αυτές να ζυγίζει 27 τόνους. Τα περισσότερα Μοάι λαξεύτηκαν σε ένα πέτρωμα που προέρχεται από το λατομείο του κρατήρα Ράνο Ραράκου, στο κέντρο του νησιού. Σε αυτό το λατομείο σύγχρονοι ερευνητές βρήκαν ένα τεράστιο, μισοτελειωμένο Μοάι μήκους 21 μέτρων. Υπολογίζεται ότι το τελευταίο από τα αγάλματα κατασκευάστηκε λίγο πριν φτάσει ο Ρόγκεβεεν στο Νησί του Πάσχα.

Το θέμα είναι ότι κανείς ξένος δεν είδε ποτέ τους κατοίκους του νησιού να φιλοτεχνούν τα αγάλματα, ώστε να καταγράψει το γεγονός. Δεν πρέπει λοιπόν να μας προκαλούν ιδιαίτερη εντύπωση οι θεωρίες κάποιων σύγχρονων «μελετητών» με ζωηρή φαντασία, που αποδίδουν την κατασκευή των Μοάι σε... εξωγήινους. Σύμφωνα με τη συλλογιστική τους, μονο όντα από άλλον πλανήτη, με σαφέστερα ανώτερο τεχνολογικό πολιτισμό, θα μπορούσαν να φέρουν εις πέρας τέτοια έργα.

Στην πραγματικότητα δεν χρειάζονται εξωγήινοι για να «δικαιολογηθεί» η παρουσία των Μοάι. Οι αρχαιολόγοι και οι παλαιοντολόγοι γνωρίζουν πλέον ότι κατασκευάστηκαν από τους ίδιους τους κατοίκους του Πάσχα, οι οποίοι κοπιωδώς λάξευαν τα αγάλματα και τα μετακινούσαν με κορμούς δέντρων και σκοινιά σε συγκεκριμένες τοποθεσίες. Δυστυχώς, κανένας από τους κατοίκους του νησιού δεν θα μπορούσε να φανταστεί πως η κατασκευή των Μοάι θα αποδεικνυόταν μία από τις βασικές αιτίες που οδήγησαν στην κατάρρευση του τοπικού πολιτισμού.

Όταν ο Ρόγκεβεεν έφτασε στο νησί το 1722, βρήκε δύο με τρεις χιλιάδες κατοίκους. Όταν όμως ο πολιτισμός του νησιού βρισκόταν στην ακμή του, το 16ο και το 17ο αιώνα, ο πληθυσμός κυμαινόταν μεταξύ 10 και 15 χιλιάδων κατοίκων.

Εκατό περίπου χρόνια πριν από την άφιξη του Ολλανδού θαλασσοπόρου, ο πληθυσμός είχε ήδη αρχίσει να μειώνεται ταχέως και δεν υπήρχαν πιθανότητες ανάκαμψης, εξαιτίας προβλημάτων υπερπληθυσμού, αποψίλωσης των δασών και γενικότερα της σοβαρής περιβαλλοντικής υποβάθμισης του απομονωμένου αυτού νησιού.

ΑΠΡΟΣΜΕΝΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

Πιθανολογείται ότι οι πρώτοι Πολυνήσιοι έφτασαν με κανό στο Νησί του Πάσχα τον 3° ή τον 4° αιώνα μ.Χ., ξεκινώντας από τα νησιά Μανγκαρέβα, Πΐτκερν και Χέντερσον, στα δυτικά. Αν και η συνολική έκταση του νησιού (163,6 τετραγωνικά χιλιόμετρα) είναι συγκριτικά μικρή και έτσι εύκολα μπορεί κανείς να το «χάσει» όταν ταξιδεύει στον ανοιχτό ωκεανό, οι Πολυνήσιοι γνώριζαν πού να ψάξουν για .στεριά πριν ακόμη τη δουν, παρατηρώντας σμήνη θαλασσινών πουλιών που πετούσαν γύροι από τις φωλιές τους σε μια ακτίνα εκατοντάδων χιλιομέτρων.

Οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού έφεραν μαζί τους μπανάνες, ζαχαροκάλαμο, γλυκοπατάτες και... κοτόπουλα. Σε αντίθεση με τη σημερινή κατάσταση, οι Πολυνήσιοι της εποχής αντίκρισαν εναν πολλά υποσχόμενο τόπο με πλούσια δάση από φοινικόδεντρα, τα οποία αποδείχθηκαν πολύτιμα για την κατασκευή κατοικιών και αξιόπλοων βαρκών για ψάρεμα. Από τα φοινικόδεντρα επίσης έφτιαχναν σκοινιά, ενώ χρησιμοποιούσαν τους κομμένους κορμούς για να μεταφέρουν τα τεράστια αγάλματα στις περιοχές τοποθέτησής τους. Η κατασκευή των Μοάι γινόταν, εν μέρει εξαιτίας του φιλικού ανταγωνισμού... κύρους, στον οποίο επιδίδονταν οι τοπικοί αρχηγοί του νησιού. Όμως η επίδραση των κατοίκων στο τοπικό, απομονωμένο οικοσύστημα του νησιού αποδείχθηκε καταστροφική για την ίδια τους την επιβίωση. Τα δάση του Νησιού του Πάσχα δεν άργησαν να καταστραφούν -πρακτικά ολοκληρωτικά-, αφού ο ρυθμός με τον οποίο έκοβαν τα δέντρα οι κάτοικοι ήταν πολύ μεγαλύτερος από το ρυθμό αντικατάστασης με νέα δέντρα. Αμεσες συνέπειες ήταν η εξαφάνιση της πανίδας, οι απώλειες πρώτων υλών για την κατασκευή εργαλείων, σπιτιών και-βαρκών, κακώς και η ελάττωση της σοδειάς εξαιτίας της διάβρωσης του εδάφους που προκάλεσε η αποψίλωση. Σύντομα η πείνα και η ανέχεια οδήγησαν διαφορετικές ομάδες κατοίκων σε συγκρούσεις, φτάνοντας ακόμα και σε φαινόμενα κανιβαλισμού.

Οι Ανασάζι εξαφανίζονται!

ΑΝΑΛΟΓΙΖΟΜΕΝΟΣ ΚΑΝΕΙΣ την κατάρρευση της κοινωνίας στο Νησί του Πάσχα είναι πολύ πιθανό να σκεφτεί πως από ένα σημείο και μετά ήταν αναπόφευκτη, ακριβώς επειδή το νησί είναι «στη μέση του πουθενά», απομονωμένο από οποιοδήποτε άλλο κατοικήσιμο μέρος του πλανήτη. Και όμως, ιστορικά έχουν υπάρξει πάμπολλες καταρρεύσεις τοπικών κοινωνιών, ασχέτως εάν ήταν απομονωμένες από τον υπόλοιπο κόσμο ή όχι. Παράδειγμα αποτελούν οι Ανασάζι, ιθαγενείς κάτοικοι της νοτιοδυτικής Βόρειας Αμερικής, στο σημερινό Νιου Μέξικο. Οι Ανασάζι και άλλες τοπικές κοινωνίες της περιοχής κατέρρευσαν πριν φτάσει ο Κολόμβος στο Νέο Κόσμο, το 1492, ωστόσο ακόμη και σήμερα υπάρχουν' απόγονοί τους, οι οποίοι έχουν πλέον ενσωματωθεί στη σύγχρονη κοινωνία. Μάλιστα, αντί για το «Anasazi» προτιμούν την ονομασία Hisatsinom», αφού η πρώτη αποδόθηκε από τους Ινδιάνους Ναβάχο και σημαίνει «Οι Αρχαίοι» ή «Αρχαίοι Εχθροί».

Αρκετοί σύγχρονοι ερευνητές προτιμούν να εξηγούν την παρακμή του πολιτισμού των Ανασάζι καταφεύγοντας σε μεμονωμένους παράγοντες, όπως η καταστροφή του περιβάλλοντος, η ξηρασία ή οι πόλεμοι. Η περιοχή είχε -και έχει- χαμηλή και απρόβλεπτη βροχόπτωση, όπως και χαμηλό ρυθμό ανανέωσης των δασών. Επίσης, επεισόδια παρατεταμένης ξηρασίας διαρκούσαν περισσότερο από το μέσο όρο ζωής των ανθρώπων, οπότε σε συνδυασμό με την έλλειψη κάποιου συστήματος γραφής, οι Ανασάζι δεν ήταν εύκολο να μαθαίνουν από το παρελθόν, προκειμένου να προετοιμάζονται καλύτερα για το μέλλον. Παρά τις δυσκολίες, οι κάτοικοι της περιοχής κατάφεραν να αναπτύξουν πολύπλοκες κοινωνίες, με οικονομίες που βασίζονταν στις αγροκαλλιέργειες.

ΠΡΟΔΙΑΓΕΓΡΑΜΜΕΝΗ ΠΟΡΕΙΑ

Η πιο εντυπωσιακή εγκατάλειψη περιοχής, λόγω κατάρρευσης της τοπικής κοινωνίας, συνέβη στο φαράγγι του Τσάκο, στο βορειοδυτικό Νιου Μέξικο, στις περιοχές που ήταν εγκατεστημένοι οι Ανασάζι. Ο πολιτισμός τους άκμασε από το 600 μ.Χ. και για περισσότερους από πέντε αιώνες, έως κάποια στιγμή μεταξύ του 1150 και του 1200 μ.Χ., οπότε έσβησε. Επρόκειτο για μια πολύπλοκα οργανωμένη, γεωγραφικά εκτενή και τοπικά ενοποιημένη κοινωνία, με πολλά επιτεύγματα, μεταξύ των οποίων ήταν η οικοδόμηση των υψηλότερων κτιρίων στη Βόρεια Αμερική, στην προκολομβιανή εποχή. Σήμερα το φαράγγι του Τσάκο είναι εγκαταλειμμένο, απογυμνωμένο από δέντρα, με αραιή, θαμνώδη βλάστηση, ανθεκτική στο αλάτι. Αντικρίζοντας κανείς αυτό το ερημωμένο τοπίο, εύλογα αναρωτιέται τι τράβηξε τους Ανασάζι εκεί.

