Νίτσε: «Αγαπούμε τη ζωή, επειδή είμαστε συνηθισμένοι όχι στη ζωή αλλά στην αγάπη..»

14.06.2020
Νίτσε: «Αγαπούμε τη ζωή, επειδή είμαστε συνηθισμένοι όχι στη ζωή αλλά στην αγάπη..»

Για την ανάγνωση και τη γραφή

«Απ' όλα όσα έχουν γραφτεί αγαπώ μόνο αυτό που γράφει κανείς με το αίμα του. Γράφε με αίμα: και θα νιώσεις ότι το αίμα είναι πνεύμα.

Δεν είναι εύκολο να καταλάβεις το ξένο αίμα: απεχθάνομαι τους τε­μπέληδες που διαβάζουν.

Όποιος γνωρίζει τον αναγνώστη, αυτός δεν κάνει πια τίποτε για τον αναγνώστη. Άλλος ένας αιώνας αναγνώστες — και θα βρομίσει και το ίδιο το πνεύμα.

Το ότι καθένας έχει το δικαίωμα να μάθει να διαβάζει, αυτό είναι κάτι που στην πορεία χαλάει όχι μόνο το γράφειν αλλά και το σκέπτεσθαι.

Κάποτε το πνεύμα ήταν θεός, μετά έγινε άνθρωπος και τώρα γίνεται πια πλέμπα.

Όποιος γράφει με αίμα και αποφθέγματα, αυτός δεν θέλει να τον δια­βάζουν, αλλά να τον μαθαίνουν από στήθους.

Στο βουνό ο πιο σύντομος δρόμος είναι από κορυφή σε κορυφή: αλλά γι' αυτό το πράγμα πρέπει να έχεις μακριά πόδια. Τα αποφθέγματα πρέπει να είναι κορυφές: κι αυτοί, για τους οποίους λέγονται αυτά, πρέπει να είναι μεγάλοι και ψηλόκορμοι.

Ο λεπτός και καθαρός αέρας, ο κοντινός κίνδυνος και το πνεύμα το γεμάτο από χαρούμενη κακία: αυτά πάνε καλά μαζί.

Θέλω να έχω γύρω μου στοιχειά, γιατί είμαι θαρραλέος. Το θάρρος, που διώχνει τα φαντάσματα, δημιουργεί για τον εαυτό του στοιχειά — το θάρρος θέλει να γελά.

Δεν αισθάνομαι πια τα πράγματα όπως εσείς: το σύννεφο αυτό, που βλέπω κάτω μου, αυτή η μαυρίλα και το βάρος, για τα οποία γελώ — αυτό ακριβώς είναι το σύννεφο που θα φέρει καταιγίδα σε σας.

Βλέπετε προς τα πάνω, όταν ποθείτε την ανύψωση. Κι εγώ βλέπω προς τα κάτω, γιατί είμαι ανυψωμένος.

Ποιος από σας μπορεί να γελά και συγχρόνως να είναι ανυψωμένος;

Εκείνος που ανεβαίνει στα πιο ψηλά βουνά, γελά με όλες τις τραγω­δίες, είτε είναι πραγματικές είτε παίζονται.

Θαρραλέους, ανέμελους, είρωνες, βίαιους — έτσι μας θέλει η σοφία: είναι μια γυναίκα και αγαπά πάντα μόνο τον πολεμιστή.

Μου λέτε: "είναι δύσκολο να σηκώσει κανείς τη ζωή". Προς τι όμως τότε έχετε το πρωί την περηφάνια σας και το βράδυ την υποταγή σας;

Είναι δύσκολο να σηκώσει κανείς τη ζωή: μα μην είστε πια τόσο τρυφεροί!

Είμαστε όλοι όμορφοι κουβαλητές γάιδαροι και γαϊδούρες.

Τι κοινό έχουμε με τον κάλυκα του τριαντάφυλλου, που τρέμει επειδή έπεσε πάνω του μια σταγόνα δροσιάς;

Είναι αλήθεια: αγαπούμε τη ζωή, επειδή είμαστε συνηθισμένοι όχι στη ζωή αλλά στην αγάπη.

Πάντα υπάρχει λίγη παραφροσύνη στην αγάπη. Αλλά και πάντα υπάρχει λίγο λογικό στην παραφροσύνη.

Και εμένα επίσης, που έχω καλή διάθεση απέναντι στη ζωή, μου φαί­νεται ότι οι πεταλούδες και οι σαπουνόφουσκες και τα ανθρώπινα όντα που μοιάζουν μ' αυτές γνωρίζουν περισσότερο απ' τους άλλους την ευτυχία.

Να βλέπεις να πετούν αυτές οι ανάλαφρες ψυχούλες, τρελές, τρυφερές και ευκίνητες — αυτό προκαλεί στον Ζαρατούστρα δάκρυα και τραγούδια.

Θα πίστευα μόνο σ' έναν θεό που θα ήξερε να χορεύει.

Κι όταν είδα τον διάβολο μου, τον βρήκα σοβαρό, εμβριθή, βαθύ, επίσημο: ήταν το πνεύμα του βάρους — μέσω αυτού πέφτουν όλα τα πρά­γματα.

Δεν σκοτώνει κανείς με την οργή αλλά με το γέλιο. Εμπρός, ας σκο­τώσουμε το πνεύμα του βάρους!

Έμαθα να περπατώ: από τότε αφήνω τον εαυτό μου να τρέχει. Έμα­θα να πετώ: από τότε δεν περιμένω να με σπρώξουν για να αλλάξω θέση.

Τώρα είμαι ελαφρός, τώρα πετώ, τώρα βλέπω τον εαυτό μου κάτω μου, τώρα μέσω εμού χορεύει ένας θεός.»

Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα.»

 

Φρίντιχ Νίτσε, «Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα»

εκδόσεις ΝΗΣΙΔΕΣ, Μετάφραση-Επίλογος: Ζήσης Σαρίκας