Ίρβιν Γιάλομ - Η υπαρξιακή απομόνωση

Ίρβιν Γιάλομ - Η υπαρξιακή απομόνωση

ΔΕ Μ' ΑΡΕΣΕΙ ΝΑ ΔΟΥΛΕΥΩ ΜΕ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ. Ίσως γιατί τους ζηλεύω - κι εγώ ο ίδιος λαχταράω να μαγευτώ. Ίσως πάλι γιατί ο έρωτας και η ψυχοθεραπεία είναι μεταξύ τους ασύμβατα. Ο καλός θεραπευτής πολεμάει το σκοτάδι και ζητάει το φως, ενώ ο έρωτας συντηρείται από το μυστήριο και καταρρέει μόλις αρχίσεις να τον εξετάζεις σχολαστικά. Κι εγώ σιχαίνομαι να γίνομαι ο δήμιος του έρωτα.

Ανακάλυψα ότι τέσσερα δεδομένα έχουν ιδιαίτερη συνάφεια με την ψυχοθεραπεία: Το αναπόφευκτο του θανάτου για όλους μας προσωπικά και γι’ αυτούς που αγαπάμε. Η ελευθερία να φτιάξουμε τη ζωή μας όπως τη θέλουμε. Η έσχατη μοναχικότητα μας. Και, τέλος, η απουσία οποιασδήποτε προφανούς ση­μασίας ή νοήματος στη ζωή. Όσο μελαγχολικά και να φαίνον­ται αυτά τα δεδομένα, εμπεριέχουν τους σπόρους της σοφίας και της λύτρωσης. Μ’ αυτές τις δέκα ιστορίες ψυχοθεραπείας ελπί­ζω να δείξω ότι είναι δυνατόν ν' αντιμετωπίσουμε τις αλήθειες της ύπαρξης και να χαλιναγωγήσουμε την ισχύ τους προς όφε­λος της προσωπικής μας αλλαγής και ωρίμασης.

[…]Η υπαρξιακή απομόνωση, το ένα δεδομένο, αναφέρεται στο αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στον εαυτό και στους άλλους, ένα χάσμα που υπάρχει ακόμα κι όταν διαθέτουμε βαθιά ικανοποιητικές διαπροσωπικές σχέσεις. Ο άνθρωπος είναι απομονωμένος από τ’ άλλα όντα και, στο μέτρο που ο καθένας από μας αποτε­λεί έναν δικό του κόσμο, απ’ τον ίδιο τον κόσμο. Αυτού του είδους η απομόνωση πρέπει να διακρίνεται από δυο άλλα είδη απομόνωσης: τη διαπροσωπική και την ενδοπροσωπική απομόνωση.

Ο άνθρωπος βιώνει τη διαπροσωπική απομόνωση ή μοναξιά, αν του λείπουν οι κοινωνικές δεξιότητες ή το είδος της προσω­πικότητας που επιτρέπει τις στενές κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Η ενδοπροσωπική απομόνωση προκύπτει όταν κάποια μέ­ρη του εαυτού αποσχίζονται, όπως όταν ο άνθρωπος αποκόβει το συναίσθημα απ' την ανάμνηση ενός γεγονότος. Η πιο ακραία και πιο εντυπωσιακή μορφή σχάσης, η πολλαπλή προσωπικό­τητα, είναι σχετικά σπάνια (μολονότι αναγνωρίζεται ολοένα και ευρύτερα). Όταν συμβαίνει αυτό, ο ψυχοθεραπευτής ενδέχεται -όπως μου συνέβη στη θεραπεία της Μαρτζ («Ψυχοθεραπευ­τική μονογαμία»)- να έρθει αντιμέτωπος με το παράδοξο δί­λημμα ποια προσωπικότητα να υποθάλψει.

Παρόλο που η υπαρξιακή απομόνωση δεν έχει λύση, οι θερα­πευτές πρέπει να αποθαρρύνουν τις ψευδολύσεις. Οι προσπάθειες του ανθρώπου να ξεφύγει απ' την απομόνωση μπορεί να σαμπο­τάρουν τις σχέσεις του με άλλους ανθρώπους. Πολλές φιλίες και γάμοι έχουν αποτύχει, γιατί οι άνθρωποι, αντί να σχετίζονται με τον άλλο και να νοιάζονται γι' αυτόν, τον χρησιμοποιούν σαν ασπίδα ενάντια στην απομόνωση.

Μια συχνή και σθεναρή απόπειρα να λυθεί η υπαρξιακή απο­μόνωση, που εμφανίζεται σε αρκετές απ' τις ιστορίες αυτές, εί­ναι η συγχώνευση - η υποχώρηση των ορίων του ατόμου, το λιώσιμο μέσα στον άλλον. Η δύναμη της συγχώνευσης έχει καταδειχθεί σε πειράματα υποουδικής αντίληψης: το μήνυμα «Η μαμά κι εγώ είμαστε ένα» εμφανιζόταν σε μια οθόνη τόσο γρή­γορα, ώστε τα άτομα δεν μπορούσαν να το δουν συνειδητά, παρ' όλ' αυτά είχε ως αποτέλεσμα ν' αναφέρουν ότι νιώθουν κα­λύτερα, να αισθάνονται πιο δυνατά, πιο αισιόδοξα, ακόμα και ν' ανταποκρίνονται καλύτερα από άλλους ανθρώπους στη θεραπεία -με τροποποίηση συμπεριφοράς- προβλημάτων όπως το κάπνι­σμα, η παχυσαρκία ή η διαταραγμένη εφηβική συμπεριφορά.