Ο πιθανότερος λόγος είναι ότι το Τσάκο κάποτε αποτελούσε περιβαλλοντική όαση στην περιοχή: Το στενό φαράγγι συγκέντρωνε νερό από περιοχές με μεγαλύτερο υψόμετρο και έτσι ήταν δυνατό το πότισμα ακόμα και σε περιόδους ξηρασίας, προσφέροντας ως έξτρα συντομότερες περιόδους αγρανάπαυσης. Επιπρόσθετα, η περιοχή γύρω από το φαράγγι διέθετε πλούσια βιοποικιλότητα σε φυτά, δέντρα και ζώα, όλα χρήσιμα για τους Ανασάζι. Τα πλησιέστερα δάση με κέδρους και πεύκα παρείχαν στους κατοίκους της περιοχής ξυλεία.

Το φαράγγι του Τσάκο εξακολουθούσε να προκαλεί προβλήματα διαχείρισης νερού, π.χ., εξαιτίας των ξεροπόταμων που δημιουργούνταν κάτω από τη στάθμη των καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Επίσης, οι δραστηριότητες των κατοίκων της περιοχής δεν άργησαν να οδηγήσουν σε αποψίλωση των δασών. Παρά ταύτα, ο τοπικός πληθυσμός συνέχισε να αυξάνεται, εν μέρει χάρη σε πρόσκαιρες λύσεις που ανέπτυσσαν οι κάτοικοι για την αντιμετώπιση προβλημάτων στις καλλιέργειες και στη διαχείριση της ξυλείας. Αυξήσεις στον πληθυσμό και γεωγραφική εξάπλωση συνέβαιναν ιδιαίτερα κατά τις βροχερές δεκαετίες, οπότε περισσότερη βροχή σήμαινε αφθονότερη τροφή, άρα αύξηση του αριθμού γεννήσεων και επομένως μεγαλύτερη ανάγκη για νέες κατοικίες. Αν και οι ερευνητές δεν συμφωνούν για το μέγεθος του πληθυσμού που ζού-σε στο φαράγγι του Τσάκο, το γεγονός είναι ότι κάποια στιγμή η περιοχή άρχισε να μοιάζει με μαύρη τρύπα, στην οποία έφταναν αγαθά από μακρινές περιοχές αλλά τίποτε που να έχει πραγματική αξία δεν εξαγόταν. Ταυτόχρονα, η ίδια η κοινωνία απέκτησε μορφή πυραμίδας με πλατιά βάση, όπου τη στενή κορυφή καταλάμβανε μια μικρή, καλοθρεμμένη ελίτ από ιερείς και τοπικούς αρχηγούς. Από ένα σημείο και έπειτα τα περιβαλλοντικά και πληθυσμιακά προβλήματα διαπλέχθηκαν σε έναν ανηλεή φαύλο κύκλο, οδηγώντας σε αναταραχές, πολέμους και τελικά στην κατάρρευση.

Περασμένα μεγαλεία

Τα μνημεία και η τέχνη των Μάγια ήταν πολύ πιο επιβλητικά και πλούσια από των Ανασάζι, οι πόλεις τους πολύ μεγαλύτερες σε έκταση, η κοινωνία οργανωμένη σε περισσότερα επίπεδα, ο πληθυσμός τους αριθμούσε εκατομμύρια αντί για χιλιάδες, ενώ είχαν αναπτύξει και δικό τους σύστημα γραφής. Κοντολογίς, ο πολιτισμός των Μάγια ήταν ο μεγαλύτερος που δημιουργήθηκε από ιθαγενείς Αμερικανούς, πριν από την έλευση των Ευρωπαίων.

