Ελένη Λαυρεντάκη
Γεννήθηκα και ζω στην Κρήτη. Είμαι γραφίστας - τυπογράφος και τα τελευταία χρόνια διοχετεύω τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) ανησυχίες μου στον Κλόουν.
Στην πραγματικότητα, ο πόνος φωτίζει την καρδιά σαν αποκάλυψη.
Διακρίνεις πράγματα που δεν έβλεπες προηγουμένως. Προσεγγίζεις ολόκληρη την ιστορία του ανθρωπίνου γένους από μια διαφορετική σκοπιά.
Το θέμα μου είναι οι άτεγκτοι. Οι με ρωγμές άτεγκτοι.
Αυτοί που καταδυναστεύουν το χώρο με μια πεισματική εμμονή στο γράμμα του νόμου, αποφεύγοντας έτσι επικίνδυνες συνέπειες και περιπέτειες σταδιοδρομίας μέσα στις περιπέτειες του Χρόνου και του Τόπου.
«Θα τρελαθώ», «Δεν αντέχω άλλο», «Βοήθεια, τρελαίνομαι».
Η ψυχική ασθένεια από τα βάθη των αιώνων διαταράσσει με τον ανοίκειο χαρακτήρα της τη φυσική τάξη των πραγμάτων.
Όταν τελείωσε, τα χέρια της δεν ήταν πια παγωμένα, τα δικά του έκαιγαν, γι’ αυτό και χέρια παραδόθηκαν σε χέρια και δεν παραξενεύτηκαν.
Ήταν περασμένη μία το πρωί όταν ο βιολοντσελίστας ρώτησε: Θέλετε να καλέσω ένα ταξί να σας πάει στο ξενοδοχείο;
Κι η γυναίκα απάντησε: Όχι, θα μείνω μαζί σου, και πρόσφερε τα χείλη της.
Μια μέρα, στα καλά καθούμενα (αλήθεια, πώς τους ήρθε;) τα δέντρα αποφάσισαν ότι τους χρειαζόταν κάποια ανώτερη αρχή. Τίποτε δεν είχαν να χωρίσουν μεταξύ τους· τίποτε δεν διεκδικούσαν το ένα από τ’ άλλο· συναλλαγές, που ήσαν πάντα καθαρές και τίμιες, είχανε μόνο με το χώμα, τη βροχή και τον ήλιο· τι στην ευχή τη θέλανε, λοιπόν, αυτή την ανώτερη αρχή, αυτήν την εξουσία πάνω απ’ τα κεφάλια τους;
Οι άνθρωποι που δημιουργούν εθιστικές σχέσεις, έχουν συχνά τις καλύτερες προθέσεις. Επιθυμούν ευτυχισμένες και υγιείς σχέσεις. Ωστόσο, κάτω από αυτές τις καλές προθέσεις βρίσκεται μία αγωνιώδης σύγκρουση με την οικειότητα.
Στην πόλη όπου γεννήθηκα ζούσε μια γυναίκα με την κόρη της, που περπατούσαν στον ύπνο τους.
Μια νύχτα, ενώ η ησυχία αγκάλιαζε τον κόσμο, η γυναίκα και η κόρη της, περπατώντας κοιμισμένες, συναντήθηκαν στον ομιχλοσκεπασμένο κήπο τους.