Το περιστατικό ξεκίνησε όταν ο Φλέγκας, ένας νεαρός από το Μεσολόγγι, πέρασε από το "κουλτούκι" της εκκλησίας (χώρος μπροστά στην εκκλησία). Οι μόνοι που δικαιούνταν να περνούν απ' εκεί ήταν οι προύχοντες (τάξη των κοινοτικών αρχόντων). Στους φτωχούς το απαγόρευαν. Ο Νικόλας Αβέρωφ, ξάδερφος του Γεώργιου Αβέρωφ (Εθνικός ευεργέτης), τον είδε να περνάει απ' εκεί. Χωρίς να γνωρίζει κανείς τον λόγο, θύμωσε και του έριξε ένα χαστούκι. Ο Φλέγκας δεν το είδε ως παραδειγματισμό, δεν δεχόταν τέτοια βαριά ντροπή. Αποφάσισε να τον εκδικηθεί.
Το σχέδιο της εκδίκησης του ήταν μεγαλεπήβολο, άκρως τολμηρό, τρελό. Μόνο ένας θα το επιχειρούσε. Αυτός ήταν ο θρυλικός αρχιλήσταρχος Θυμιογάκης. Ο Θυμιογάκης ήταν ληστής που δρούσε στα ορεινά χωριά της Άρτας. Από μικρή ηλικία είχε ανήσυχο πνεύμα. Δεν δεχόταν τις αδικίες, έτσι «βγήκε στο κλαρί» και έγινε ληστής. Μεγαλώνοντας έκανε την δική του ομάδα, έγινε αρχιλήσταρχος.
Οι ληστές, την τότε εποχή, δεν είχαν την σημερινή αντιμετώπιση του κόσμου. Ήταν άνθρωποι οι οποίοι είχαν περιθωριοποιηθεί από την κοινωνία, είτε λόγω άρνησης στρατεύσεως, είτε γιατί δεν δέχονταν τις κοινωνικές αδικίες από τους πλουσίους. Έκτοτε πολεμούσαν την «νόμιμη» εξουσία μέχρι τέλους. Ήταν παντελώς παραγκωνισμένοι από το κράτος. Έκλεβαν τους πλουσίους και βοηθούσαν τους φτωχούς. Βέβαια δεν ήταν όλα ρομαντικά όσον αφορά τους ληστές. Την τότε εποχή υπήρχαν δεκάδες μισθοφορικοί φόνοι, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης εκ μέρους τους.
Το 1884, ο Φλέγκας, ήρθε σε επαφή με τον Θυμιογάκη. Του εξήγησε πώς ήθελε να τον εκδικηθεί. Ήθελε να κλέψουν την κόρη του Νικόλα Αβέρωφ, την Ευδοκία (Δουκώ) και να ζητήσουν λύτρα. Ο Θυμιογάκης, χωρίς δεύτερη σκέψη το έπραξε. Κατέβηκε από τα βουνά, πήγε στα Τρίκαλα και έκλεψε την Ευδοκία. Μαζί με αυτήν, πήρε και μια άλλη κοπέλα, συγγένισσα του Νικόλα Αβέρωφ και τις πήρε πίσω στα βουνά. Εκεί, τις έκρυψε σε μια σπηλιά. Ο Θυμιογάκης ζήτησε ως λύτρα για την Ευδοκία όσες χρυσές λίρες ήταν και το βάρος της!!!. Για την άλλη κοπέλα, το ίδιο, σε ασημένιες λίρες!.
Στο άκουσμα της είδησης προκάλεσε σάλο στην γύρω κοινότητα. Το ποσό ήταν υπέρογκο, αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Κανείς, μα κανείς, δεν τα έβαζε τον Θυμιογάκη, που εν τέλει πήρε τα λύτρα που ζητούσε. Τους έστειλε και μερικές λιποβαρείς λίρες πίσω και ζήτησε άλλες. Δεν δεχόταν να ξεγελαστεί από ένα πλούσιο. Ο Φλέγκας, πήρε τα λεφτά που του αναλογούσαν, όπως και οι άλλοι, που τον ακολουθούσαν πιστά.