Οι Μάγια αποτελούν παράδειγμα κατάρρευσης προϊστορικού πολιτισμού ο οποίος ούτε απομονωμένος ήταν, όπως εκείνος στο Νησί του Πάσχα, ούτε σε περιβαλλοντολογικά «εύθραυστη» περιοχή, όπως αυτή των Ανασάζι. Επιπρόσθετα -και σε αντίθεση με τους δυο προαναφερθέντες πολιτισμούς -, οι Μάγια ήταν τεχνολογικά και πολιτισμικά προηγμένοι. Με λίγα λόγια, οι Μάγια μάς στέλνουν ένα ηχηρό μήνυμα από το παρελθόν: Η καταστροφή είναι δυνατόν να επέλθει ακόμη και σε προηγμένες, δημιουργικές κοινωνίες. Σύγχρονες έρευνες καταδεικνύουν τέσσερα αίτια που οδήγησαν τους Μάγια στην παρακμή. Κατ' αρχάς, οι δραστηριότητές τους συνέβαλαν στην καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, κυρίως εξαιτίας της αποψίλωσης των δασών και της διάβρωσης του εδάφους. Κατά δεύτερον, οι επαναλαμβανόμενες περίοδοι ξηρασίας χειροτέρεψαν την κατάσταση. Επίσης, σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι εχθροπραξίες μεταξύ των ίδιων των Μάγια. Τέλος, πολιτικοί και πολιτισμικοί παράγοντες ενθάρρυναν είτε τους συχνούς πολέμους είτε τις ανεγέρσεις μεγαλειωδών μνημείων, παρά τις προσπάθειες επίλυσης των χρόνιων προβλημάτων που αντιμετώπιζαν. Συγκεκριμένα, οι βασιλείς τους νοιάζονταν περισσότερο για θέματα γοήτρου και επιρροής στον απλό κόσμο και έτσι, αντί να ασχολούνται με ζητήματα ζωτικής σημασίας, έδιναν έμφαση στην ανέγερση μνημείων, όπως αυτά που βλέπουν και θαυμάζουν οι σύγχρονοι τουρίστες.

ΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ, Η ΞΗΡΑΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΙΣΠΑΝΟΙ

Σήμερα γνωρίζουμε ότι οι πόλεμοι μεταξύ των Μάγια ήταν έντονοι και μακροχρόνιοι: Οι ελλείψεις στην παροχή τροφίμων και στα μέσα μεταφοράς καθιστούσαν πρακτικά αδύνατη κάθε προσπάθεια των τοπικών βασιλέων να ενώσουν όλους τους Μάγια σε μία ενιαία αυτοκρατορία, όπως ένωσαν οι Αζτέκοι το κεντρικό Μεξικό και οι Ίνκα τις Άνδεις. Από ευρήματα των τελευταίων 55 χρόνων προκύπτει ότι οι πόλεμοι εντάθηκαν προς τον 8ο αιώνα μ.Χ.

*Οι τοπικοί βασιλείς των Μάγια μάχονταν ακατάπαυστα μεταξύ τους, επιχειρώντας να αιχμαλωτίσουν άλλους βασιλείς. Όπως απεικονίζεται ξεκάθαρα σε τοιχογραφίες και διάφορα μνημεία, οι αιχμάλωτοι βασανίζονταν αλύπητα με ένα σωρό ευφάνταστους τρόπους. Το ρεπερτόριο περιλάμβανε βίαιο βγάλσιμο ονύχων και δοντιών, απότομο τράβηγμα των δακτύλων με σκοπό την εξάρθρωση, κόψιμο της κάτω γνάθου και των χειλιών. Άλλες φορές πάλι οι αιχμάλωτοι θυσιάζονταν, επίσης με εξαιρετικά δυσάρεστο τρόπο. Για παράδειγμα, υπάρχουν τοιχογραφίες που δείχνουν τον άτυχο αιχμάλωτο να δένεται  χειροπόδαρα πάνω σε μία σφαίρα, η οποία αφηνόταν να κυλήσει στα σκαλοπάτια της απότομης πλευράς ενός ναού.

Πόλεμοι ξεσπούσαν μεταξύ διαφορετικών βασιλείων, καθώς και μεταξύ της πρωτεύουσας και άλλων πόλεων του ίδιου βασιλείου, που επιθυμούσαν να αποσχιστούν. Επίσης, βίαιοι πόλεμοι προκαλούνταν από τις ενέργειες σφετεριστών του τοπικού θρόνου. Όλοι αυτοί οι πόλεμοι περιγράφονται ή απεικονίζονται σε μνημεία, ακριβώς επειδή σε αυτούς εμπλέκονταν βασιλείες και ευγενείς- Καθώς όμως το πρόβλημα του υπερπληθυσμού οξυνόταν και η διαθέσιμη γη προς εκμετάλλευση περιοριζόταν, είναι σχεδόν βέβαιο ότι ξεσπούσαν ακόμη συχνότερα πόλεμοι και μεταξύ απλών γαιοκτημόνων.

Ισχυρός λόγος κατάρρευσης των Μάγια ήταν οι συχνές περίοδοι ξηρασίας.

