Μαμά, μπαμπά είμαι καλά αλλά δεν ξέρω αν θέλω να γυρίσω πίσω

11.02.2014
Μαμά, μπαμπά είμαι καλά αλλά δεν ξέρω αν θέλω να γυρίσω πίσω

Μαζέψαμε γράμματα από Αμπού Ντάμπι, Λουξεμβούργο, Λονδίνο, Μόντρεαλ, Βερολίνο και Νέα Υόρκη από Έλληνες που έφυγαν λίγο πριν ή λίγο μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Μας απαντούν γιατί έφυγαν, για το αν θα γυρίσουν πίσω, για την κοινωνία που ζουν και για την γνώμη των ξένων για την Ελλάδα. 

Γράμμα από το Λουξεμβούργο. Από την Έρη Μπαλτά. 

0pop luxembourg

Πριν από δύο χρόνια μου έγινε μια πρόταση μέσα από τον τότε εργασιακό μου χώρο να μετακινηθώ σε κάποια αντίστοιχη θέση στο εξωτερικό, συγκεκριμένα στο Λoυξεμβούργο.

Έχοντας ήδη εργασία στην Ελλάδα, ο βασικός λόγος που με οδήγησε στην απόφαση να μεταναστεύσω ήταν η δυνατότητα που δινόταν για να διεκδικήσω κάτι καλύτερο για τον εαυτό μου, όπως υψηλότερες χρηματικές απολαβές, καλύτερο εργασιακό περιβάλλον και δυνατότητα επαγγελματικής εξέλιξης. Την περίοδο εκείνη στην Ελλάδα ζούσαμε το μεγάλο δίλημμα σχετικά με τη χρεοκοπία ή με ακόμα ένα νέο πακέτο εξαντλητικών οικονομικών μέτρων -η δική μου επιλογή ουσιαστικά ήταν μονόδρομος. Αν επέλεγα να μείνω, το μόνο που θα μπορούσα να εύχομαι θα ήταν το να μην βγω στην ανεργία ή να κρατήσω ότι μπορώ από το το εισόδημά μου, ενδεχόμενα που μου έδειχναν ότι το κράτος δεν ήταν διατεθειμένο να με προστατέψει. Τo αντίθετο μάλιστα.

Τώρα ζω εδώ για σχεδόν δύο χρόνια και η άποψη που έχω είναι ότι η κοινωνία, ακολουθώντας το πρότυπο των περισσότερων δυτικών κοινωνιών, είναι πολύ καλά οργανωμένη και λειτουργεί σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες τους οποίους οι πολίτες ακολουθούν χωρίς να αφήνεται κανένα περιθώριο διαπραγμάτευσης. Σε αυτό βοηθάει και το μέγεθος του κράτους το οποίο είναι πολύ μικρό οπότε μπορεί να λειτουργήσει πιο εύκολα και αποτελεσματικά αλλά και η ίδια η νοοτροπία των ανθρώπων. Η ασφάλεια των πολιτών,η πρόνοια για αυτούς που έχουν ανάγκη, η προστασία του περιβάλλοντος δεν αποτελούν μόνο έννοιες αφηρημένες αλλά τις βλέπεις να εφαρμόζονται στην πράξη καθημερινά. Αξίζει να σημειωθεί είναι ότι σχεδόν το 70% του πληθυσμού αποτελείται από ξένους γεγονός που, αντίθετα με ότι έχουμε συνηθίσει εμείς στην Ελλάδα, δεν δημιουργεί φόβο στους ντόπιους αλλά συμβιώνουν όλοι αρμονικά και με απόλυτο σεβασμό στην διαφορετικότητα του άλλου.

Ο κόσμος εδώ απολαμβάνει κατά μέσον όρο ένα από τα υψηλότερα εισοδήματα στην Ευρώπη και έχει επίσης υψηλά επίπεδα διαβίωσης. Πρόκειται για μια κοινωνία της που είναι υλιστικά προσανατολισμένη, της αρέσει να καταναλώνει, να επιδεικνύει τον πλούτο της. Δεν έχουν προβλήματα επιβίωσης, δεν ανησυχούν για το μέλλον και αυτό αποτυπώνεται και στην συμπεριφορά τους. Απουσιάζει τελείως η καθημερινή γκρίνια,το άγχος και η νευρικότητα, χαρακτηριστικά που τα τελευταία χρόνια έχουν δικαιολογημένα γίνει μόνιμο χαρακτηριστικό των Ελλήνων.

