
Ελένη Λαυρεντάκη
Γεννήθηκα και ζω στην Κρήτη. Είμαι γραφίστας - τυπογράφος και τα τελευταία χρόνια διοχετεύω τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) ανησυχίες μου στον Κλόουν.
Όσο περνάν τα χρόνια τόσο οι παλιοί γνωστοί μας απομακρύνονται ο ένας απ’ τον άλλον. Οι άνθρωποι γίνονται περισσότερο κοινωνικοί και λιγότερο ανθρώπινοι. Χάνουν τις ιδιομορφίες τους, τα ιδιαίτερα προτερήματα και τα ελαττώματά τους· σχεδόν ισοπεδώνονται. Οι φιλίες μαραίνονται.
Σε όλα τα ζητήματα – στην επιλογή της διατροφής, του τόπου και του κλίματος, της αναψυχής – διατάζει ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης, και κερδίζει την πιο αναμφισβήτητη έκφρασή του ως ένστικτο αυτοάμυνας. Να μην βλέπουμε πολλά πράγματα, να μην ακούμε πολλά πράγματα – πρώτη εντολή της φρόνησης, πρώτη απόδειξη πως δεν είμαστε τυχαίοι αλλά αναγκαίοι.
Η κοινή λέξη γι’ αυτό το ένστικτο της αυτοάμυνας είναι το γούστο.
Αυτό μας διατάζει όχι μόνο να λέμε Όχι όταν το Ναι θα ήταν «ανιδιοτελές», αλλά και να λέμε Όχι όσο το δυνατόν λιγότερο.
Ο Επίκουρος έλεγε: “Όταν εμείς είμαστε εδώ και ζούμε, ο θάνατος είναι μακρυά.” Όπως αναφέρει και ο Υalom στο βιβλίο του “Στον κήπο του Επίκουρου”, όχι με την έννοια του να ξορκίσουμε το θάνατο ή να κάνουμε πως δεν υπάρχει, μιας και ο θάνατος είναι το μόνο σίγουρο και τετελεσμένο της ύπαρξης, αλλά συνειδητοποιώντας τη θνητότητά μας, να μπορέσουμε να απολαύσουμε και να ζήσουμε ευχάριστα και αγαπητικά τη ζωή μας.
Η ζωή, όπως έλεγε και ο αείμνηστος Λιαντίνης, είναι ένας στίβος πιθανοτήτων, μια ανοιχτή δυνατότητα ότι τα πάντα μπορούν να συμβούν.
Καημός αλήθεια να περνώ, του έρωτα πάλι το στενό
Ωσπου να πέσει η σκοτεινιά μια μέρα του θανάτου.
Στενό βαθύ και θλιβερό που θα θυμάμαι για καιρό
Τι μου στοιχίζει στην καρδιά το ξαναπέρασμα του.
Ας είν’ ωστόσο, τι ωφελεί γυρεύω πάντα το φιλί
Στερνό φιλί, πρώτο φιλί και με λαχτάρα πόση.
Η προαίσθηση
Είναι το βυθόμετρο της ψυχής
Μες στο μυστήριο,
Το ένστικτο της καρδιάς
Που ερευνά τα σκοτάδια
Του χρόνου.
«Δε σ’ ακολουθώ πια» φώναξα, μα εκείνος μ’ έσπρωξε, το αμάξι κατρακύλησε μες στη νύχτα, πού πηγαίναμε; στις γωνιές, με μεγάλα κάτωχρα πρόσωπα, στέκανε οι Σιωπηλοί, μόλις προφταίναμε να παραμερίσουμε για να μη μας γκρεμίσουν,