Κλιματολόγοι και παλαιοντολόγοι έχουν συμπεράνει ότι η περίοδος από το 5500 π.Χ. έως και το 500 π.Χ. ήταν ιδιαίτερα βροχερή. Στη συνέχεια ακολούθησε μια ξηρή περίοδος, που διήρκεσε από το 475 π.Χ. έως το 250 π.Χ. Αμέσως μετά ο πολιτισμός των Μάγια άκμασε, όμως το 125 μ.Χ. ήταν η αρχή άλλης μιας περιόδου ξηρασίας, η οποία διήρκεσε έως το 250 μ.Χ. και συνέβαλε στην κατάρρευση του Ελ Μιραδόρ και άλλων περιοχών. Ακολούθησε μια περίοδος άφθονων βροχοπτώσεων που διακόπηκε από την ξηρασία του 600 μ.Χ., η οποία οδήγησε στην κατάρρευση της περιοχής του Τικάλ. Γύρω στο 700 μ.Χ. ξεκίνησε η χειρότερη περίοδος ξηρασίας των τελευταίων 7.000 χρόνων, που κορυφώθηκε το 800 μ.Χ. και συσχετίστηκε άμεσα με την απαρχή της περιόδου της κατάρρευσης του κλασικού πολιτισμού των Μάγια.

Οι περιοχές που επηρεάστηκαν περισσότερο από την κατάρρευση ήταν οι νοτιότερες πεδιάδες της Χερσονήσου του Γιουκατάν, αφού αυτές είχαν τη μεγαλύτερη συγκέντρωση πληθυσμού και αντιμετώπισαν τα σοβαρότερα προβλήματα ξηρασίας: Ο υδροφόρος ορίζοντας ήταν αρκετά χαμηλά, με συνέπεια η άρδευση από τα πηγάδια να είναι εξαιρετικά δυσχερής, ακόμη και ύστερα από βροχή. Το αποτέλεσμα ήταν ότι κατά την περίοδο της κατάρρευσης η περιοχή έχασε περίπου το 99% των κατοίκων της.

Το πάθημα των Βίκινγκ

Ο ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ στο άκουσμα της λέξης «Βίκινγκ» αυτόματα αρχίζει να φαντάζεται επιδρομές βαρβάρων με μακριές, ξανθές γενειάδες που κραδαίνουν τσεκούρια, λεηλασίες, πυρκαγιές και σκοτωμούς. Σκηνές όπως αυτές απεικονίζουν με μεγάλη ακρίβεια το «lifestyle» του τυπικού Βίκινγκ, στην πραγματικότητα όμως η ζωή των ανθρώπων που κατέβηκαν από τις σκανδιναβικές χώρες περιλάμβανε και ένα σωρό άλλες, καθημερινές και καθόλου μεμπτές συνήθειες. Οι Βίκινγκ ασχολούνταν με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και το εμπόριο, ενώ ήταν οι πρώτοι που εξερεύνησαν το βόρειο Ατλαντικό και πάτησαν στις ακτές της Βόρειας Αμερικής, σχεδόν 500 χρόνια πριν φτάσει ο Κολόμβος στο Νέο Κόσμο. Το ορμητήριό τους ήταν η αποικία στη Γροιλανδία, πολύ κοντά στο σημερινό Καναδά.

Τελικά, το ίδιο το ευερέθιστο και «θερμό» ταμπεραμέντο των Βίκινγκ τούς έκανε να εγκαταλείψουν τις προσπάθειες αποικισμού της Αμερικής: Οι ιθαγενείς δεν είδαν με καλό μάτι την πρώτη τους συνάντηση με τους Βίκινγκ, αφού από τους εννέα Ινδιάνους που τους συνάντησαν μόνο ένας γύρισε πίσω ζωντανός για να ειδοποιήσει τους υπόλοιπους. Έτσι, οι ντόπιοι αποφάσισαν να «δυσκολέψουν» τη ζωή των Βίκινγκ και τελικά τα κατάφεραν, σε βαθμό που οι ορμητικοί Σκανδιναβοΐ να εγκαταλείψουν, έπειτα από δέκα χρόνια, κάθε προσπάθεια αποικισμού της αμερικανικής ηπείρου.

