Μπερλίνες και ρακόμελο: αντίδοτα στο φόβο.

27.06.2017
Μπερλίνες και ρακόμελο: αντίδοτα στο φόβο.

Πριν το ταξίδι μου στη Γερμανία, οι συμπατριώτες μου αισθάνθηκαν την υποχρέωση να με προειδοποιήσουν: οι Γερμανοί είναι ψυχροί, τσιγκούνηδες, κλπ.

Βερολίνο, αρχές Μαρτίου 2000.

Πρώτη βραδιά στο νέο μου σπίτι. Κρύο βαρύ, κοιτώ από το παράθυρο και σκέφτομαι ότι η επόμενη ημέρα θα βρει την πόλη ντυμένη στα λευκά. Ξυπνώ το πρωί από χτύπημα στην πόρτα. Ανοίγω και είναι η ιδιοκτήτρια (σπιτονοικοκυρά, όπως μ’ αρέσει καλύτερα). Κρατά στα χέρια της ένα μεγάλο δίσκο με ένα βουνό μπερλίνες (όπως λένε στην Αθήνα τα Berliner ballen- τα γλυκά στη Γερμανία έπρεπε να είναι ποινικά κολάσιμα, γύρισα στην Ελλάδα 90 κιλά) για καλωσόρισμα. Μου ευχήθηκε καλή διαμονή, με κάλεσε στο σπίτι της (που βρισκόταν ακριβώς δίπλα) για πρωινό και προσφέρθηκε να με ξεναγήσει στην πόλη. Το επόμενο πρωί μας βρήκε όντως στο σπίτι της να παίρνουμε μαζί πρωινό. Στο σαλόνι υπήρχαν πολλά ενθύμια από τις διακοπές τους στην Κρήτη. Τους άρεσε πολύ και πήγαιναν σχεδόν κάθε καλοκαίρι. Μάλιστα, είχαν επισκεφθεί και κάποια μέρη του νησιού στα οποία εγώ δεν είχα πάει ακόμη, ήξεραν πολλά από την ιστορία του και το όνειρό τους ήταν να αγοράσουν ένα μικρό σπίτι εκεί και να μένουν κάποιους μήνες τον χρόνο. Το κατάφεραν, όπως έμαθα λίγα χρόνια αργότερα, μέχρι που ο σύζυγος παρουσίασε ένα πρόβλημα υγείας και επέστρεψαν μόνιμα πια, στο Βερολίνο. Δύο χρόνια αργότερα, πέθανε.

Ρέθυμνο, αρχές Σεπτεμβρίου 1998.

Πριν πάω στο Ρέθυμνο για σπουδές, φίλοι και γνωστοί στη Σητεία αισθάνθηκαν την ανάγκη να με προειδοποιήσουν: οι Ρεθεμνιώτες είναι άγριοι, έχουν κουμπούρια, είναι απολίτιστοι, κλπ.

Αρχές Οκτωβρίου και η ζέστη καλά κρατούσε στο Ρέθυμνο. Κάθε πρωί που έβγαινα από το σπίτι για να πάω για μάθημα στο πανεπιστήμιο, ο σπιτονοικοκύρης καθόταν στη βεράντα του σπιτιού του (που βρισκόταν στο ισόγειο) ντυμένος με την καθημερινή παραδοσιακή φορεσιά και τα στιβάνια του και μου έλεγε,
«Ρηνιώ, έλα να πιούμε μια ρακή», «Ρακή, στις 07:30 το πρωί;» απαντούσα. «Ω, ανάθελέ σας για Λασιθιώτες, δεν έχετε ωρέ αίμα στσι φλέγες σας, μόνο χαμομήλι. Έλα συ και θα σε τρατάρω χαμομήλι που πίνει και η κερά μου».

Κατά τα τέλη Νοέμβρη, μια μέρα που δεν είχα πρωί-πρωί μάθημα, πήγα για πρωινό στο σπίτι τους. Είχε αρκετό κρύο και μου έφτιαξαν ρακόμελο. Το ήπια. Δε με ζάλισε όπως φοβόμουν. Είπαμε πολλά αστεία για τις διαφορές μεταξύ Σητείας και Ρεθύμνου, θυμάμαι ότι η σπιτονοικοκυρά τραγούδησε και λίγους στίχους από τον Ρωτόκριτο. Αισθάνθηκα πολύ μεγάλη ζεστασιά. Μου ζέστανε τα σπλάχνα το ρακόμελο και η φροντίδα τους. Μακάρι να είναι γεροί και να ζουν ακόμη.

Σίγουρα υπάρχουν κάποια γενικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων από χώρα σε χώρα, από μέρος σε μέρος, μα αν είχα μείνει στις προκαταλήψεις των φίλων για τους Ρεθεμνιώτες και τους Γερμανούς, θα είχα χάσει πολλά. Είχε όντως τύπους που οπλοφορούσαν στο Ρέθυμνο, έζησα κάποια επεισόδια φαρ ουέστ. Συνάντησα όντως κάποιους πιο εσωστρεφείς ανθρώπους στη Γερμανία, άλλους που έπιναν στις μπυραρίες από νωρίς. Όμως, υπήρχαν και πολλοί, πάρα πολλοί, που δεν ήταν έτσι.

Το Ρέθυμνο είναι η μόνη πόλη στην Ελλάδα για την οποία θα άφηνα την Αθήνα (η άλλη είναι η Πρέβεζα). Το Βερολίνο το αγαπώ, σαν την ιδιαίτερη πατρίδα μου.

Δεν ξέρω αν οφείλεται στο Erasmus, δεν ξέρω τι με έκανε να βάλω στην άκρη τις προκαταλήψεις, ξέρω όμως ότι αν τις είχα υιοθετήσει, το μόνο που θα κέρδιζα από τη διαμονή μου σε αυτά μέρη, είναι η επιβεβαίωση ότι οι «Γερμανοί είναι μεθύστακες και τσιγκούνηδες», «οι Ρεθεμνιώτες άγριοι και απολίτιστοι».

Ο φόβος για τον «Άλλο», τον «ξένο», χτίζει γύρω σου μια φυλακή. Καθόλου κακό, αν σ’ αρέσει να παρατηρείς τη ζωή πίσω από τα κάγκελα. Πολύ κακό, αν θες να τη ζήσεις.

Πως το λέει να δεις ο ποιητής;

Θεέ μου πόσο φόβο ξοδεύεις για να μη χιμήξουμε εκεί έξω και ζήσουμε τη μια και μόνη ζωή που έχουμε.

***

agapidaki

Ειρήνη Αγαπιδάκη