Καμύ: «Για να γνωρίσει κανείς μια πόλη, είναι να βρει πως δουλεύουν, πως ερωτεύονται και πως πεθαίνουν σ’ αυτήν..»

27.07.2019
Καμύ: «Για να γνωρίσει κανείς μια πόλη, είναι να βρει πως δουλεύουν, πως ερωτεύονται και πως πεθαίνουν σ’ αυτήν..»

Ένας βολικός τρόπος για να γνωρίσει κανείς μια πόλη, είναι να βρει πως δουλεύουν, πως ερωτεύονται και πως πεθαίνουν σ’ αυτήν.

Στη μικρή μας πόλη, να ‘ναι τάχα η επίδραση του κλίματος, όλα αυτά γίνονται μαζί, με το ίδιο έξαλλο κι αφηρημένο ύφος. 

[...]

Το Οράν, αντίθετα, είναι φαινομενικά μια πόλη ανυποψίαστη, μια πόλη, μ’ άλλα λόγια, απόλυτα σύγχρονη.

Δεν είναι απαραίτητο, κατά συνέπεια, να ξεκαθαρίσουμε με ποιο τρόπο ερωτεύονται στον τόπο μας.

Οι άντρες και οι γυναίκες ή αλληλοσπαράζονται γρήγορα γρήγορα μέσα σ’ αυτό που το λένε ερωτική πράξη ή πάλι βυθίζονται στη μακρόχρονη συνήθεια του αντρόγυνου.

Ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο άκρα, πολλές φορές, δεν υπάρχει μέση οδός. 

[...]

Ο Τύπος που ‘χε φανεί τόσο φλύαρος στην υπόθεση των ποντικών, δεν μιλούσε πια για τίποτα.

Κι αυτό γιατί οι ποντικοί ψοφάνε στο δρόμο κι οι άνθρωποι στην κάμαρά τους.

Κι οι εφημερίδες δεν ασχολούνται παρά μόνο με τον δρόμο.

[...]

Οι μάστιγες είναι βέβαια κάτι το συνηθισμένο, δύσκολα ωστόσο, πιστεύεις στις μάστιγες όταν σου πέφτουν κατακέφαλα.

Έχουν ξεσπάσει στον κόσμο τόσες πανούκλες όσοι και πόλεμοι.

Κι ωστόσο πανούκλες και πόλεμοι βρίσκουν πάντα τους ανθρώπους το ίδιο απροετοίμαστους. 

[...]

Κανένας δεν είχε ακόμα πραγματικά δεχτεί την αρρώστια.

Οι περισσότεροι ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητοι σ’ ότι αναστάτωνε τις συνήθειές τους ή έβλαπτε τα συμφέροντα τους.

Τους έκανε ν’ αγανακτούν ή να εξοργίζονται, αυτά όμως δεν είναι τα συναισθήματα που πρέπει ν’ αντιτάξει κανείς στην πανούκλα. 

[...]

Η υπόλοιπη ιστορία, κατά τα λεγόμενα του Γκραν, ήταν πολύ απλή.

Όπως γίνεται και μ’ όλο τον κόσμο: παντρεύονται, αγαπιούνται ακόμα λίγο, δουλεύουν.

Δουλεύουν τόσο ώσπου να ξεχνούν ν’ αγαπάνε. 

[...]

Από μερικά όμως σπίτια έβγαιναν βογκητά.

Παλιότερα όταν τύχαινε κάτι τέτοιο, έβλεπες συχνά περίεργους να στέκονται στον δρόμο και ν’ αφουγκράζονται.

Έπειτα, ωστόσο απ’ την μακρόχρονη αναστάτωση φαίνεται πως οι καρδιές σκλήρυναν κι όλοι περπατούσαν ή ζούσαν δίπλα στους θρήνους λες κι αυτή ήταν η φυσιολογική γλώσσα των ανθρώπων. 

[...]

Α! και να ‘ταν ένας σεισμός!

Ένα γερό ταρακούνημα κι ούτε κουβέντα πια...

Μετράνε τους νεκρούς, τους ζωντανούς και τέρμα!

Ενώ αυτή την καταραμένη αρρώστια!

Ακόμα κι όσοι δεν την έχουν την κουβαλάνε στην καρδιά τους». 

[...]

-Για να δούμε, Ταρού, είσαστε ικανός να πεθάνετε για έναν μεγάλο έρωτα;

-Δεν ξέρω, αλλά τώρα μου φαίνεται πως δεν είμαι.

-Το βλέπετε; Ενώ είσαστε ικανός να πεθάνετε για μια ιδέα, είναι ολοφάνερο.

Ε! λοιπόν εγώ μπούχτισα από ανθρώπους που πεθαίνουν για μια ιδέα.

Δεν πιστεύω στον ηρωισμό, ξέρω ότι είναι κάτι εύκολο, κι έμαθα πως ήταν ένας φονιάς.

Εκείνο που μ’ ενδιαφέρει είναι να ζούμε και να πεθαίνουμε γι’ αυτό που αγαπάμε. 

[...]

Όταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι έφτασαν στο τέλος της πανούκλας, μαζί με την δυστυχία και τις στερήσεις, φόρεσαν το κουστούμι του ρόλου που 'παιζαν εδώ και πολύ καιρό, το ρόλο του πρόσφυγα που, πρώτα το πρόσωπό και τώρα τα ρούχα του μιλούσαν για την απουσία και την μακρινή πατρίδα.

Απ' την στιγμή που η πανούκλα είχε κλείσει τις πύλες της πόλης, δε ζούσαν πια παρά μόνο μέσα στο χωρισμό, τους είχαν αποκόψει απ' αυτή την ανθρώπινη ζεστασιά που σε κάνει όλα να τα ξεχνάς. 

[...]

Γιατί ήξερε ότι αυτός ο κόσμος που γλεντούσε, αγνοούσε, κι είναι κάτι που μπορούμε να το διαβάσουμε στα βιβλία, ότι ο βάκιλος της πανούκλας δεν πεθαίνει και δεν εξαφανίζεται ποτέ, ότι μπορεί να μένει κοιμισμένος ολόκληρες δεκάδες χρόνια μέσα στα έπιπλα και τ' ασπρόρουχα, ότι περιμένει υπομονετικά στα δωμάτια, στα υπόγεια, στα σεντούκια, στα μαντήλια και στα χαρτιά, κι ότι μπορεί να φτάσει κάποτε η μέρα που για την δυστυχία ή για να γίνει μάθημα στους ανθρώπους, η πανούκλα θα ξυπνήσει τα ποντίκια της και θα τα στείλει να ψοφήσουν σε μια ευτυχισμένη πολιτεία. 

 

Αλμπέρ Καμύ, «Η Πανούκλα» -αποσπάσματα