Ο Θυμιογάκης καταδιώχθηκε για την εν λόγω κλοπή γι' αυτό και πέρασε τα σύνορα, προς Μακεδονία, (τότε ανήκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) ντυμένος ως χανούμισσα. Οι Οθωμανοί άρχισαν να τον καταδιώκουν και αυτοί. Άκουσαν για το υπέρογκο ποσό που είχε στην κατοχή του. Αφού περιπλανήθηκε για αρκετό καιρό έφτασε μέχρι την Σμύρνη. Θα εγκατασταθεί στο Αξάρι, συγκεκριμένα στο χωριό Παπαζλή. Εκεί θα αγοράσει χωράφια και κοπάδια.
Χρόνια μετά, ο Ελληνικός στρατός, με την Συνθήκη των Σεβρών, φτάνει στην Σμύρνη. Συγκεκριμένα ήταν ένα Τρικαλινό σώμα. Ο Θυμιογάκης άκουσε πως οι Έλληνες έφτασαν στην Σμύρνη. Όταν μαθαίνει ότι το στρατιωτικό σώμα ήταν το Τρικαλινό, δίνει διαταγή να σφαχτούν αμέτρητα ζώα, να ταΐσει ολόκληρο το στράτευμα. Η Σμύρνη από το Αξάρι ήταν μερικά χιλιόμετρα μακριά. Το γλέντι θα γίνει. Ήταν και αυτό ένα τρανό δείγμα για τις ψεύτικες υποσχέσεις που έδωσε ο Ελληνικός στρατός, στις Συμμαχικές Δυνάμεις, για το «απαραβίαστον» της γραμμής που χάραξαν.
Ο Ελληνικός στρατός δεν θα αργήσει να κάνει την πορεία προς κατάληψη της Άγκυρας. Το ρέμπελο πνεύμα της ψυχής του Θυμιογάκη θα ξυπνήσει και πάλι. Ζώστηκε στα όπλα. Εξόπλισε ακόμη και τους γύρω Έλληνες με πολεμοφόδια, για μια τελευταία μάχη. Στις 17 Ιουλίου το 1919 ο Θυμιογάκης τραυματίστηκε και ξεψύχησε λίγο αργότερα σε στρατιωτικό νοσοκομείο, αφού πολέμησε με περίσσιο θάρρος τους Τσέτες του Κεμάλ. Ο θάνατος του, ήταν ακριβώς 35 χρόνια από την κλοπή της Ευδοκίας (Δουκώ).
Για χάρη του ακόμη τραγουδιέται το παραδοσιακό τραγούδι Βασιλαρχόντισσα. Ο Θυμιογάκης, πέρασε στην Ιστορία ως ένας που πολέμησε την αδικία και πέθανε για την πατρίδα. Το θράσος και το ανήσυχο του πνεύμα τον έκανε να ζήσει μια περιπετειώδης ζωή μέχρι τα γεράματα. Η σπηλιά που έκρυψε της κοπέλες έμεινε στην Ιστορία ως η σπηλιά του Γάκη.
Υ.Γ. Η εν λόγω ιστορία εμφανίζεται και ελαφρώς διαφορετικά σε κάποια μέρη της Ελλάδος.
Στίχοι από το τραγούδι Βασιλαρχόντισσα
Δεν είναι κρίμα κι άδικο, δεν είναι κι αμαρτία,
να είν΄ η Βασίλω σ΄ ερημιά σε κλέφτικα λημέρια,
να στρώνει πεύκα στρώματα κι οξιές για μαξιλάρια;
Kι ο Θυμιογάκης φώναξε, ο Θυμιογάκης λέει:
Σήκω Βασίλω μ΄ κι έφεξε, σήκω και πήρε γιόμα,
σήκω ν΄ ανάψεις τη φωτιά, να πάρεις τον καφέ σου.
Σχόλια για το Τραγούδι
Όσον αφορά το όνομα Βασιλώ, στο τραγούδι, οι μελετητές θεωρούν ότι αυτό έγινε για να υπογραμμισθεί η αρχοντική της καταγωγή (βασίλισσα-αρχόντισσα). Άλλοι πιστεύουν ότι η αλλαγή αυτή του ονόματος έγινε για λόγους δομικούς του τραγουδιού. Το τραγούδι σε κάποιες περιοχές έχει διαφορετικούς στίχους.
Χρίστος Κυριάκου
Ξυλοτύμβου - Κύπρος
Πηγή: vantagemag.com