Σε αντίθεση, κυρίως με τους γείτονές τους Γερμανούς, οι ντόπιοι βλέπουν τους Έλληνες με συμπάθεια και κατανοούν την δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκονται, όπως επίσης αντιλαμβάνονται πως ο κύριος λόγος για τον οποίο η χώρα έφτασε σε αυτό το σημείο δεν είναι η τεμπελιά και η ανικανότητα των Ελλήνων γενικότερα, απόψεις οι οποίες ακούγονται από πολλούς άλλους Ευρωπαίους (βόρειους κυρίως) αλλά η κακοδιαχείρηση και ανικανότητα όσων την διοικούσαν τόσα χρόνια.

Προσωπικά θεωρώ ότι είναι πολύ δύσκολο να αφήνεις τον τόπο σου,την οικογένειά σου και τους φίλους σου -φυσικά το ενδεχόμενο της επιστροφής παραμένει πάντα ανοιχτό. Ωστόσο πλέον, έχοντας δει πώς πρέπει να λειτουργεί σωστά μια κοινωνία, δεν ξέρω πόσο εύκολα θα επέστρεφα σε μια χώρα στην οποία γίνεται καταπάτηση θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων ακόμα και από την επίσημη πολιτεία, η ανεργία έχει φτάσει στα ύψη και όσοι εργάζονται αποτελούν ουσιαστικά θύματα εκμετάλλευσης, το δημόσιο σύστημα υγείας βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης, η δικαιοσύνη εθελοτυφλεί σε πολλές περιπτώσεις και οι πολίτες είτε παραμένουν απαθείς μπροστά σε όλα αυτά είτε επιλέγουν να ξεσπούν σε συμπολίτες τους και κυρίως στους πιο αδύναμους και στους διαφορετικούς.

Η Έρη Μπαλτά είναι τραπεζική υπάλληλος.

0pop london1

Γράμμα από το Λονδίνο. Από τον Κώστα Νικολακόπουλο

Έφυγα από την Ελλάδα για σπουδές και ξέμεινα εδώ. Αρχικά το κίνητρό μου ήταν να πάρω καινούριες εμπειρίες και να δω κάτι διαφορετικό, στην συνέχεια χτύπησε η κρίση οπότε η επιστροφή άρχισε να μετατίθεται. Η φράση που άκουγα απ' όλους ήταν το "τι να γυρίσεις να κάνεις εδώ μωρέ;".

Ωστόσο κάποια στιγμή θα επιστρέψω, άσχετα με το τι δουλειά θα βρω να κάνω αφού στην Ελλάδα γίνονται ενδιαφέροντα πράγματα, σε μεγαλύτερο μάλιστα βαθμό απ' ότι νομίζουμε. Εδώ, το διαφορετικό με τη βόρεια Ευρώπη είναι ότι το περιβάλλον σου δίνει κίνητρα να είσαι παραγωγικός. Στην Ελλάδα πρέπει να σ' αρέσει πάρα πολύ αυτό που κάνεις για να είσαι παραγωγικός ενώ στην Αγγλία η κοινωνία είναι πολύ διαφορετική από τη δική μας. Σε μερικά πράγματα προς το καλύτερο σε μερικά προς το χειρότερο. Υπάρχει ένας γενικός σεβασμός στους γύρω, στους θεσμούς και τους κανόνες και αυτό συμβαίνει γιατί συμμετέχουν και οι ίδιοι στο κράτος, δεν τον βλέπουν ως κάτι ξένο, ως αντίπαλο που πάει να τους κλέψει. Από την άλλη, αν οτιδήποτε κινείται εκτός των ορίων που έχουν θέσει αυτομάτως περιθωριοποιείται.

Το να σκεφτούν έξω από τα προκαθορισμένα τους φαίνεται απίθανο. Αν κάτι κάνει 5.50 λίρες και του δώσεις 10.50 θα σαστίσει, θα σου δώσει πίσω το μισό και άλλα 4.50 σε ψιλά. Ο άνθρωπος έχει μάθει να δίνει ρέστα από δεκάρικο, εσύ τι θες και μπλέκεσαι; Με την Ελλάδα, πέρα από από τα δημοσιογραφικά sites που ανά καιρούς γράφουν αυτά που γίνονται στη χώρα μας, οι κάτοικοι δεν ασχολούνται ιδιαίτερα.

Ο Κώστας Νικολακόπουλος είναι οικονομικός σύμβουλος.