Συχνά οι δυνατοί άνεμοι παρέσυραν τα πλοία των Βίκινγκ, με αποτέλεσμα να αποικίσουν άγνωστες για τους Ευρωπαίους της εποχής περιοχές, όπως τα νησιά Φαρό (800 μ.Χ.), την Ισλανδία (870 μ.Χ.) και τη δυτική ακτή της Γροιλανδίας (980 μ.Χ.). Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή τη σχετικά θερμή -κλιματολογικά- περίοδο τα πλοία των Σκανδιναβών μπορούσαν εύκολα να πλέουν κατά μήκος του βόρειου Ατλαντικού, αφού τότε δεν ήταν διάσπαρτος από πάγους. Διαφορετικές αποικίες των Βίκινγκ είχαν διαφορετική τύχη. Από τις περιοχές που αποίκισαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση της Γροιλανδίας: Η ιστορία της κατάρρευσης της τοπικής κοινωνίας αποτελεί ένα καθωσπρέπει παράδειγμα για τα προβλήματα που δυναται να επιφέρει η τυφλή εμμονή σε παραδόσεις και συνήθειες, όταν την ίδια στιγμή ο υπόλοιπος κόσμος γύρω μας αλλάζει. Σε αντίθεση με τους Βίκινγκ, οι Εσκιμώοι (Ίνουιτ) που έφτασαν το 1200 μ.Χ. στη βορειοδυτική Γροιλανδία από την Ασία, περνώντας το Βερίγγειο Πορθμό και διασχίζοντας τον Καναδά, επιβιώνουν έως σήμερα. Αποδεικνύουν, έτσι, ότι η επιβίωση στη σχεδόν παγωμένη Γροιλανδία ήταν πράγματι εφικτή και ότι η εξαφάνιση των Βίκινγκ δεν ήταν αναπόφευκτη.

ΕΜΜΟΝΕΣ ΚΑΙ ΑΤΥΧΙΕΣ

Το κλίμα της Γροιλανδίας από τις αρχές του 9ου έως και τις αρχές του 13ου αιώνα μ.Χ. ήταν σχετικά θερμότερο, συγκρινόμενο πάντα με το σημερινό. Η κλιματολογικά ήπια αυτή περίοδος ονομάστηκε Μεσαιωνική Θερμή Περίοδος και ευνόησε τις γεωργικές δραστηριότητες στη Γροιλανδία, όπως φυσικά και τη βοσκή των ζώων. Όμως γύρω στο 1000 μ.Χ. το κλίμα του βόρειου Ατλαντικού άρχισε σταδιακά να ψυχραίνει, παρουσιάζοντας απότομες μεταβολές από χρονιά σε χρονιά: Επρόκειτο για την αρχή της λεγάμενης Μικρής Παγετώδους Περιόδου.

Γύρω στο 1420 μ.Χ. οι πάγοι που παρασύρονταν κάτω από τον Αρκτικό Κύκλο κατέστησαν πρακτικά αδύνατα τα ταξίδια μεταξύ Γροιλανδίας και Νορβηγίας -ακόμα και μεταξύ Γροιλανδίας και Ισλανδίας-, αποκόπτοντας τους Βίκινγκ από τον υπόλοιπο κόσμο. Οι Ίνουιτ δεν επηρεάστηκαν ιδιαίτερα από την αλλαγή του κλίματος, αφού, ούτως ή άλλως, ήξεραν να κυνηγούν φώκιες και φάλαινες, καθώς και να ψαρεύουν με τα καγιάκ τους, κάτι που ποτέ δεν έμαθαν να κάνουν οι Βίκινγκ. Το ερώτημα που προκύπτει έχει να κάνει με αυτήν ακριβώς τη μαθησιακή ανικανότητα ή καλύτερα απροθυμία: Γιατί οι Σκανδιναβοί της Γροιλανδίας δεν μιμήθηκαν τους Εσκιμώους γείτονες; Όσον αφορά στο ψάρεμα, οι αρχαιολόγοι σήμερα είναι βέβαιοι ότι οι Γροιλανδοί Βίκινγκ δεν έτρωγαν ψάρια, σε αντίθεση με τους αδερφούς τους στη μητέρα πατρίδα.Έως σήμερα δεν υπάρχει θεωρία που να εξηγεί ικανοποιητικά το γεγονός αυτό. Πιθανολογείται πως η απροθυμία τους να ψαρεύουν έχει σχέση με κάποιο παράξενο «ταμπού».Όπως, π.χ., εμείς σήμερα αρνούμαστε να καταναλώνουμε άλογα, σκύλους ή γά- τες, έτσι και οι Σκανδιναβοί της Γροιλανδίας αρνούνταν να φάνε ψάρια.

ΣΥΝΤΑΓΗ ΓΙΑ ΑΠΟΤΥΧΙΑ

Η κατάρρευση της κοινωνίας των Γροιλανδών Βίκινγκ ήταν αποτέλεσμα αφενός της αλλαγής του κλίματος και αφετέρου της αποτυχίας τους να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες που δημιουργούνταν. Πάντως, πέρα από την αλλαγή του κλίματος, το ίδιο το φυσικό περιβάλλον της Γροιλανδίας απαιτούσε έναν τρόπο ζωής διαφορετικό από εκείνον που είχαν μάθει οι Βίκινγκ στη Νορβηγία και που πεισματικά προσπαθούσαν να ακολουθήσουν και στη νέα τους πατρίδα, μέχρι το τέλος. Επίσης, οι κακές σχέσεις με τους Ίνουιτ, η καταστροφή του φυσικού οικοσυστήματος και η διακοπή των εμπορικών σχέσεων με την Ευρώπη ήταν παράγοντες που έπαιξαν επίσης το ρόλο τους.

