Τα μυστήρια και τα παράδοξα της λέξης “αλλαγή”

Τα μυστήρια και τα παράδοξα της λέξης “αλλαγή”

Όταν ζούµε καταστάσεις που είναι δυσάρεστες ή δύσκολες, συνήθως ανυποµονούµε να αλλάξουν. Μετρούµε τις στιγµές, πιέζουµε τα πράγµατα να πάνε όσο πιο γρήγορα γίνεται εκεί που θέλουµε.

Όµως συχνά, όσο κι αν επιµένουµε, τα πράγµατα µοιάζουν να αντιστέκονται στην επιθυµία µας. Άλλοτε στέκονται πεισµατικά ακίνητα, άλλοτε προχωρούν απρόβλεπτα. Κι όσο τα βλέπουµε να ξεφεύγουν από τον έλεγχό µας, τόσο πιο πολύ εµείς παλεύουµε να τα πάµε προς τα εκεί που θέλουµε και φανταζόµαστε, και τόσο αυτά ακολουθούν τη δική τους πορεία. Ωστόσο, κάποιες φορές, όταν παραιτούµαστε και δεν προσπαθούµε πια να κατευθύνουµε τις καταστάσεις, ξαφνικά, τα πράγµατα αρχίζουν να κινούνται, ή και να πηγαίνουν προς τα εκεί που θέλαµε, λες και συµβαίνει κάτι µαγικό.

Στην πραγµατικότητα, αυτό που συµβαίνει δεν είναι µαγικό, ούτε ακριβώς τυχαίο. Πρώτα-πρώτα, η συνθετότητα κάθε κατάστασης είναι απείρως µεγαλύτερη από ό,τι µπορεί να συλλάβει ο εγκέφαλός µας, και είναι ούτως ή άλλως ουτοπία να νοµίζουµε πως µπορούµε να ελέγξουµε τα πράγµατα. Και ύστερα, το πώς εµείς οι ίδιοι υπάρχουµε µέσα σε κάποια κατάσταση, συχνά διαφέρει πολύ από αυτό που θέλουµε να σκεφτόµαστε µε το νου µας για εµάς και την κατάσταση.

Ας πούµε, ο Α σκέφτεται ότι η σχέση του είναι καταπιεστική και του στερεί την ελευθερία. Φαντασιώνει διαρκώς πόσο ωραία θα είναι όταν επιτέλους θα µείνει µόνος και ελεύθερος. Θέλει να τη διακόψει, αλλά οι µήνες, ή και τα χρόνια περνούν, και δεν µπορεί να καταλάβει γιατί δεν το κάνει. Μία από τις αιτίες είναι πως, καθώς εστιάζεται µόνο στις περί ελευθερίας φαντασίες του, παραβλέπει πως, ταυτόχρονα, µπορεί να τρέµει τη µοναξιά γι’ αυτόν ή εκείνον τον λόγο που επιµένει να µη βλέπει. Ή, ο Β, που είναι υπέρβαρος και δεν µπορεί να χάσει κιλά, εστιάζεται µόνο στην επιθυµία του να αδυνατίσει. Παραβλέπει ότι η υπερβολική κατανάλωση τροφής αποσκοπεί στην κάλυψη κάποιας άλλης ανάγκης του, πέρα από τη φυσική επιβίωση. Η ψυχολογική αυτή ανάγκη, παρά τις δίαιτες και τα γυµναστήρια, παραµένει, όσο και δεν θέλει να τη δει, γεννώντας του την ακαταµάχητη επιθυµία για κατανάλωση τροφής.

Στις καταστάσεις αυτές, προσπαθούµε να αλλάξουµε “µισοί”. Προσπαθούµε να κατευθύνουµε την αλλαγή µε τον ρυθµό και τις επιθυµίες µας. Δεν πάµε ολόκληροι µπροστά, µε αποτέλεσµα, ό,τι από εµάς παραβλέπουµε, να µας “τραβά” πίσω ή να µας “πηγαίνει” σε απρόβλεπτες κατευθύνσεις. Αντίθετα, όταν παραιτούµαστε από τον έλεγχο, ενώ παράλληλα “γινόµαστε” ολόκληροι βλέποντας όλα όσα είµαστε στο τώρα µας, αφήνουµε όλες τις όψεις του εαυτού µας να συντονιστούν και µεταξύ τους και µε τη συνθετότητα των καταστάσεων της ζωής. Και η αλλαγή έρχεται ως φυσική συνέπεια που αγκαλιάζει όλες µας τις όψεις. Ίσως δεν έρχεται τόσο γρήγορα και δεν πηγαίνει απόλυτα προς τα εκεί που φανταζόµασταν. Όµως σίγουρα είναι αυθεντική και µας ικανοποιεί. Άλλωστε, στο παράδειγµά µας, ο Α που είναι και “ελεύθερος” αλλά και “καλά” στη µοναξιά του, στη ουσία είναι ένα “ον” που δεν υπάρχει. Είναι µόνο µία φανταστική ιδανική εικόνα, που φτιάχνει ο πραγµατικός Α στο νου του. Ο Α που υπάρχει στην πραγµατικότητα είναι µόνον ο Α που θέλει να είνα ελεύθερος και ταυτόχρονα φοβάται τη µοναξιά του. Και ο Β που αδυνατίζει χωρίς να αλλάξει στη ζωή του αυτό το οποίο αποφεύγει παίρνοντας κιλά, επίσης δεν είναι ο πραγµατικός Β, αλλά µία ιδανική φαντασίωση του Β. Στην πραγµατικότητα, υπάρχει µόνον ο Β που θέλει να χάσει εύκολα, “µαγικά” βάρος, χωρίς να αγγίξει τίποτα από όσα του δίνουν τα παραπανίσια κιλά.

Κάθε αλλαγή αφορά όλες µας τις όψεις και όχι µόνον αυτές που εµείς θέλουµε (ή µας βολεύει) να αλλάξουµε. Ο Arnold R. Beisser (1926-199) περιέγραψε αυτές τις διαδικασίες ως η “παράδοξη θεωρία της αλλαγής”. Με άλλα λόγια, όσο προσπαθώ να γίνω κάτι που δεν είµαι τώρα, ολόκληρος, τόσο παραµένω ο ίδιος. Όταν πιέζω τα πράγµατα να χωρέσουν σε ό,τι µου αρέσει (ή αντέχω) να φαντάζοµαι, αυτά αντιστέκονται. Η αλλαγή έρχεται µε την αποδοχή αυτού που είµαι τώρα: τελικά, µάλλον “επιτρέπουµε” την πραγµατική αλλαγή παρά την επιβάλλουµε. Και, κάτι τέτοιο, δεν είναι διόλου µία παθητική στάση στα πράγµατα. Αντίθετα, η αποδοχή αυτού που τώρα είµαι ολόκληρος, ώστε να “µε αφήσω” να περάσω επίσης ολόκληρος στην επόµενη φάση µου, θέλει πολύ περισσότερη δύναµη από την παιδική παντοδυναµία ενός βασιλιά που επιµένει να νοµίζει ότι ελέγχει τον κόσµο.

***

Πέτρος Θεοδώρου
 
ψυχοθεραπευτής,μέλος της EAGT 
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.