0pop Berlin

Γράμμα από το Βερολίνο. Από τη Δώρα Ανδρουλιδάκη

Δεν έφυγα γιατί με χτύπησε η οικονομική κρίση περισσότερο από την κοινωνική αλλά για μια καλύτερη ζωή με τον σύντροφό μου. Πήρα το βαλιτσάκι μου, ήρθα στο Βερολίνο για μια νέα και δίκαιη αρχή στη ζωή και στη σχέση μου. Δεν ήθελε κανένας από τους δυο μας να πάρει κάποιο ρίσκο και απλά να ακολουθήσει τον άλλο στη χώρα του (να πάω εγώ στη Γαλλία ή να έρθει ο φίλος μου στην Ελλάδα). Εδώ τα πράγματα είναι διαφορετικά και πιστεύω ότι αυτα που με ευχαριστούν και την δουλειά που έχω στο Βερολίνο δε θα μπορούσα να τα πετύχω στην Αθήνα.

Θα γυρνούσα μόνο αν είχα την άνεση να έχω ένα μικρό σπιτάκι δίπλα στο κύμα κι όποτε νιώθω την ανάγκη να παίρνω ένα αεροπλάνο και να πετάγομαι σε πόλεις της Ευρώπης. Ωστόσο αυτό είναι κάτι που γίνεται μόνο στα όνειρα. Για κάποια πράγματα εδώ αισθάνομαι ασφαλής, αφού το γερμανικό καθεστώς και ο τρόπος που είναι δομημένη η εδώ κοινωνία διαφέρει από την ελληνική αφού ζω σε ένα κράτος πρόνοιας. Ωστόσο αναγνωρίζω τις αρετές της Ελλάδας και μου λείπουν πολλά πράγματα. Κλισέ μεν, αλλά εδώ δεν υπάρχει ήλιος.

Η Δώρα Ανδρουλιδάκη είναι υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων.

0pop montreal

Γράμμα από το Μόντρεαλ

Ο Καναδάς φημίζεται για την αντιμετώπιση των μεταναστών και τον πολυπολιτισμό του. Γενικά, οι Καναδοί δεν είναι λαός που θα σταθεί τόσο στο από πού είσαι. Αλλά έτσι κι αλλιώς είναι πολύ εξοικειωμένοι με τους Έλληνες – η ελληνική κοινότητα του Μόντρεαλ αριθμεί 80.000, ενώ του Τορόντο 120.000. Την επιφυλακτικότητα που ίσως συναντήσεις σε βορειοδυτικές ευρωπαϊκές χώρες λόγω ελληνικής κρίσης -και ρεπορτάζ φυλλάδων τύπου Bild για το πόσο τεμπέληδες είμαστε- δεν θα τη βρεις εδώ. Υπάρχει βέβαια το στερεότυπο “Έλληνας = ιδιοκτήτης ταβέρνας”, αλλά περισσότερο ως αθώα πλάκα. Και κάτι πολύ βασικό: οι ντόπιοι σε κάνουν παρέα, δεν ανέχονται απλώς την παρουσία σου στα πλαίσια της “ανεκτικότητας”. Απ’ την άλλη, το γλωσσικό παραμένει ένα ζήτημα στο Κεμπέκ (δηλ. στη γαλλόφωνη επαρχία του Καναδά όπου ανήκει το Μόντρεαλ). Κάποιοι θα στραβώσουν αν δεν μιλάς γαλλικά, ιδίως η παλαιότερη γενιά που έζησε το κίνημα αυτονομίας του Κεμπέκ. Αλλά νομίζω ότι είναι στα πλαίσια του ανεκτού. Και υπάρχει, τέλος, και η μόνιμη απορία τους, γιατί άφησες τον παράδεισο που λέγεται Ελλάδα  (όπως τουλάχιστον τον έχουν στο μυαλό τους) για να έρθεις να μείνεις στους -30C. Τι να τους πρωτοαπαντήσεις τώρα;

