Η θρησκεία και η αναπόφευκτη μελαγχολία της Κυριακής

02.04.2017
Η θρησκεία και η αναπόφευκτη μελαγχολία της Κυριακής

Βρίσκομαι μπροστά σε μια μεγάλη πλατεία ή σ’ ένα συγκρότημα σπιτιών. Πάω να σκεφθώ. Είμαι μόνος, η σκέψη μου είναι μεταφυσικής τάξης. Σκέπτομαι για τον εαυτό μου: έτσι λοιπόν, η χριστιανική θρησκεία μάς επιβάλλει την πίστη της στο επέκεινα με αυτά τα δύο χαρακτηριστικά είδη, την σωτηρία και την καταδίκη;

Σκεπτόμενος την καταδίκη και την τιμωρία δοκιμάζω ένα είδος αγωνίας. Πώς ο Θεός μπορεί να μάς τιμωρεί αιωνίως, πώς μπορεί να μάς επιβάλλει βασανιστήρια τα όποια δεν τελειώνουν ποτέ; Ο Θεός είναι ένας σαδιστής. Τί πρέπει να κάνεις για να σωθείς; Το αίσθημα της αμαρτίας είναι αμφίθυμο. Αυτό το είδος τού ανέκκλητου και δίχως άφεση είναι αγωνιώδες.

Ξυπνώ λίγο βαρύς και κουρασμένος, βλέπω τα πράγματα μ’ έναν τρόπο ταραγμένο, ξαναβλέπω το τοπίο όπως ήταν εδώ και πολλά χρόνια. Εν τούτοις αυτή ή εντύπωση δεν φαίνεται να είναι πολύ δυνατή· είναι μια ελαφρά απώθηση. Τα μάτια μου, βλέποντάς με στον καθρέφτη, είναι μικρά και μαζεμένα όπως τα μάτια ενός παιδιού 8-9 ετών. Παίρνω το αμάξι μου και πηγαίνω στη δουλειά μου. Τα μάτια μου γίνονται μικρά, πολύ μικρά και λαμπερά. Δεν υποφέρω το φως τού ήλιου. Τα μάτια, μού κάνουν κακό, με ερεθίζουν. Φαίνεται ότι χάνω την σκοπιά μου, το περισκόπιό μου. Όμως — καταραμένη αυτοανάλυση — δεν μπορώ να μη συνεχίσω:

Το ιερό συμβολίζει βέβαια το θρησκευτικό ιερό και μέσω αυτού τις θείες εντολές πού πρέπει να υπακουστούν. Όταν ήμουν μικρό παιδί θυμάμαι, ότι όχι μόνο μάς επέβαλλαν την πίστη και μια ηθική χωρίς νόημα, αλλά και την παρουσία μας στις λειτουργίες, ενίοτε κατά την διάρκεια της εβδομάδας και κανονικώς την κάθε Κυριακή. Οφείλαμε να πηγαίνουμε σε δύο λειτουργίες, τού όρθρου και τού εσπερινού. Καθώς στο χωριό μας δεν υπήρχε εκκλησία, έπρεπε να πάμε στο γειτονικό χωριό κι αυτό απείχε ένα με δύο χιλιόμετρα, έπρεπε να κάνουμε το πήγαινε-έλα, δηλαδή 5 ως 6 χιλιόμετρα με τα πόδια. Δεν υπάρχει πολύς καιρός από τότε πού ή υποχρέωση αυτή για τα παιδιά έγινε κάπως πιο εύκαμπτη. Οι εσπερινοί, π.χ., έχουν καταργηθεί. Η παρουσία μας, λοιπόν, σ’ αυτές τις δύο λειτουργίες μάς έτρωγε περίπου όλη την ημέρα κι έτσι, βέβαια, τα παιδιά δεν είχαμε πια Κυριακή.

Φυσικά ένα παιδί 9-10 ετών δεν έχει καμιά άμυνα να αντιτάξει σε μια τέτοια τυραννία. Σ’ αυτή την ηλικία είναι τελείως υποδουλωμένο, δεν μπορεί να αντιταχτεί σε μια δίχως νόημα επιθετική εκπαίδευση. Η συμμετοχή λοιπόν στην λειτουργία έπαιρνε ένα χαρακτήρα Ιερό και ψυχαναγκαστικό, ήταν αυτοματική. Το να μην πήγαινες δεν κινδύνευες μόνο να εκτεθείς στις ποινές της κόλασης πού υποσχόταν ή θεότητα, αλλά επίσης διακινδύνευες την τιμωρία τού δασκάλου. Θυμάμαι ακόμη πώς αυτό το γεγονός μού προκαλούσε ναυτία.

Είχα μια παθολογική έλξη για τις εικόνες, για τον σταυρωμένο Χριστό. Ήταν μαζοχιστικό: μία πλήρης και άνευ όρων υποταγή στον παντοδύναμο Θεό. Είναι ασφαλώς αυτό το στοιχείο πού ευθύνεται για την μυστικιστική τρέλα: η αμαρτία, ένα αληθινό ψυχικό δηλητήριο. Δεν είναι χωρίς λόγο πού ό Φρόυντ θεωρεί την θρησκεία ως μια ψυχαναγκαστική νεύρωση της ανθρωπότητας.

Με την ευκαιρία θυμάμαι ότι η Κυριακή είναι δυσάρεστη, η μέρα της μελαγχολίας, πού μου προκαλούσε πάντοτε ανία. Η θρησκεία υπάρχει για κάτι και για κάποιους βέβαια, όμως θα έπρεπε να αναρωτηθώ εάν κατά τη μέρα τούτη δεν συμβαίνουν κι άλλα πράγματα επίσης πού συντηρούν αυτή την αναπόφευκτη μελαγχολία.

**********

Αριστοτέλης Νικολαΐδης – Εξορκίζοντας το θάνατο – Εκδόσεις Κέδρος