Οι Βίκινγκ υποβάθμισαν το περιβάλλον καταστρέφοντας τη φυσική βλάστηση εξαιτίας της υπερβόσκισης από τα οικόσιτα ζώα, προκαλώντας διάβρωση του εδάφους και αποψιλώνοντας τα δάση. Η αποψίλωση, πέρα από τις ανεπάρκειες που δημιούργησε σε καύσιμη ύλη και σε ξύλα για τις κατασκευές, προκάλεσε και ελλείψεις σε... σίδηρο. Οι Βίκινγκ έφτιαχναν εργαλεία «εξάγοντας» το μέταλλο από ιζήματα βάλτων, που περιείχαν μικρές ποσότητες σιδήρου. Το πρόβλημα ήταν ότι για να πετύχει η διαδικασία της εξαγωγής έπρεπε να αναπτυχθούν μεγάλες θερμοκρασίες, αλλά οι κορμοί δέντρων που θα έδιναν την απαραίτητη ποσότητα πυρωμένου κάρβουνου ήταν σε έλλειψη!

Σύγχρονες αυτοκτονίες

ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΚΑΠΟΙΟΣ τα «παθήματα» παρελθόντων πολιτισμών, όπως οι τέσσερις προαναφερθέντες, το πιθανότερο είναι ότι θα βρει τις αντίστοιχες ιστορίες τουλάχιστον ενδιαφέρουσες, συχνά και συναρπαστικές. Επιχειρώντας όμως να κάνει μια σύνδεση με τη σημερινή πραγματικότητα, ίσως καταλήξει γρήγορα στο συμπέρασμα ότι η γέννηση, η ακμή και η τελική πτώση ενός προϊστορικού πολιτισμού δεν μπορούν να παραλληλιστούν, έστω και μερικώς, με το δικό μας, σύγχρονο πολιτισμό. Αν μη τι άλλο, σήμερα έχουμε την ικανότητα να μελετάμε το παρελθόν και έτσι να μαθαίνουμε πώς να αναγνωρίζουμε και να αντιμετωπίζουμε τα όποια προβλήματα, πριν αυτά λάβουν εκρηκτικές διαστάσεις.

Επίσης, η τεχνολογία και η τεχνογνωσία που κατέχουμε σήμερα αποτελούν τεράστιο αβαντάζ τόσο για την πρόληψη όσο και για την επίλυση οποιοσδήποτε προβλήματος - ή τουλάχιστον αυτό είναι το αισιόδοξο σενάριο. Και όμως οι «επιφανειακές» διαφορές δύο δυναμικών συστημάτων, όπως είναι δύο κοινωνίες που απέχουν στο χώρο και στο χρόνο, συχνά δεν είναι καθοριστικές για την τελική τους κατάληξη. (Εν προκειμένω, οι «καταλήξεις» που μας ενδιαφέρουν είναι είτε η ισορροπία σε μια κατάσταση ευημερίας είτε η κατάρρευση.) Σήμερα οι ερευνητές (κοινωνιολόγοι, ιστορικοί, μαθηματικοί κ.ά.) γνωρίζουν πλέον ότι αυτό που πραγματικά καθοδηγεί την εξέλιξη ενός δυναμικού συστήματος είναι ένα σύνολο εσωτερικών μηχανισμών και κανόνων ή αλλιώς η «γεωμετρία» του. Εστιάζοντας σε μια κοινωνία, μπορούμε να πούμε ότι η γεωμετρία της ορίζεται από ένα σύνολο πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών κανόνων, από την κουλτούρα και τη νοοτροπία των πολιτών της κ.ο.κ. Πόσο ενδιαφέρονται, π.χ., οι πολίτες για το περιβάλλον; Κατά πόσο οι καθημερινές τους συνήθειες είναι «φιλικές» προς αυτό; Με ποια κριτήρια ψηφίζουν τους τοπικούς άρχοντες ή τους κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους; Ποιες είναι οι προτεραιότητες των επιχειρήσεων και άλλων οργανισμών;

Η ΓΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ

Ας φανταστούμε ότι πριν από αρκετούς αιώνες μια ομάδα μεταναστών έφτασε σε μια μακρινή, εύφορη γη, ευλογημένη με φαινομενικά ανεξάντλητο φυσικό πλούτο. Το μόνο που της έλειπε ήταν ορισμένες πρώτες ύλες, απαραίτητες για τη βιομηχανία. Αυτές όμως ήταν διαθέσιμες σε άλλα, μακρινά μέρη. Για αρκετό καιρό, χάρη στις συχνές και τακτικές εμπορικές συναλλαγές, είχαν όλοι ό,τι χρειάζονταν και γενικά ήταν ευχαριστημένοι και ευημερούσαν, ενώ οι αντίστοιχοι πληθυσμοί φυσικά αυξάνονταν διαρκώς. Κάποια στιγμή όμως ο πληθυσμός της πλούσιας γης μεγάλωσε τόσο πολύ, που πλέον δεν μπορούσε να τραφεί επαρκώς, ούτε να ζει το ίδιο άνετα όπως οι προηγούμενες γενιές.

