Χαλίλ Γκιμπράν, Οι υπνοβάτες

13.08.2020
Χαλίλ Γκιμπράν, Οι υπνοβάτες

Στην πόλη όπου γεννήθηκα ζούσε μια γυναίκα με την κόρη της, που περπατούσαν στον ύπνο τους.

Μια νύχτα, ενώ η ησυχία αγκάλιαζε τον κόσμο, η γυναίκα και η κόρη της, περπατώντας κοιμισμένες, συναντήθηκαν στον ομιχλοσκεπασμένο κήπο τους.

Η μητέρα μίλησε και είπε:

«Επί τέλους, επί τέλους, ο εχθρός μου! Εσύ που μου κατάστρεψες τα νειάτα μου, εσύ που έφτειαξες τη ζωή σου πάνω στους δικούς μου κόπους. Αν μπορούσα θα σε σκότωνα».

Και η κόρη μίλησε και είπε:

«Ω μισητή γυναίκα, εγωίστρια και γριά, που στέκεσαι εμπόδιο στην ελευθερία μου! Που θέλεις τη ζωή μου ηχώ της μαραμένης σου ζωής! Ας ήταν να πέθαινες!».

Εκείνη τη στιγμή ο κόκορας λάλησε και οι γυναίκες ξύπνησαν. Η μητέρα είπε γλυκά:

«Εσύ είσαι αγάπη μου»

και η κόρη απάντησε γλυκά:

«Ναι χρυσή μου».

Χαλίλ Γκιμπράν