Ελένη Λαυρεντάκη
Γεννήθηκα και ζω στην Κρήτη. Είμαι γραφίστας - τυπογράφος και τα τελευταία χρόνια διοχετεύω τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) ανησυχίες μου στον Κλόουν.
Η κραυγή της κουκουβάγιας γδέρνει τη σιγαλιά.
Φράχτες οι κουρτίνες και πίσω τους
οι βραγιές βολεύουν σε στρωτές σειρές.
Σε λίγο θ’ αναστατωθούν.
«Το έχω πει κι άλλες φορές. Η τέχνη πιστοποιεί την αναπηρία μας και ο καλλιτέχνης, αυτός που πραγματοποιεί την τέχνη, συνθέτει ένα ύποπτο είδος πολίτη.
Η πολιτεία από παλιά, μεταχειρίζεται τον καλλιτέχνη για λόγους εθνικούς, πολιτικούς, κομματικούς και μη, και ο καλλιτέχνης εννοεί να υπηρετεί πιστά τους άρχοντες αξιωματούχους, τις παρατάξεις και τα κόμματα που έχουν δύναμη και κυβερνάν τη χώρα, με αντάλλαγμα έναν δρόμο που θα φέρει το όνομά του ή ένα άγαλμα δίχως χέρια, μες στα γεμάτα από κακοποιούς, επικίνδυνα δημόσια πάρκα.
Θα ’ρθει μια μέρα που τα δέντρα θα μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων και θα σταματήσουν να παράγουν ίσκιο, θροΐσματα κι οξυγόνο.
Θα πάρουνε τις ρίζες τους και θα φύγουν.
Μεγάλες τρύπες θα μείνουνε στη γη εκεί που ήταν πριν τα δέντρα.
«.. Σηκώθηκα απ΄ το πιάνο και πλησιάζω τον καθρέφτη.
Ήμουνα ξαναμμένος.
Είδα το είδωλό μου να κρατά φτερά του παγωνιού και δροσερούς καρπούς του Θέρους.
Κι είπα από μέσα μου:
Είμαι ο Λαχειοπώλης τ΄ Ουρανού.
Μέσα στα ολόχρυσα στάχυα όταν πηγαίνω κάποτε το μεσημέρι και είμαι μόνος και είναι η ψυχή μου θαμπωμένη από τον ήλιον τον πολύ, νιώθω, – οι παπαρούνες έχουν μαγνήτη στην καρδιά των και με σέρνουν.
Ιδέες τρελές και κόκκινες αναδίδονται από τα φύλλα των και σέρνονται στην ψυχή μου.
Και ξαπλώνομαι χάμαι κοντά των και τις κοιτάζω – μου φαίνεται κοιτάζω τα χείλη της Αγαπημένης μου όταν κινούνται ανάλαφρα, από το διάβα της ανάμνησης των όμορφων φιλιών.
Έχω συλλάβει την καλύτερη μορφή προδοσίας, η οποία είναι να πάψεις να αγαπάς κάποιον χωρίς αυτός να το ξέρει.
Αυτό για μένα είναι υψίστης μορφής προδοσία.
Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
υπάρχει μια δίψα υπάρχει μια αγάπη
υπάρχει μια έκσταση,
όλα σκληρά σαν τα κοχύλια
μπορείς να τα κρατήσεις στην παλάμη σου.
Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,
άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως·
η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.
«… Πρέπει να πω ότι δεν μ’ αρέσει η αναμνησιολογία.
Την απεχθάνομαι.
Είναι χειρότερη και από μνημόσυνο.