Το συναίσθημα μέσα στην ψυχοθεραπεία

Το συναίσθημα μέσα στην ψυχοθεραπεία
Διανοητικοποιούμε συχνά τα συναισθήματα μας όταν υποψιαζόμαστε ότι πάμε να νιώσουμε κάτι πρωτόγνωρο. Τα εγκλωβίζουμε ανάμεσα σε επιχειρήματα και απόλυτες εξηγήσεις για να περιορίσουμε την εξάπλωση τους. Φοβόμαστε μη μας κατακυριεύσουν.
 
Δημιουργούμε έτσι τα δίπολα. Λογική ή συναίσθημα; Χαρά ή λύπη; Φόβος ή θάρρος; Ίσως αυτά τα δίπολα να είναι η μεταμφιεσμένη δυσκολία μας να πάρουμε θέση γι' αυτά που νιώθουμε. Εφευρίσκουμε μ' αυτόν τον τρόπο τερτίπια για να δικαιολογήσουμε αποφάσεις τις οποίες συχνά δεν είμαστε σίγουροι ότι πήραμε σωστά. Βρισκόμαστε έτσι σ' ένα αέναο κρυφτό από τα συναισθήματα μας.
 
Η διαδικασία της ψυχοθεραπείας έχει τη δύναμη να αναδύει τέτοιου είδους εσωτερικά τεχνάσματα στην επιφάνεια.  Φανερώνει πως τα δίπολα είναι οι εύπεπτες απαντήσεις που κατευνάζουν για λίγο τις αγωνίες μας. Μας ξεκουράζουν. Δεν έχουν όμως διάρκεια γιατί συνήθως κάτι πάει να χαλάσει τη βολή τους. Αυτό το κάτι είναι το αληθινό συναίσθημα που θέλει να βγει στην επιφάνεια και μέσω της θεραπείας αρχίζει σταδιακά να απενοχοποιείται. 
 
Στη διαδικασία της θεραπείας επιτρέπεται να νιώσουμε και να εκφράσουμε τα πάντα: ερωτική επιθυμία, ντροπή, χαρά, μίσος, θυμό, λύπη, ζήλεια. Απελευθερωνόμαστε από τα δεσμά της πανταχού παρούσας χλιαρότητας η οποία μας αφήνει κατακερματισμένους και άρα πιο εύκολα διαχειρίσιμους. Έχοντας μάθει να αιωρούμαστε και να διαχεόμαστε, λίγο από εδώ, λίγο από κει αλλά πουθενά ολοκληρωτικά, η θεραπεία μας βοηθάει να χτίσουμε τη δική μας ραχοκοκαλιά. Ένα κέντρο γύρω από το οποίο κινούμαστε. Μέσα από παραγωγικό ζόρισμα, προσπάθεια, επεξεργασία , χρόνο και αμφισβήτηση τόσο του εαυτού μας όσο και των θεραπευτών μας μαθαίνουμε πως να ενώνουμε τα ξεχωριστά κομμάτια μας. Έτσι, συνθέτουμε αυτό που πραγματικά είμαστε και όχι ένα ολόγραμμα του εαυτού μας. 
 
Μέσα στη θεραπεία, και ειδικά στην αρχή, υπάρχει ο κίνδυνος να παραπλανηθούμε από τη φαινομενική παντοδυναμία που νιώθουμε όταν κάνουμε κάποιες απαιτητικές προσωπικές υπερβάσεις. Προσγειωνόμαστε απότομα όταν ερχόμαστε σε επαφή με το σκοτεινό, αρχαϊκό κομμάτι μας το οποίο φαίνεται σαν να ακυρώνει ότι είχαμε καταφέρει ως τότε. Μέχρι να αποδεχθούμε ότι, πάρα την καταστροφική του φύση, είναι και αυτό ένα μέρος του εαυτού μας, θυμώνουμε με τους θεραπευτές, τους γονείς, τους συντρόφους μας αλλά και με μας τους ίδιους.
 
Μέσω του χτισίματος της αμοιβαίας αποδοχής και εμπιστοσύνης με τους θεραπευτές μας καταφέρνουμε να κατανοήσουμε και κυρίως να νιώσουμε την καταστροφικότητα του συναισθήματος μας. Βλέπουμε τις συνέπειες του τόσο σε εμάς τους ίδιους όσο και στους ανθρώπους που αγαπάμε. 
 
Μ' αυτό τον τρόπο σταδιακά αρχίζουμε να αναλαμβάνουμε προσωπική ευθύνη για αυτό που μας συμβαίνει και έτσι είμαστε ένα βήμα πιο κοντά στο να το αλλάξουμε. Έτσι δυναμώνουμε. Δεν είμαστε πλέον έρμαια των συναισθημάτων μας ούτε τα αφήνουμε να μας ελέγχουν. Τα ακούμε αλλά δε μας κατακυριεύουν. Το να κατανοήσουμε λογικά ένα καταστροφικό συναίσθημα όπως ο επαναλαμβανόμενος θυμός ή η υπερβολική εκδήλωση αγάπης με τη μορφή της υπερπροστασίας μας βοηθάει να κατατάξουμε στο μυαλό μας τις αρνητικές συνέπειες του. Μ' αυτό τον τρόπο ξέρουμε πως να αντιδράσουμε την επόμενη φορά που θα πάει να συμβεί κάτι ανάλογο. Η λογική λοιπόν όχι μόνο δεν είναι αντίθετη από το συναίσθημα αλλά λειτουργεί ως σύμμαχος του. Αρχίζει έτσι να εξαφανίζεται το δίπολο. 
 
Στη θεραπεία δεν είμαστε μόνο τα λάθη ή μόνο τα σωστά μας. Αλλά ένα συνονθύλευμα ενστίκτων, συναισθημάτων και συνειδήσεων το οποίο μέσα από τη θεραπευτική διαδικασία μαθαίνει να αμβλύνει τις γωνίες του και να γίνεται μαλακότερο. Γινόμαστε έτσι τα λάθη που θέλουμε να διορθώσουμε και τα σωστά που θέλουμε να εξελίξουμε. 
 
Μαθαίνουμε να μας φροντίζουμε.
Και μέσω της φροντίδας να μας αγαπάμε. 
Επειδή δε θέλουμε να κάνουμε αλλιώς. 
Αυτό μας συμφέρει.