Pablo Neruda - Walking Around

22.10.2019
Pablo Neruda - Walking Around

Έρχονται στιγμές που κουράζομαι να είμαι άνθρωπος.
Έρχονται στιγμές που επισκέπτομαι ραφτάδικα και σινεμά
μαραμένος, αδιαπέραστος, σαν τσόχινος κύκνος
πλέοντας σ’ ένα νερό από καταγωγή και στάχτη.

Η μυρωδιά απ' τα κουρεία με κάνει να κλαίω με λυγμούς.
Θέλω μονάχα μια ξεκούραση από τις πέτρες ή απ' το μαλλί,
θέλω μονάχα να μη βλέπω κτήρια και κήπους,
ούτε εμπορικά, διόπτρες, κι ασανσέρ.

Έρχονται στιγμές που κουράζομαι απ’ τα πόδια και τα νύχια μου
κι απ’ τα μαλλιά και τη σκιά μου.
Έρχονται στιγμές που κουράζομαι να είμαι άνθρωπος.

Όμως πόσο απολαυστικό θα ήταν
να τρομάξω ένα συμβολαιογράφο μ’ έναν κομμένο κρίνο
ή να φονεύσω μια καλόγρια με ένα χτύπημα στ' αυτί.
Θα ήταν ωραίο
να τρέχω στους δρόμους μ’ ένα πράσινο μαχαίρι
ουρλιάζοντας ώσπου να πεθάνω απ' το κρύο.

Δεν θέλω άλλο να είμαι ρίζα στις σκιές,
αβέβαιος, απλωμένος, τρέμοντας από όνειρο,
βαθιά κάτω, στα μουσκεμένα σωθικά της γης,
απορροφημένος, σκεπτικός, τρώγοντας κάθε μέρα.

Δεν θέλω τόσες δυστυχίες για τον εαυτό μου.
Δεν θέλω να συνεχίσω από ρίζα κι από τάφο,
από υπόγειο μόνος, από κελάρι με νεκρούς,
κοκαλωμένος, πεθαίνοντας από άλγος.

Γι αυτό η Δευτέρα καίγεται σαν το πετρέλαιο
όταν με βλέπει να ‘ρχομαι με πρόσωπο από φωτογραφίες της αστυνομίας,
κι ουρλιάζει στο πέρασμά της σαν πληγωμένος τροχός,
και αφήνει ίχνη από ζεστό αίμα μες στη νύχτα.

Και με σπρώχνει σε κάποιες γωνιές, σε κάποια υγρά σπίτια,
σε νοσοκομεία όπου τα οστά αρμενίζουν στο παράθυρο,
σε κάποια παπουτσάδικα με αποφορά ξυδιού,
σε δρόμους άθλιους σαν ουλές.

Υπάρχουν πουλιά σε χρώμα από θειάφι και φρικτά εντόσθια
κρεμασμένα από τις πόρτες των σπιτιών που μισώ,
υπάρχουν οδοντοστοιχίες ξεχασμένες σε μια καφετιέρα,
καθρέφτες
που θα ‘πρεπε να κλαίνε από ντροπή και τρόμο,
υπάρχουν ομπρέλες παντού, και φαρμάκια, και αφαλοί.

Εγώ περνάω με ηρεμία, με μάτια, με υποδήματα,
με μανία, με λήθη,
περνάω, διασχίζοντας γραφεία και καταστήματα με ορθοπεδικά είδη,
και αυλές όπου τα ρούχα κρέμονται από ένα σύρμα:
εσώρουχα, πετσέτες και πουκάμισα που κλαίνε
αργά βρώμικα δάκρυα.

 

Pablo Neruda - Walking Around

Sucede que me canso de ser hombre.
Sucede que entro en las sastrerνas y en los cines
marchito, impenetrable, como un cisne de fieltro
Navegando en un agua de origen y ceniza.

El olor de las peluquerνas me hace llorar a gritos.

Sσlo quiero un descanso de piedras o de lana,
sσlo quiero no ver establecimientos ni jardines,
ni mercaderνas, ni anteojos, ni ascensores.

Sucede que me canso de mis pies y mis uρas
y mi pelo y mi sombra.
Sucede que me canso de ser hombre.

Sin embargo serνa delicioso
asustar a un notario con un lirio cortado
o dar muerte a una monja con un golpe de oreja.
Serνa bello
ir por las calles con un cuchillo verde
y dando gritos hasta morir de frνo

No quiero seguir siendo raνz en las tinieblas,
vacilante, extendido, tiritando de sueρo,
hacia abajo, en las tapias mojadas de la tierra,
absorbiendo y pensando, comiendo cada dνa.

No quiero para mν tantas desgracias.
No quiero continuar de raνz y de tumba,
de subterrαneo solo, de bodega con muertos
ateridos, muriιndome de pena.

Por eso el dνa lunes arde como el petrσleo
cuando me ve llegar con mi cara de cαrcel,
y aϊlla en su transcurso como una rueda herida,
y da pasos de sangre caliente hacia la noche.

Y me empuja a ciertos rincones, a ciertas casas hϊmedas,
a hospitales donde los huesos salen por la ventana,
a ciertas zapaterνas con olor a vinagre,
a calles espantosas como grietas.

Hay pαjaros de color de azufre y horribles intestinos
colgando de las puertas de las casas que odio,
hay dentaduras olvidadas en una cafetera,
hay espejos
que debieran haber llorado de vergόenza y espanto,
hay paraguas en todas partes, y venenos, y ombligos.
Yo paseo con calma, con ojos, con zapatos,
con furia, con olvido,
paso, cruzo oficinas y tiendas de ortopedia,
y patios donde hay ropas colgadas de un alambre:
calzoncillos, toallas y camisas que lloran
lentas lαgrimas sucias.