Χάινριχ Μπελ – Οι νεκροί δεν υπακούνε πια

08.02.2017
Χάινριχ Μπελ  – Οι νεκροί δεν υπακούνε πια

Ο ανθυπολοχαγός είπε πως έπρεπε να ξαπλώσουμε, κι εμείς ξαπλώσαμε. Ήταν στην άκρη ενός δάσους, κι ο ήλιος έλαμπε, ήταν άνοιξη, όλα ήταν σιωπηλά, και ξέραμε ότι ο πόλεμος τελείωνε. Όσοι είχαν ακόμα καπνό, άρχισαν να καπνίζουν, κι εμείς οι άλλοι προσπαθούσαμε να κοιμηθούμε, γιατί ήμασταν κουρασμένοι, εδώ και τρεις μέρες είχαμε φάει ελάχιστα κι είχαμε κάνει πολλούς αντιπερισπασμούς.

Ήταν υπέροχα ήσυχα, και κάπου κελαηδούσαν και πουλιά, και ο αέρας ανέδινε μια απαλή, υγρή τρυφερότητα ...

Ξαφνικά ο ανθυπολοχαγός άρχισε να ουρλιάζει.

Ξεφώνιζε: «Ει!» Μετά μάνιασε και φώναξε: «Ει, εσύ εκεί!» Και μετά τον έπιασε μια λύσσα, και η φωνή του αναποδογυρισε: «Ει, εσύ, έι, εσύ εσύ!»

Και τότε είδαμε ποιον εννοούσε, Απέναντι, στην άλλη μεριά του μονοπατιού, καθόταν κάποιος και κοιμόταν. Ήταν ένας απλός γκρίζος φαντάρος, που είχε ακουμπήσει σ’ ένα δέντρο και κοιμόταν’ κι αυτός ο φαντάρος χαμογελούσε πολύ γλυκά με το φακιδιασμένο πρόσωπό του, κι εμείς σκεφτήκαμε πως ο ανθυπολοχαγός θα τρελαινόταν. Σκεφτήκαμε επίσης ότι κι ο κοιμισμένος θα τρελαινόταν, γιατί ο ανθυπολοχαγός τσίριζε όλο και πιο πολύ, κι ο κοιμισμένος χαμογελούσε όλο και πιο πολύ ...

Αυτοί που είχαν αρχίσει να καπνίζουν, έπαψαν τώρα να καπνίζουν, κι αυτοί που ήθελαν να κοιμηθούν, είχαν ξυπνησει, και μερικοί από μας χαμογελουσαν επίσης.’Ηταν άνοιξη, μαλακιά και γλυκιά, και ξέραμε πως ο πόλεμος τελείωνε.

Ξαφνικά ο ανθυπολοχαγός έπαψε να τσιρίζει, τινάχτηκε πάνω, διέσχισε με δυο βήματα το μονοπάτι, και χτύπησε τον κοιμισμένο στο πρόσωπο.

Τότε όμως είδαμε πως ο κοιμισμένος ήταν νεκρός.

Χωρίς να πει κουβέντα έπεσε κάτω, και δε χαμογελούσε πια: Στο πρόσωπό του σχηματίστηκε μια απαίσια γκριμάτσα, και τον ανθυπολοχαγό, που γύρισε πίσω άσπρος σαν το πανί, δεν τον λυπηθήκαμε καθόλου, γιατί δε νιώθαμε πια καμιά χαρά για τον ήλιο, ούτε και για τον απαλό, υγρό, τρυφερό ανοιξιάτικο αέρα, και μας φαινόταν αδιάφορο πια αν ο πόλεμος τελείωνε η όχι.

Ξαφνικά νιώσαμε πως ήμαστε όλοι νεκροί, ακόμα κι ο ανθυπολοχαγός, γιατί τώρα ψευτογελούσε και δε φορούσε πια στολή ...

 

Χάινριχ Μπελ, Οι νεκροί δεν υπακούνε πια.