Έφυγα με το που ολοκλήρωσα το διδακτορικό μου για να κάνω μεταδιδακτορικό σε ερευνητικό κέντρο στο Μόντρεαλ του Καναδά. Τουλάχιστον στον τομέα της τεχνολογίας και των θετικών επιστημών, η εργασιακή εμπειρία κάποιων ετών στο εξωτερικό θεωρείται απαραίτητη – και σωστά, νομίζω. Επομένως, θα έφευγα ανεξαρτήτως κρίσης. Αλλά πέρα απ’ την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, έφυγα γιατί με ενδιέφερε να γνωρίσω διαφορετικές κουλτούρες και το πώς λειτουργούν άλλες, πιο προηγμένες χώρες. Σε όλα τα επίπεδα: εργασιακές συνθήκες, αντιμετώπιση του κράτους απέναντι στον πολίτη και αντίστροφα, ιδεολογίες, κινήματα, κοκ. Στην Αθήνα αισθανόμουν ότι είχα κάπου κολλήσει ως άνθρωπος και χρειαζόμουν μια μεγάλη αλλαγή. Παρόλα αυτά, έχω σκοπό να γυρίσω μέσα στα επόμενα 5-6 χρόνια, χωρίς βέβαια να παίρνω και όρκο. Με φοβίζει να γυρίσω και να βρω τις ίδιες νοοτροπίες, π.χ. ερευνητικά έργα που σπάνια καταλήγουν σε κάτι χειροπιαστό, το να εργάζομαι στην πράξη σαν μισθωτός αλλά με ανανεούμενες συμβάσεις έργου, να μην υπάρχουν χρήματα για συνέδρια, κοκ. Ενδεχομένως να προτιμήσω να κάνω κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι κάνω εδώ. Κάποια start-up, ίσως. Δεν ξέρω, δεν είμαι καλός στα μακρόπνοα πλάνα.

Η κοινωνία εδώ δε διαφέρει αρκετά, δεν είναι άλλος κόσμος, ιδίως το Μόντρεαλ. Παρόμοια προβλήματα διαφθοράς έχουν κι εδώ, με μια ιταλική μαφία να ελέγχει τον τομέα των κατασκευών και να χρηματίζει δημάρχους, ένα σύστημα υγείας το οποίο χρυσοπληρώνεις μέσω των εισφορών και μπορεί να περιμένεις μήνες για να βρεις κρεβάτι, διάφορους γελοίους περιορισμούς π.χ. στη διάθεση αλκοόλ από εστιατόρια ή στην απόσταση που πρέπει να έχουν τα μπαρ μεταξύ τους και την αρκετά αυξημένη φορολογία σε σχέση με τον υπόλοιπο Καναδά. Ταυτόχρονα, βέβαια, έχεις ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δουλεύει, καλά Πανεπιστήμια που δεν είναι δωρεάν, αλλά δεν σου φεύγει και μια περιουσία για σπουδές όπως στις ΗΠΑ, ικανοποιητικές δημόσιες συγκοινωνίες, φθηνά ταξί. Και κυρίως, μια νεολαία που ψάχνεται πολύ με μουσική, τέχνες, κοινωνικοπολιτικά κλπ., με την οποία έχεις πράγματα να πεις.

Η βασικότερη διαφορά που βρίσκω στον τομέα μου είναι η ύπαρξη σοβαρής βιομηχανίας και επιχειρήσεων που επενδύουν στις νέες τεχνολογίες, γιατί αν δεν το κάνουν θα μείνουν πίσω στον ανταγωνισμό. Επομένως, η τεχνολογική έρευνα δεν γίνεται για το θεαθήναι ή για να αποκτούμε εσαεί “τεχνογνωσία”, αλλά για να παραχθεί κάποιο τελικό προϊόν. Αυτό κάνει τον τομέα της έρευνας πολύ πιο υγιή σε σχέση με την Ελλάδα.

Εδώ έχουμε επίσης τέσσερις εποχές: έναν χειμώνα που φτάνει του -30C και βλασφημάς την ώρα και τη στιγμή που ήρθες στον Καναδά, μια άνοιξη που με το που φθάνει αισθάνεσαι ήρωας που έβγαλες έναν ακόμα χειμώνα, ένα καλοκαίρι που χτυπάει το+30C και θες να είσαι συνέχεια έξω και ένα φθινόπωρο με τοπίο μαγευτικό λόγω των χρωμάτων των δέντρων, ιδανικό για road-trip.

Ο Θέμος Σταφυλάκης είναι Ερευνητής συστημάτων αναγνώρισης φωνής, Ερευνητικό Κέντρο Πληροφορικής του Μόντρεαλ.

0new york

Γράμμα από τη Νέα Υόρκη. Από τον Γιώργο Μουντουφάρη 

Έφυγα από την Ελλάδα δύο χρόνια πριν την χτυπήσει η κρίση. Ήθελα να φύγω από μικρός, σκεφτόμουν πως θα την “κάνω” από το λύκεια. Σπούδασα Βιολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και το κάνεις κάποια επιστήμη στην Ελλάδα είναι μεγάλος άθλος. Υπάρχουν εξαίρετοι επιστήμονες, είχα την τιμή μάλιστα να δουλέψω μαζί τους παίρνοντας γερές επιστημονικές βάσεις που μου βγαίνουν σε καλό ακόμα και σήμερα αλλά όπως και να το κάνουμε, αν παίζεις μπάλα πας στην Ευρώπη, αν είσαι επιστήμονας ψάχνεις θέση δίπλα στα θηρία, στην Αμερική. Η ανάγκη του να κάνω αυτό που αγαπώ με τον τρόπο που είχα φανταστεί μαζί με την τρέλα που με έδερνε με οδήγησαν στα ξένα.