Ένα απ' τα μεγάλα παράδοξα της ζωής είναι ότι η συνει­δητή αίσθηση του εαυτού γεννάει το άγχος. Η συγχώνευση εξαλείφει το άγχος με τρόπο ριζικό - εκμηδενίζοντας την αίσθη­ση του ξεχωριστού εαυτού. Το ερωτευμένο άτομο που έχει μπει σε μια μακάρια κατάσταση συγχώνευσης δεν αυτοπαρατηρείται, γιατί το μοναχικό εγώ το όποιο θέτει τα ερωτήματα (και μαζί του το συνακόλουθο άγχος της απομόνωσης) διαλύονται μέσα στο εμείς. Έτσι ο άνθρωπος αποφεύγει το άγχος αλλά χάνει τον εαυτό του.

Γι' αυτό ακριβώς οι ψυχοθεραπευτές δε χαίρονται, όταν κά­νουν θεραπεία με ερωτευμένους ασθενείς. Η ψυχοθεραπεία και η κατάσταση της ερωτικής συγχώνευσης είναι ασύμβατα, γιατί η ψυχοθεραπευτική δουλειά απαιτεί μια συνειδητή αίσθηση του εαυτού που θέτει ερωτήματα και ένα άγχος που στο τέλος θα χρησιμεύσει ως οδηγός προς τις εσωτερικές συγκρούσεις.

Επιπλέον μου είναι δύσκολο, όπως και στους περισσότερους θεραπευτές, να δημιουργήσω σχέση μ' έναν ασθενή που είναι ερωτευμένος. Στην ιστορία «Ο δήμιος του έρωτα» η Θέλμα δεν ήθελε, για παράδειγμα, να σχετιστεί μαζί μου. Η ενέργεια της αναλωνόταν πλήρως στην ερωτική της εμμονή. Προσοχή: η πανίσχυρη αποκλειστική προσκόλληση σ’ έναν άλλον άνθρωπο δεν είναι, όπως πολλές φορές πιστεύει ο κόσμος, απόδειξη γνήσιας αγάπης. Αυτός ο εγκυστωμένος, αποκλειστικός έρωτας -που τρέφεται μονάχα απ’ τον εαυτό του και δεν προσφέρει ούτε νοιάζεται για τους άλλους- είναι μοιραίο να καταρρεύσει. Ο έρωτας δεν είναι μόνο μια σπίθα πάθους ανάμεσα σε δυο ανθρώπους. Υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στο να ερωτεύεσαι και στο ν' αγαπάς. Η αγάπη είναι ένας τρόπος ύπαρξης, ένα «δόσιμο», όχι ένα «χάσιμο». Είναι ένας ευρύτερος τρόπος να σχετίζεσαι, όχι μια πράξη που περιορίζεται σ' έναν και μοναδικό άνθρωπο.

Αν και καταβάλλουμε μεγάλες προσπάθειες να διανύσουμε τη ζωή μας σε δυάδες ή σε ομάδες, υπάρχουν στιγμές, ιδίως όταν πλησιάζει ο θάνατος, που η αλήθεια -ότι γεννιόμαστε μό­νοι και πρέπει να πεθάνουμε μόνοι- εμφανίζεται ξαφνικά με μια καθαρότητα που μας παγώνει. Έχω ακούσει πολλούς ετοιμο­θάνατους ασθενείς να παρατηρούν ότι το πιο ανυπόφορο πράγμα στον θάνατο είναι ότι πρέπει να τον περάσεις μόνος σου. Κι όμως, ακόμα και τη στιγμή του θανάτου, η επιθυμία κάποιου άλλου να είναι πλήρως παρών μπορεί να διαπεράσει την απομό­νωση. Όπως είπε ένας ασθενής στο «Όχι με το μαλακό», «παρόλο που είσαι μόνος σου στη βάρκα σου, είναι πάντα ανακουφιστικό να βλέπεις τα φώτα των άλλων πλοίων ν' αναβοσβή­νουν κοντά σου».

[…]Παρόλο που αυτές οι δέκα ιστορίες ψυχοθεραπείας είναι γε­μάτες από τις λέξεις ασθενής και θεραπευτής, μην αφήνετε τους όρους αυτούς να σας παραπλανήσουν: είναι ιστορίες καθημε­ρινών ανδρών, καθημερινών γυναικών. Ο ρόλος του ασθενούς μας αφορά όλους. Η χρήση αυτής της ταμπέλας είναι πολύ αυθαίρετη και συχνά εξαρτάται περισσότερο από πολιτισμικούς, εκ­παιδευτικούς και οικονομικούς παράγοντες παρά από τη σοβα­ρότητα της παθολογίας. Αφού οι θεραπευτές πρέπει να έρθουν κι εκείνοι, όπως οι ασθενείς τους, αντιμέτωποι μ' αυτά τα δεδομένα της ύπαρξης, η επαγγελματική στάση της αμέτοχης αντικειμενικότητας, που είναι τόσο απαραίτητη στην επιστημονική μέθοδο, εδώ είναι ακατάλληλη. Εμείς οι ψυχοθεραπευτές δεν μπορούμε να κουνάμε το κεφάλι μας με συμπόνια και να προ­τρέπουμε τους ασθενείς μας να παλέψουν αποφασιστικά με τα προβλήματά τους. Δεν μπορούμε να τους λέμε εσείς και τα προβλήματα σας. Αντίθετα, πρέπει να μιλάμε για μας και τα προβλήματά μας, γιατί η ζωή μας, η ύπαρξη μας, θα είναι πάντα στενά συνδεδεμένη με τον θάνατο, ο έρωτας με την απώλεια, η ελευθερία με τον φόβο και το μεγάλωμα με τον αποχωρισμό. Είμαστε όλοι μαζί σ’ αυτό.

 ***

Irvin D. Yalom - Ο Δήμιος του Έρωτα