Σε ζωογονούνε
ήλιος
μ’ όσους πυρπόλησε η σκιά
θάλασσα
με τα παγωμένα χαμόγελα στο βυθό
κι ο άνεμος
που μας πετάει βότσαλα ευτυχίας.
Όμως κοιτάς φεγγάρια Πανσελήνου.
Μα εσύ είσαι όρος.
Ρίξε τα ξύλα και νερά σου κρουνηδόν
πάνω στα χορταράκια
και στα πεπρωμένα
της πανίδας
με το καλό
με τον καριό
γίνε πεδιάδα
και τότε τόλμησε
και τότε κοίτα.
Γυναίκα ήταν και κοίταζε φεγγάρια Πανσελήνου.