Τα δάση είχαν σχεδόν εκλείψει, το έδαφος είχε διαβρωθεί, η αγροτική παραγωγή είχε καμφθεί σε σημείο που να μην επαρκεί για εξαγωγές, οι κατασκευές είχαν σταματήσει, ενώ πολλοί άνθρωποι δεν μπορούσαν καν να τραφούν επαρκώς. Την ίδια στιγμή, εξαιτίας της παρακμής του εμπορίου, οι εισαγόμενες πρώτες ύλες άρχισαν και αυτές να εκλείπουν. Η ανησυχία και η δυσαρέσκεια του κόσμου ήταν μεγάλες, διάφοροι στρατιωτικοί με αντικρουόμενες απόψεις θέλησαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και σύντομα ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος, που εξαπλώθηκε ταχύτατα σε ολόκληρη τη χώρα. Η μοίρα των μακρινών, λιγότερο πλούσιων χωρών, αποδείχθηκε ακόμη χειρότερη, αφού στερημένοι οι κάτοικοί τους από τα προϊόντα που εισήγαγαν από την πάλαι ποτέ γη της επαγγελίας στράφηκαν στο δικό τους, περιορισμένο φυσικό πλούτο, τον οποίο εξάντλησαν γρήγορα ώσπου πέθαναν από την ασιτία και τις ασθένειες.

ΑΠΡΟΘΥΜΙΕΣ ΚΑΙ ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ

Το προηγούμενο ζοφερό σενάριο είναι προφανώς ανεξάρτητο από το χρόνο και δείχνει πώς οι εσωτερικοί μηχανισμοί μιας κοινωνίας είναι δυνατό να οδηγήσουν σε μια πιθανή κατάρρευση, ανεξάρτητα μάλιστα από το πόσο τεχνολογικά προηγμένος ή όχι είναι ο αντίστοιχος πολιτισμός. Ακόμη και σήμερα, οι εστίες διαρκούς αναταραχής στον πλανήτη, όπως η Σομαλία, το Πακιστάν και οι Φιλιππίνες, «τυχαίνει» να ταυτίζονται με τις περιβαλλοντικά υποβαθμισμένες περιοχές. Αναφορικά με το βασανιστικό ερώτημα γιατί μεμονωμένοι άνθρωποι ή οργανισμοί παίρνουν κακές αποφάσεις, εφαρμόζουν εσφαλμένες πολιτικές ή ακολουθούν βλαπτικές πρακτικές, φαίνεται ότι αυτό συμβαίνει για τέσσερεις βασικούς λόγους. Πρώτον, οι άνθρωποι κάνουμε καταστροφικά πράγματα για το περιβάλλον -συνεπώς και για την ίδια μας τη ζωή-, διότι δεν μπορούμε να γνωρίζου- με πάντα τις πλήρεις συνέπειες των πράξεών μας, ούτε να προβλέψουμε την εκδήλωση ενός προβλήματος εκ των προτέρων. Δεύτερον, αφού εκδηλωθεί ένα πρόβλημα, συχνά αδυνατούμε να το συλλάβουμε στις πραγματικές του διαστάσεις, επομένως τα όποια διορθωτικά μέτρα λαμβάνουμε πολύ απλά δεν επαρκούν.

Τρίτον, έστω και αν αντιληφθούμε πλήρως ένα πρόβλημα, για πολλούς και διάφορους λόγους συχνά αρνούμαστε να κάνουμε κάτι γι' αυτό, π.χ., λόγω αδιαφορίας ή προς εξυπηρέτηση ιδιοτελών σκοπών, αδιαφορώντας, προφανώς, για το γενικότερο καλό. Τέλος, ακόμη και αν κάποια στιγμή αντιληφθούμε ένα πρόβλημα στις πραγματικές του διαστάσεις και θελήσουμε ειλικρινή και ανιδιοτελώς να το επιλύσουμε, είναι πολύ πιθανό να μην τα καταφέρουμε: Τα περιβαλλοντικά προβλήματα συχνά είναι στενά (και «ύπουλα») συνδεδεμένα μεταξύ τους, η λύση τους απαιτεί ριζικές οικονομικές, κοινωνικές και εκπαιδευτικές τομές, ενώ πολλές φορές η τεχνολογία που κατέχουμε σήμερα πολύ απλά δεν μπορεί να δώσει βιώσιμες ή έστω προσωρινά αποτελεσματικές λύσεις.

***

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΒΑΡΕΛΑ - DISCOVERY SCIENCE  ΙΟΥΛΙΟΣ 2005