Δε νομίζω ότι θα γυρνούσα γιατί όταν έχεις ζήσει σε μια πολυπολιτισμική χώρα σαν την Αμερική είναι δύσκολο να την αποχωριστείς. Μου αρέσει πολύ η εδώ κοινωνία, δεν είναι όπως την έχει στο μυαλό του ο μέσος Έλληνας. Είναι διαφορετικά, δεν υπάρχει το “δε δίνω δεκάρα για τίποτα” που έχουμε συνηθίσει στην χώρα μας. Έχω την εντύπωση ότι θα μου ήταν 10 φορές πιο δύσκολο το να ζήσω στην Γερμανία ή στην Αγγλία.

Εδώ έχεις ευκαιρίες για να κυνηγήσεις τα όνειρά σου, κάτι που σε κάνει να έχεις ένα χαμόγελο στα μούτρα πριν πέσεις για ύπνο. Τουλάχιστον σε μένα συμβαίνει κάτι τέτοιο. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Όσον αφορά τους Αμερικανούς, ξέρουν διάφορα για εμάς. Τον Όμηρο, το Μινωικό πολιτισμό, αρκετά από τη Μυθολογία, το μουσακά, την αρχαία τραγωδία, την κρίση, την Χρυσή Αυγή. Τι άλλο να θέλουμε; Ας πούμε τι ξέρει ο μέσος Έλληνας για την Ιαπωνία; Κάτι παρόμοιο. Όσους έχω γνωρίσει πάντως, θέλουν να έρθουν στα νησιά. Επίσης η εντύπωση που μου έχουν δώσει είναι ότι γουστάρουν περισσότερο τους Γάλλους, τους Ισπανούς, τους Ιταλούς απ’ ότι εμάς. Δεν τους κατηγορώ.

Ο Γιώργος Μουντουφάρης κάνει PhD στη νευροεπιστήμη στο Πανεπιστήμιο Columbia.

0abu dhabi

Γράμμα από το Αμπού Ντάμπι. Από τον Αντώνη Αναστασέλη 

Έφυγα πριν λίγους μήνες γιατί είχα μείνει για δυόμιση χρόνια άνεργος ύστερα από έντεκα έτη συνεχούς εργασίας. Σε αυτούς τους 30 μήνες ανεργίας, έχασα τουλάχιστον τρεις δουλειές γιατί τα πρότζεκτ αναβάλλονταν λόγω της κρίσης. Έτσι αφού βαρέθηκα να κάνω τον dj, δέχτηκα την πρόταση για τα Εμιράτα. Δε θα γυρνούσα στην Ελλάδα ούτε αν έβρισκα καλύτερη δουλειά γιατί προβλέπω ότι τα επόμενα πέντε χρόνια μπορεί να είναι πιο δύσκολα απ’ ότι είναι μέχρι τώρα. Εδώ δεν υπάρχει φορολογία και δε θα ήθελα να επιστρέψω για να πληρώνω το ελληνικό κράτος που δεν μου προσφέρει τίποτα.

Μεγάλες οι διαφορές στπ εργασιακό επίπεδο, είναι τα πολλά φτηνά εργατικά χέρια και οι υψηλές οικονομικές ανισότητες. Αυτό πολλές φορές σε κάνει να αισθάνεσαι άσχημα. Πάντως κάποιος μετανάστης εδώ έχει τη δυνατότητα να ζήσει μια άνετη ζωή.  Ωστόσο σαν περιβάλλον είναι κοντινό με αυτό που έχουμε συνηθίσει στη χώρα μας. Οι Άραβες τη συμπαθούν την Ελλάδα, γιατί λένε ότι ο Μωάμεθ πέρασε κάποτε από τα μέρη μας. Μας θεωρούν Ευρωπαίους και ξέρουν ότι βρισκόμαστε απέναντι από την Αίγυπτο. Σχεδόν.

Ο Αντώνης Αναστασέλης είναι Μηχανικός Ποιότητας.

 

Επιστολές στην Popaganda από Έλληνες που άφησαν τη χώρα την εποχή της κρίσης, ζουν και εργάζονται στο εξωτερικό και είναι διστακτικοί απέναντι στο ενδεχόμενο του επαναπατρισμού.

Θοδωρής Κανελλόπουλος
 
Πηγή: popaganda.gr